Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Απρίλιος, 2012

Η θυσία

Νύχτα στο λυκαβητό Θέα: ακρόπολη καίγεται η μέρα του ήλιου στο πολύτιμο σκεύος καίγεται η μέρα του ήλιου κάποιος πρέπει να θυσιαστεί κι εσύ εδώ ψέλνεις σου φωνάζουν εσύ εσύ ανόητη ανάκλαση καλή το σκότος έκανε στο στέρνο σου τα δυο σου χέρια ξερίζωσαν το κεφάλι από το σώμα μια φορά κάποιος πρέπει να θυσιαστεί κι αδύνατον τα χαμερπή όταν ανθούν να τα κλαδέψεις έσφαζε τον ουρανό η κραυγή αίμα ξεπηδούσε απ’τα παράθυρα έπνιγε της νύχτας τ’αστέρια Στα τσακίδια η θυσία άχρηστα όλα εκείνα που καταλαμβάνουν χώρο από τη γαλήνια σιωπή μου. Τίποτα δεν κατάλαβαν ακόμη θυσιάζουν σκοτωμένους.

Φύλλο πορείας

η βροχή ασταματάτη σπίτι με κόκκινες πόρτες παράθυρα επιστροφή από μνημόσυνο βαριά στην πλάτη η γή με λόγια γυρεύεις φτιάχνεις σιγοψιθυρίζω «κράτα γερά, κράτα γερά» και δάκρυα στο δωμάτιο δύο σώματα χορεύουν στο φως άνιση μάχη ανταρσία φωνάζουν ευθείς οι φαρισαίοι λάθος, λάθος τίποτε δεν αλλάζει και δεν θα αλλάξει ποτέ. μπουκωμένη διανόηση κόκκινα καραγκιοζάκια που φωνάζουν αέρα και πάμε και έλα και λίγο παραπέρα λέξεις χωρίς έρωτα έρωτα χωρίς χαρά καρχαρίες με μεγάλα δόντια ένα γυάλινο δοχείο γεμάτο υγρό σπάει γεμίζει τους δρόμους δάκρυα οι λαμπάδες φτωχή ελπίδα οι καμπάνες χτυπούν ξεπλέκω μονόχορδα πουλιά ταξιδεύω λίμνες κοντοστέκομαι ακολουθώ τα σημεία της άνοιξης χωράφια αν οργώνονται δρόμο κάνω πολιτείες γεμίζω τον κουβά λουλούδια μέσα στη νύχτα η βροχή ασταματάτη τα λιμάνια κλείνουν σε κάθε στάση χάνεται κι ένας ζωντανός ακολουθώ τις πινακίδες επιστρέφω οδυσσέα παρατηρώ το ξύλινο δάπεδο το σακάκι ξεχάστηκε πίσω από την πόρτα όλοι φορούν μαύρα κα

Αλώβητοι

με τη ψίχα της δίψας τα νεκρά τα μέλη να μετα-κινούμε για περπάτημα ακόμη στο δρόμο μέλι φτιάνουμε κουρέλια και ράβουμε γή η εξορία σε τούτο τον τόπο φωνή ή θα δεχτούμε ιθαγένεια ή θα καεί όπως καίμε τις λέξεις θυμίαμα που σπέρνει τον τόπο και ξεφυτρώνουν βλαστάρια όπως ένα άγαλμα στ’αγάλματα ψύχος και θέρμη μαζί που κόβουνε και ράβουνε τον ποιητή σταυρούλα α. γάτσου, βρυξέλλες 11.04.012

'Ατιτλο

άδενδροι Χωρίς ένα φύλλο και δεν ειν’φθινόπωρο άνυδροι χωρίς στάλα μυρωδικό σου γνέφουν κι ανθρώποι και πρέπει να μιλάς όσο γνωρίζουν τις λέξεις σου ή μένουν οι πληγές που σε ενώνουν και κάνει ξεχασμένες φωνές να σε ψάχνουν εκείνοι οι παλιοί μου φίλοι που αγαπούν που μ αγαπούν μες τη σιωπή στων χρόνων τις πληγές στην πλάτη σιωπή Το βράδυ να, πέφτει κι η ψυχή τραμπαλίζεται σε μια στιγμή βρυξέλλες, 6.04.012

σαράντα περπάτησα ουρανούς

σαράντα περπάτησα ουρανούς όρθια στο ίδιο σημείο από εκεί είπα ο ήλιος ή από αλλού εκεί που τελειώνει το φως δεν με ρώτησαν με κοίταξαν και χαμογέλασαν ο άντρας με το μπλε πουκάμισο κι ο άλλος με το κόκκινο παντελόνι του κι άρχισε τότε ένα βουητό και σηκώθηκε εκείνη σαν κεφάλι μέδουσας πρώτα φοβήθηκα όπως φοβάται κανείς στο προθάλαμο των πρώτων βοηθειών ανάβω την κόκκινη λάμπα κι από τα λόγια της ξεπηδάει ένα βυθός που με παρασέρνει κι εκείνο το πρώτο που με τρόμαξε τώρα ηρεμεί τρόμαξε πιο πολύ εκείνη ηρέμησε γύρισε το μεγάλο της πρόσωπο και είδα τα δάκρυά της στεγνά επάνω στα μάγουλά της και τους ναύτες με τα δαρμένα στήθια να την χαιδεύουν στους ώμους