η σιωπή των ποιητών τριγυρίζει τα βράδια στα παγκάκια μεταφέροντας τα δάκρυά τους σε ένα χώμα επιτέλους γόνιμο κι ότι αγάπησαν πιο πολύ – την υστεροφημία που με κόπο και καρτέρι γυάλισαν εώς ότου ξημερώσει μια άσπρη μέρα εδήλωσαν σ’εμάς τους αδαείς πως χωρίς πόδια και χωρίς δόντια χωρίς φωνή υπεράσπισης θα μένουμε στάσιμοι σε θέση αποκαθήλωσης
Ο ποιητής χρεώθηκε να τραγουδάει