Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Οκτώβριος, 2009

Υστερόγραφο

Μαρία μου. Κάθε φορά που κάνουμε έρωτα, πέφτει ένας μεγάλος πέτρινος τοίχος στον κόσμο, κατεβαίνουν στους δρόμους πάλι τα παιδιά κι είναι Δεκέμβρης. δεν έχουμε χρώμα στα χέρια μας, κι ούτε έχουμε αίμα. Δεν είμαστε ντυμένοι στα μαύρα, Δεν είναι πένθος. Στα καφενεία τον πόλεμο τον κάνουμε τον Αύγουστο με τα πράσινα δέντρα μας, τη γαλάζια τη θάλασσα, τα όνειρα μας το κομμάτι της φύσης μας, κι ας ήταν φθινόπωρο, κι ας βρέχει Με το κορμί μου να λιάζεται στη θάλασσα μόνος παλεύω για να σε βρώ. Κι αν χω γίνει μακρύς κι ατελείωτος χρόνια μετά, τρελός, πώς καταφέρνω να ζω τόσες μέρες και τόσες νύχτες μαζί σου χαϊδεύοντάς σου τα δάχτυλα φιλώντας σου τους αγκώνες κάθε φορά που κάνουμε έρωτα και το μέγα το φως μας περικλείει Μαρία μου όσο αντέχαμε τον πόνο. Μετά μάζευε η γειτόνισσα την μπουγάδα, έδινε ένα κίτρινο νόμισμα στον γύφτο κι αυτός έπαιζε γλυκά τραγούδια όλη νύχτα στο περβάζι της. Κάθε φορά που κάνουμε έρωτα Μαρία, γινόμαστε άνθρωποι από τον πόλεμο αυτό και πάλι κλαίω που δεν έχω μάθει ακ

Στο τραγούδι του γύφτου

στο παραπέρα του δρόμου ήρθε ένας γύφτος με βιολί. «ε ήλιε, ήλιε μου Με κάνεις και γυρίζω μεθυσμένη, με κάνεις και παραπατώ, με κάνεις ν’ αγκαλιάζομαι στ’αστέρια, με κάνεις και φιλώ τον ουρανό » Και είναι τούτο το τραγούδι μου, και σιγοτραγουδώ. Ουρανός και βράδυασε, να λες απόψε, Ουρανός και νυχτώνει. Να μου πιάνεις το χέρι και να περπατάμε παρέα νύχτα στους δρόμους της πόλης, να γυρίζουμε με γιομάτη την καρδιά, να σφυρίζει η μοναξιά και ο έρωτας, να συμφωνούμε μήπως κατέβουμε στη θάλασσα πριν πάμε σπίτι για ν’αγαπηθούμε. Ο βιολιστής που τραγουδάει όλη νύχτα. κι εγώ που είμαι μεθυσμένη και παραπατώ, Με τα χέρια μου τα διψασμένα, και τη μυρωδιά της θάλασσας που έχει ξεθάψει όλες τις πληγές μου, σιγοψιθυρίζω «ε ήλιε, ήλιε μου, Με κάνεις και γυρίζω μεθυσμένη, με κάνεις και παραπατώ, με κάνεις ν’ αγκαλιάζομαι στ’αστέρια, με κάνεις και φιλώ τον ουρανό» από τη θάλασσα μέχρι τα γιασεμιά ταξιδεύουν τα φιλιά μου κι από τη γη μου μέχρι τον ουρανό. 31.10.09

Και τι είναι η αγάπη, αγάπη μου;

Επάνω στη σκάλα Εκεί κατοικεί ο Αύγουστος. Των χειλιών σου τ’ακροφίλημα σφίγγει στεγνά τις χειροπέδες μα μετά σπάνε τα κάγκελα, πέφτουν οι τοίχοι και γκρεμίζονται οι φυλακές όλου του κόσμου μένει ο έρωτας κι ο πόθος ο αγνός, ο λαμπερός, ένας ήλιος και μία η θάλασσα. πώς να χωρέσει μια ψυχούλα μόνη όλη μια θάλασσα που σκάει επάνω στα σώματα μας. πως ζεσταίνει ο ήλιος εκεί που σκάει το κύμα η σιωπή της αγάπης δεν έχει ανάγκη άλλον απ’τον Αύγουστο αγάπη μου και τα χρωματιστά βραχιόλια σου. 30.10.09

