Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάιος, 2011

Το καλοκαίρι μας

Τα χρώματα που δεν βάλαμε στο μαύρο Μια κόκκινη ομπρέλα Έβρεχε, Το πρώτο και το τελευταίο έργο Η γλύκα σου Η συ-γνώμη σου Οι ποδηλάτες πλάι στον άγνωστο Τα τρία χαμόγελα, Τα σπίρτα κι η φωτιά που ανάψανε Σε πρώτο πρόσωπο.Μέρα μεσημέρι Οι εποχές που άλλαζαν και μαζί του Άλλαζες κι εσύ. Το δέντρο που ρίξε τα φύλλα, Λες κι ήταν φθινόπωρο. Τα θύματα κι οι θύτες γεμάτα φωτιά Να σπάσουνε τις αλυσίδες τους Ν’αγγίξουνε την άκρη της ελπίδας Ν’αγγίξουνε τα χέρια τους, και τ’ακροδάκτυλα τους Σ’αγαπώ, να πούνε. Εκείνο το καλοκαίρι, Βρυξέλλες, 8:03, 26.05.011

Πέτρινη καρδιά

Απέθανα κι άλλο πια. Δεν γνωρίζω, δεν έμαθα Χωρίς συναίσθημα, χωρίς ανατροπές. Μια πέτρα στα κύματα, Έγνοια στον ήλιο.

Φιλί

Τα χείλια σου που επισκέπτονται, νύχτες τώρα μια πανσέληνο, βουβές σαν παραστρατημένα αγάλματα, Τα ψαχουλεύω σιωπηλά τα μάτια σου, αγάλματα από πέτρα κι ατσάλι, Τα μάτια σου. Με λέξεις. ένα δέντρο, κλαδιά. Μια παλάμη, ένα αγκάλιασμα, Ένα μπράτσο. Ένα λουλούδι, Ένα ξέσπασμα. ‘Ενα λιβάδι που ανθίζει.

Πατριδογνωσία,

Κρατάς στα δόντια. Έτσι, κράτα το στα δόντια. Κείνη τη σκέψη που σου δόθηκε Για να χεις δυο μέτρα σπιθαμή Γίνεσαι, κι ένα κομμάτι του Αρμονικά μοιράζεσαι κι εσύ Στο χώμα Πέντε κύματα να σε βολεύουνε Χωρίς σκεπή στον ουρανό. Κρατάς στα χείλι και στα γόνατα κάτι μυρωδιές, Και τις πληγές Ολοκόκκινες σαν αίμα Μια σημαία κι ένα ΟΧΙ.

Υποφέρω ( β α σ α ν ι ζ ο μ α ι )

στο αγόρι που β α σ α ν ι ζ ε τ α ι Από το φέγγος του ήλιου, το βράδυ το αυγουστιάτικο, Από τα λιγοστά λουλούδια του κήπου, το μπουμπούκι που πάει ν’ανθήσει, Από τις αγκαλιές, Τη νύχτα στα μάτια σου, Από την θάλασσα που πάει, και το βαρκάκι που τη σιγογλύφει, Από τις πασχαλιές που πετάγονται, Μήνα άνοιξη. Από τις σκέψεις σου επάνω στο δέρμα μου, αρρωσταίνω. Βρυξέλλες, 10.05.011

Το δέντρο

Μ’αγάπησες που’μουν μικρή Τώρα που ψήλωσα Δεν σε βολεύω; 'Η σε ταράζει η δροσιά του ίσκιου μου, Βρυξέλλες, 10.05.011

