Βρέχει στα περιβόλια τ’ουρανού. Σύννεφα σε τούτα τ’αλώνια κι αραχνούφαντοι πόνοι. Ποιος το περιμένε πως δάκρυζε ο Θεός. Πολύβουη σιωπή και μπόρα. Κι αν δεν ήταν οι αχτίδες στο πέλαο να χρυσίζουν -πανσέληνο βράδυ- θα ‘λεγες η φύση όλη δάκρυζε, ή έσπαγε σε κομμάτια πετρωμένα κι άκαμπτα κι ήταν απ’τις ρωγμές που έσταζαν σταγόνες. Το φεγγάρι κρύφτηκε μετά, από φόβο και θλίψη. Κοιτώντας το, στο βάθος, εμπέρδεψα τις πέτρες, τον ήλιο,τ’αστέρια και τη νύχτα, τα δάκρυα με τη θάλασσα. 25.07.010
Ο ποιητής χρεώθηκε να τραγουδάει