Επιστολή νο2

Καλέ μου, Μήνες τώρα περάσανε, που νοίκιασα μόνη κι εγώ, σπίτι στη γειτονιά σου. Και τυχερή. Γιατί περνώ τις νύχτες μου ν’ ακούω τα βήματά σου. Μα, μέρες τώρα, νιώθω να ‘ρχεσαι, σε ώρες ακανόνιστες, με βήματα μπλεγμένα, μεθυσμένα, ο θόρυβος στην είσοδο, το ανέβασμα στη σκάλα. Περνάς από την πόρτα μου, κοιτάζω απ’το ματάκι, χωρίς φωνή, με βλέμμα κάτω, χαμηλό… και πως αναστενάζω. Μήπως δεν ένιωσες την Κυριακή; δεν άκουσες; δεν είδες; Καλέ μου, πως καίγομαι για σένα. ο πόθος μου ένα τριαντάφυλλο, σκορπίζω κάθε βράδυ, πέταλα, επάνω στα σκαλιά. προχτές επίτηδες το έκανα και άφησα στην άκρη τον κουβά για να τον δεις, μήπως τον παρασύρεις, ή για να βάλεις κάτι μέσα του ψιχαλίζει και είν’ οκτώβρης το φεγγάρι είναι απόψε όμορφο κι ολόκληρο και γήινο, στο φως του, θα’ρθω να σε βρω θα γυαλίζει στα μάτια σου κι εγώ θα πίνω από την πηγή σου καλέ μου, όπως την πρώτη φορά που πέρασα τυχαία από το στενό σου, κι έπεσες πάνω μου, χαμένος, αναμαλλιασμένος, κατακόκκινος, μ’ εκείνο το όμορφο πλατύ χαμόγ

Οι ποιητές

Σε όσους δεν αντέχουν να δικαιώνουν τον έρωτα Ξημερώνει. Με ένα ή δυο σπασμένα κομματάκια της νύχτας βγαίνει πάλι καινούργια η μέρα. Στριφογυρίζει στα σεντόνια και στα μαξιλάρια του ύπνου μου και γαργαλάει με πάθος την καρδιά μου, τα μάτια μου. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια, χαιρέτησε τους γειτόνους κι έκατσε πλάι στη σκάλα να μαδάει μια μαργαρίτα όλη νύχτα. Κι όταν τελειώνει η μια, να βρίσκει κι άλλη και να την μαδάει κι αυτήν. Στιγμές που σουλατσάρω, βρίσκω τα πέταλα, χωρίς να μπορώ να καταλάβω τελικά, μ’αγαπά, δεν μ’αγαπά. Κι ούτε κι αυτή να ξέρει. Κι έτσι να φεύγει πάλι, και πάλι να ‘ρχεται το βράδυ. Μα όμως, μετανιώνει, και ξημερώματα έρχεται και κουλουριάζεται ξανά στο πλάι μου. Κάποιος μου σφύριξε τελευταία, πως αυτό συμβαίνει κάθε νύχτα στη γειτονιά μας. Πως στέλνει ο ήλιος μια κοπέλα λέει, χλωμή σαν το φεγγάρι, και τρελαίνει όσους αθώους εραστές βρει στο πέρασμά της. Τους βασανίζει, κι έτσι κάθονται και γράφουν μοιρολόγια για την αιωνιότητα. Κάθε βράδυ. Και είναι ο πόνος που τους παρα

Τις νύχτες σκέπτομαι

Εγώ δεν ήξερα που έμπαινα Έτρεχα σαν το ναυτάκι που πρωτοπιάνει στεριά Κι έδεσα με τα κύματα στον κόλπο Κι ήταν θάλασσα, κι ήταν Αύγουστος Κι αν τώρα κάθουμαι και τα σκέπτομαι κι είναι οκτώβρης, μη νομίζετε, είναι που μαγεύτηκα. Μια κόρη ηλιογέννητη με μάγεψε. Κι ο ήλιος. Ο ήλιος και η θάλασσα. Και τα μάτια σου. 26.10.09