30 στίχοι για την ΜΑΡΙΑ

Αγαπημένη μου, Ένα περιστέρι δίπλα σου που’ρθε, Είναι που του ‘πα καλημέρα να σου πει. Ο ποδηλάτης πέρασε, Πέρασε για να σε δροσίσει, Του μίλησα, Μη σε πάρει μόνο, Ο αέρας στροβιλίζει το καπέλο, έπεσε κάτου. Καλωσόρισες, σε τούτον τον κήπο γύρναγες, στα χάδια μιας λεύκας; Είν’η μουσική του νερού. Του ποταμού, Κάθε που χάνεσαι, στον ουρανό, με ψάχνεις. Ο ταχυδρόμος στην άκρη του δρόμου, Τον βλέπω. Δεν θ’αργήσει να’ρθει, Κι εγώ σου στέλνω, Την αγάπη μου, σε μια σταγόνα λάδι, Τα κεριά στη κάμαρα, Η γή στο φως της μέρας, Αγαπημένη μου, Ποιος φόβος σε τάραξε Να γίνω καράβι και αγκαλιά Μεσοπέλαγα, Λιμάνι να γίνω κι η θάλασσα, Που βλέπεις. Πλατιά να βυθιστείς, Με γεύσεις στο στόμα, Τις τρεις ευχές που στέλνω, Να’ναι τώρα εκεί κοντά σου, Ο κόσμος να’ναι λεύθερος, Κι εμείς στη νύχτα άγγελοι, Φεγγοβολάς στη σκέψη, Στην γειτονιά σου, Σε βλέπω, ζαλίζομαι, Η καρδιά μου γίνεται πουλί Κι εγώ γελώ, Βαθιά σημάδια, Πλατιά η θάλασσα, Μακρ

Χωρίς την εγκατάσταση

Και τι θα κάνουμε τώρα, Με ένα έργο μισό; Μας λείπει ο χώρος του Μας λείπει η αύρα του, Μας λείπει ο διάλογος Μας λείπει ο χορός. Τι να κάνουμε τώρα, Μ’ένα έργο βουβό, Τεμαχισμένο, μισό. Ηχούνε τα σήματα, Και πιάνει φωτιά, Λαμβάνονται κύματα, στέλνει καπνό Ακούγονται βήματα, Γελούν, Γελώ κι εγώ. Βρυξέλλες, 06.05.011

Στο ασανσέρ

Ω, αιώνιε Σε είδα στα μάτια πολλών Σε βρήκα στα χείλια πουλιών Αλλά δεν ήταν εσύ Ω, αιώνιε, Τι αυταπάτη, Τι ηδονή, Είσαι ακόμη εκεί. Βρυξέλλες, 3.05.011

Ο φόβος

Να τριγυρνάς με σύνεση στον δρόμο, να ‘ρχεται στη μνήμη σου τυχαία τι μέρα είναι και τι χρονιά. Με λέξεις που σου δώσανε, και τώρα που κατάλαβες χαμογελάς. Τι δίνεις; Το φανάρι κόκκινο και σταματάς, ακούς τον ήχο της πόλης, ακούς τις συζητήσεις. Φόβο. Πιάνεις πάλι τις τσάντες σου. Μια που είναι πάντα εκεί, μια άλλη που σου δώσανε να κουβαλάς, και περπατάς. Να γυρίσεις στο σπίτι, να φροντίσεις τον κήπο, μπορεί να δώσεις κάτι λίγο πριν να περάσεις πρέπει τα παπούτσια στον τσαγκάρη, πριν έρθει ο νοικοκύρης, να ξεσκονίσεις τα παπλώματα, να σταματήσεις στη στάση να κοιτάξεις την ώρα, να πάρεις τα παπούτσια απ’τον τσαγκάρη. Φόβος. Σταματάς, όχι δεν σταματάς. Μια ανάσα περιττή, μια ανάσα αναστάσιμη, ένας μικρός φόβος που ξενύχτησε στ’ακρογυάλι και κρύωσε, ένα σώμα ριζωμένο στον ουρανό, μια, και μια στο φεγγάρι. Φωτιά και σπίθες και ψάχνεις βροχή να τις σβήσεις. Κι αργοπορείς έτσι χωρίς ομπρέλα στη βροχή. Σαν φουντώνει, σαν φουντώνει το κερί, σαν πάει να σβήσει. Φόβος. ‘Ουθε Θάνατε, πο