Η συγγνώμη

«Δες όμως, Δες, τι όμορφα, τι ωραία που είναι τ’ αστέρια!» Τι όμορφα που ήταν τ’αστέρια. Σε κοίταζα. Πιότερο κοίταζα τη χαρά σου. Τ’αστέρια γινόντουσαν στάλες στα μάτια σου. Δε βλέπαμε μακριά, ήτανε νύχτα. Μα τ’αστέρια λάμπανε. Σηκώναμε τα μάτια μας στον ουρανό Από συγκίνηση. Τι όμορφα που είναι τ’αστέρια έλεγες. Κι εγώ δεν είχα κάτι να πω, γιατί πώς να αγγίξω τη καρδιά σου, χτυπούσε τόσο που πέθαινε, ξαφνικά. Και ζούσε μαζί όλη τη φλόγα των ψυχών. Γινόταν ένα αστέρι κι έφευγε μακριά μου. Και θύμωνα. Θύμωνα και σου φώναζα, - τόσο μικρός εγώ, τόσο μακριά απ’ τ’αστέρια. «Δες όμως, Δες, τι όμορφα, τι ωραία που είναι τ’ αστέρια!» Ψιθύριζες με τρεμάμενη φωνή, με φόβο. Έτρεχες σαν νεογέννητο αγρίμι που έχασε τη μάνα του, που δεν την είχε γνωρίσει ποτέ. Κι εγώ σου φώναζα. Όλο και πιο πολύ. Μήπως κι η φωνή μου σκεπάσει τ’αστέρια, σκεπάσει την άβυσσο. σκεπάσει τον πόνο. πες, πες, πες ..τι ωραία που είναι τ’αστέρια πες, να λάμψουν τα μάτια σου. Άνοιγες τις παλάμες σου, αν ήταν και πέφτουν, να π

Οκτώβρης

Η αγάπη μου είναι σαν ένα σύννεφο που άφησε μια ολόκληρη χώρα στον ήλιο της για να ρθει να ξημερώνεται μαζί σου. Και βρέχει. 24.10.09

Το μοιρολόι του ταχυδρόμου

Μια μέρα κι αν, Μια μέρα κι αν ήταν και πρωί, Αχ μάτια μου. Μια μέρα ράγισε η καρδούλα σου. Τα κυπαρίσσια τα ψηλά τριγύρω σου κάμανε φωλιά. Αχ καρδούλα μου. Κει που πάω το γράμμα σου ν’αφήσω Αχ καρδούλα μου, Βρήκα ένα άλλο όνομα στο σύρτη Ένα άλλο όνομα, καρδούλα μου, Ένα όνομα ξένο. Μια μέρα κι αν, Μια μέρα κι αν ήταν και πρωί, Αχ μάτια μου. Και μένω τώρα με το γράμμα, Με το γράμμα σου, ματάκια μου. Νέα δεν έχει, Νέα δεν έχει σήμερα να παραδώσω. Αχ καρδούλα μου. 18.10.2009

Κτήση

Αγαπημένη μου, Τόσες νύχτες έχω περάσει πλάι σου και μέσα μου βρύχεται η βουή της ψυχής του κόσμου. Ήταν πάντα εκεί μα με φόβιζε χρόνια πολλά. Ενώθηκα μαζί σου κι ο φόβος μου έγινε ανάγκη ν’αδράξω το φως, αντίλαλος η ελπίδα. Χρόνια αδυνατούσα να βγω στο κήπο, ν’ανοίξω τα παράθυρα στη μέρα, να βγω στο φως. Η γαλήνη με βρήκε μια νύχτα κι άλλες μέρες πολλές αργότερα, και μ’εβρισκε πάντα, ν’ανυψώνομαι σαν άνθρωπος αγνός, παρθένος. Κουρασμένος από την πάλη, ακούμπησα λιγάκι στον ώμο σου – ακούμπησες κι εσύ στο δικό μου. Λύγισες λίγο, λύγισα λίγο κι εγώ και βρεθήκαμε στη μέση της απόστασης που ενώνει και χωρίζει το άπειρο και το μηδέν, το τίποτε και το όλο. Γεννήθηκα ξανά κι ένα φτερό γαργάλησε ελαφριά τα ματόκλαδα και τ’αυτιά μου. Απότομα σ’ακούμπησα – φοβήθηκα κι εγώ μα η ζέση της έκστασης και η αγνότητα των αισθήσεων, δομημένη πια, και ξεκάθαρη, τράβηξε από τα μέσα μου όλη την ανάγκη για ζωή που τρέχει στο αίμα όλων των ανθρώπων, των ταξιδευτών, των ξένων. Το ποτό που αναζητούν οι αν

Ενυπόγραφη Επιστολή στον ¨Ήλιο

Παρεδόθη. Κράτησα στο ένα χέρι όλες τις θύμησες, ξεκούμπωσα το πανωφόρι σου. Φύσηξα στο στέρνο σου απαλά Έσκυψα να φιλήσω αργά τα δυο σου χείλια Τα χείλια μετά γίναν ώμοι Τα χέρια μου εργαλεία Η φωνή μου εξαπάτηση της λήθης Οι πνοές σου ψίθυροι-αστέρια. Το στόμα μου καράβι, και το κορμί σου θάλασσα Το σώμα μου πλατάνι. Τα πόδια σου αγκαλιά. Τα γόνατά σου πληγές για φίλημα Τα στήθια σου νησιά φοβισμένα Λιμάνια τα σημεία σου, μεσθάγκωνα, οι καρποί σου. Κι η γλώσσα μου φταίχτης των ουράνιων στεναγμών σου, στη ρίζα των λέξεων. «Παράδοση» φωνάζει ο ταχυδρόμος 18.10.09

Το τραγούδι

Το βράδυ σήμερα, Το βράδυ σήμερα κι απόψε Θα’ρθω να σου φιλήσω τα μαλλιά Τη νύχτα σήμερα, τη νύχτα σήμερα κι απόψε, τα χείλι σου να κλείσω. Απόψε σαν βραδυάσει Θα ‘χω στα χέρια γιασεμιά και στο κορμί μου μπόρα. Να γιάνω την καρδούλα σου Θα ‘ρθω απόψε, θα ‘ναι αργά, θα ‘ρθω μέσα στη νύχτα 15.10.09

Το γράμμα

Μαρία μου, Σε γλυκοφιλώ. Στα χείλι, τα δυό σου χέρια, Παναγιά μου. Τα γυμνά σου γόνατα, τους αστραγάλους σου. Στα πόδια σου, Ο κουβάς με το νερό ήταν της γειτόνισσας από το παραδίπλα παράθυρο. Φοβάται η καημένη μερικές φορές τις νύχτες Της φάνηκε σαν μοιρολόι κι έβγαλε τον κουβά και σ’έβρεξε. Εκείνο το τραγούδι. Δεν το’θελε. Εγώ βρήκα τον φάκελο κολλημένο στο γραμματοκιβώτιο. «Επιστολή νο 3». Ας είν’ καλά κι οι γειτόνοι. Γι αυτό σου λέω Μαρία μου, Γι αυτό σε γλυκοφιλώ Σε φιλώ, Πιάνω τον φάκελο, πάω να τον κολλήσω, δεν έχω διεύθυνση για να τον στείλω. Άφησα το γράμμα μέσα στη γλάστρα, στην είσοδο του δρόμου. Ήρθε ένα κορίτσι ένα βράδυ, κι έψαχνε, νύχτα, μέσα στα λουλούδια. 13.10.09

Επιστολή νο 1

Για να σε δώ, Έτσι, Λιτό, απέρριτο, να βασιλεύεις στη γή μου, γι αυτό ήρθα. Σε φιλώ, Μαρία 12.10.09

Επιστολή νο 3

Παρέλαβα προχθές, ένα περίεργο γράμμα με τίτλο έναν αριθμό επιστολής. Στον καθρέπτη μπροστά Μετράω και παρατηρώ μία, μία τις πληγές Από κάθε σφαγή στην πάλη του έρωτα σου. Τις ξεθάβω όλες – γεμάτο το σώμα μου. Κι όσο το αίμα ξεπηδάει κάθε που αντανακλάται, γίνεται όλος ο καθρέφτης κόκκινος. Είναι στιγμές που καταφέρνω να γεμίζω ευγνωμοσύνη, αντιλαμβανόμενη το βάθος αυτών, Και τυχερή νιώθω, Πως δέησα αυτή τη στιγμή. Μπροστά στο απροσδόκητο, το αφανέρωτο και το εκπληκτικό, να πρέπει να βρω καινούργιες λέξεις κι αποχρώσεις του απέραντου. Να μπορώ να βγάζω από την παλέτα των χρωμάτων μου, τέτοιες όμορφες λέξεις. Και ποιοι; Οι θνητοί. Να γεύονται αναζήτηση και τέτοια δόνηση ζωής. Γι αυτό σου λέω, Τι κι αν μου πέταξες γεμάτο τον κουβά με το νερό όσο σου έκανα καντάδα. Ξέρεις τι ωραία είναι να γνωρίζεις έναν άνθρωπο, που να σε κάνει να τραγουδάς ακόμη, να μη σταματάς, με το πιο ευτυχισμένο χαμόγελο του κόσμου, ακόμη βρεγμένος; Κι είναι στιγμές που χρειάζομαι να μετρήσω πόσες πολλές πληγές, κα

Πραϋντική ωδή στους σαλεμένους εραστές (πάει τόσος καιρός)

Πάει τόσος καιρός, Ήταν σίγουρα σε μια άλλη ζωή Ίσως δεν ήμουν εγώ Πιθανόν. Γελούσε η ψυχούλα μου Όταν απόσταζα στα δυο σου χέρια Που κούρνιαζα στον ώμο σου Ανάσαινα. Συσπάσεις της ύλης μου στο άγγισμα σου. Μια ρουφηξιά, δυο… Οι λέξεις, πάντα λίγες και πάντα μισές. Γή γεμάτη λόφους και βουνά, πλάι στη θάλασσα. Ίσως δεν ήμουν εγώ. Κι οι μέρες που περνούν, γιομάτες ζωή, ίσως είναι κάποιου άλλου κι αυτές. Κι οι φωνές, και τα χάδια και η λύτρωση, κι οι νύχτες. Κι η αγκαλιά μου. Η υπόκωφη σιωπή της ευτυχίας. Η αγάπη. 10.10.09

Εκεί που συζητάς για μένα

«ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ» Δημήτρης Δημητριάδης Εκεί που συζητάς για μένα Με ένταση, Με παραμελημένα μαλλιά, Κι αφουγκράζεσαι τους χτύπους. Μια του ρολογιού, Και μια τις σταγόνες της βροχής Επάνω στο παράθυρο. Επάνω στο τζάμι. Εκεί περνάω με κόκκινο, Και κάνει την ψυχή να λικνίζει, Να δακρύζει, Να χορεύει σαν άγγελος. Ποτέ δεν κατάφερα να ξεχωρίσω αν ήταν από χαρά ή από πόνο αυτός ο χορός. Εκεί, Ταξιδεύει μια μικρή στιγμή Επάνω στη θάλασσα, Μπλεγμένη με ένα χρωματιστό σχηματισμό καρδιάς επάνω στην άμμο, Η μια προσπάθεια ν’ αφουγκραστεί μηνύματα του αέρα. Κι αφού, καράβι κι αυτή, φουρτούνες πιάνει, χορεύει. Σαν άγγελος. Μα πως να το καταλάβουν εκεί που συζητάς για μένα. Κι έτσι σιωπάς. 07-08.10.09

Με τα μάτια κλειστά

Τα χέρια, πιότερο οι παλάμες κόλλησαν στα δυο μου μάτια Με τρόπο έντασης και ένα πρόσωπο οδύνης Χωρίς ήχο. Από μακριά μπορεί και φαίνεται σαν ένα παιδί που ξεκουράζεται. Πρέπει να έρθεις να δεις από κοντά. Τις χαραματιές στο πρόσωπο, με το πικρό χαμόγελο του πόνου. Όλο το επεισόδιο διαδραματίζεται σε στάση σχεδόν γονυπετής Και η πλάτη κολλημένη στον τοίχο Και τα μπούτια να αγγίζουν στην κοιλιά. Μαζί με τα δάκρυα που δεν τρέχουνε. Την κραυγή που δεν βγαίνει, και που δεν ακούγεται Κι όμως οι παλάμες ν’ αγκαλιάζουν τα μάγουλα όπως η νύχτα τ’αστέρια. Κι όταν πάλι ήταν ήλιος που φώτιζε, ο τοίχος έριχνε μια σκιά κι έλουζε τις παλάμες. Ξεκλείδωνε τα γόνατα χαλάρωνε την πάλη της μέσης και συγχωρούσε την ατελή μου μνήμη. Μόνο τα δάχτυλα ενωμένα ακουμπούσαν στα μάγουλα. Τα μάτια ήταν ακόμη σφιγμένα. Κλειστά. Η ιστορία μιας ονειροπαγίδας που έγινε νύμφη επειδή μέθυσε με την γοητεία της φύσης, από τα χάδια μιας λεύκας που έπαιζε με τ’ακροδάχτυλα της λίμνης, καλοκαίρι. Για όσα πέρασαν και άφησα δεν