Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2009

Απαίτηση

Είναι μια κίνηση του χεριού και ένα σιωπηλό, ξεκάθαρο βλέμμα Αν δεν ήσουν εσύ, θα έλεγα ότι είναι απότομο. Αλλά δεν είναι. Ξεδιπλώνομαι σαν φωτιά που ζητάει τροφή. έχω ήδη σκοντάψει, έχω ήδη χτυπήσει, πονέσει είναι οι πληγές μου ακόμη νωπές και στάζουν. Ξεδιπλώνομαι σαν τέτοια φωτιά. Κι είναι οι φλόγες της πάλι που ψάχνουν να βρουν τη νύχτα, τον ουρανό της. Φωτιά, κι ένα κορμί που επέζησε νωχελικά απαντά στο χτύπημα των χεριών σου, επειδή είσαι εσύ. Επειδή είσαι εσύ, γλυκά υποτάσσεται. Ένα σώμα που ξέρει μόνο να αφιερώνεται Ένα σώμα που είναι γεμάτο πληγές και αίματα, με γδαρμένους τους αγκώνες και πόνο στα γόνατα. Προχθές, να, μου φίλησες τον ώμο κι ανακουφίστηκα. ‘Άγγιξες την πλάτη μου κι ανάσανα. Και αναπνέω. Τσακισμένο από την κούραση κορμί, μα έστρωσες φώτα και δυόσμο και ξεκουράστηκα Και δεν είχα κλειδί και μου ‘δώσες το κλειδί σου. Κι άνοιξε η πόρτα. Μαγειρεύω στις αισθήσεις του αιώνα, με μπαχάρια, με κανέλα, και μέλι. Η απόλυτη κίνηση του χεριού. Η ακρίβεια της πρόσκλησής σου.

Tα δάκρυα

Κλαίνε τα δέντρα Αυτά που αγγίζουν παθιασμένα το χιόνι Φυσάει κι ένας αέρας. Σφίγγουν τα μάτια τους και κλαίνε Με τους παλμούς της ζωής που κυλάνε μέσα τους κρατώντας τη ζέστη απ’το χιόνι κρατιούνται όρθια και στον άνεμο και στο χιόνι. Στάζουν δάκρυα. Που χάνεται η αγιοσύνη μαρτυρούν, κι όταν χάνεται κι η αγάπη αντικρίζουν τα ξεραμένα φύλλα που έχουν χαθεί. Κλαίνε γι αυτά. 19.12.2009

Η νύχτα

Πάντοτε ήθελα να γράψω κάτι για τη νύχτα Για τη νύχτα κι όσο ξημερώνει να χαμογελά κι ακόμη πιο πολύ η νύχτα. Η νύχτα. ότι μας κοιμίζει και ότι κι αυτή και μας προστατεύει που υπάρχει κι έτσι είναι και το πρωί και χαίρεται που υπάρχει αυτή η νύχτα. Η νύχτα η όμορφη. Η νύχτα η ολόκληρη. Η ολόγιομη από φως. Γεμάτη καρπούς και όνειρα, και παραισθήσεις ζωής. Κι εκείνα τα χρόνια. Κι εκείνες οι νύχτες. Εκείνη κι η νύχτα.. Και μετά, μηδέν. 11.12.2009

Τιμής ένεκεν

Στο κο Σαραντάρη Και πως θα ζήσουμε λοιπόν χωρίς τα πέλαγα. Γιατί για τους βαρβάρους τους αφήσαμε πλάι σε ένα λιμανάκι. πίνανε μπουκάλια τσίπουρο και τραγουδούσανε τους άκουγα από μακριά όσο απομακρυνόμουνα περπατώντας στ’ακρογυάλι. Κι η θάλασσα στ’αριστερά μου κι εγώ να σκουντουφλάω βότσαλα. Στη μέση του δρόμου, ο ήλιος ακόμη έλαμπε λίγο, σε είδα να με περιμένεις, προχωρώ με βήμα ταχύ για να σε συναντήσω. Κι έτρεξες κι εσύ σε μένα. 10.12.09

Μαρτυρίες

Για το χρόνο που κυλάει κι αυτούς που τον μετράνε. Για τους δρόμους που στολίζονται με ιδέες και όσους μάθαν να τους περπατάνε. Για την αγάπη μου που χάνεται στα μπράτσα των φοβισμένων αγοριών που νιώθουν άντρες. T’αμούστακα παιδιά που πιάστηκαν στο παιχνίδι, μια για τη γάτα και μια στη φάκα. Γιατί σου είπα να προσέχεις και με άκουσες. Για τ’αγγελούδια που μου πιάνουν το χέρι κάθε που φοβάμαι για εκείνες τις λέξεις μέσα απ’τις δυο ανάσες εισπνοή, εκπνοή. για μιαν ανάγκη, όχι για εξέγερση και αίμα, ούτε για πόλεμο ή φτώχια, πόνο ή θάνατο. Μα μια μικρή κατάθεση υπεράσπισης στη δίκη των λέξεων. 7.12.2009

Δρόμοι

Για όλα τα περασμένα, έχουν γίνει δηλώσεις πως κατηφόρισαν τώρα μονάχα σε έναν παράδρομο και περιμένουν μια να περάσει η πορεία ή να περάσει η μπάντα. Κι αν βγαίνανε στους δρόμους με τα χεριά ανοιχτά και χαμόγελα; Θα χειροκροτούσα κι εγώ Θα χαμογελούσα κι εγώ Κι όλοι. Θα χαμογελούσαμε. Μια Κυριακή πρωί και ένα όμορφο δειλινό επάνω από τη θάλασσα. Ένα δειλό ταίριασμα των δακτύλων. Μια όμορφη συνοικία στον ουρανό. Ένα νέο αγόρι, αξύριστο από το περπάτημα των ημερών επάνω του. Ένα ζεστό χαμομήλι που το φυσάς απαλά να κρυώσει. Κάποιοι άνθρωποι που ορίζοντα έχουν τα όμορφα πράγματα και ψάχνουν και κοιτάζουν στον ήλιο. 6.12.2009

Τ’ουρανού

Για όσα έχω να πω δεν έσταγε μια σταγόνα ούτε η θάλασσα κι ούτε τα βαπόρια στάζανε καπνό. ιδιοτέλειες, κοινοτυπίες. μαζεμένες κουρτίνες πίσω απ’το φως. έσταζαν τα μάτια σου. 28.11.2009

Στον κύκλο του φεγγαριού

Ένα βαλς Σε ρυθμό, τιτλοφορώντας τη μνήμη Κι εγώ να θυμάμαι γι αγάπη που άγγιζες λες τα δυο σου χέρια μέσα στο κρύο δυο χέρια και δυο παλάμες σε ένα κουρνιασμένο πρόσωπο. Πόσα λίγα λόγια και τόσα πολλά. Και μέρες και νύχτες με σιγανούς ψιθύρους, τινάγματα, δάκρυα Μα δεν θέλω να σε κάνω να κλάψεις. Και που μου μιλούσες για ουρανούς και θάλασσες. Και «μάλιστα» και «ορίστε». Και καλησπέρα σας. Πια μουσική και ποιος άνθρωπος να την σφυρίξει. Πια μουσική και ποιος άνθρωπος να τραγουδήσει. Μια μεγαλώνει και μια μικραίνει Σαν εκείνο το τραγούδι που δεν ξέρω πως Και πάει και βρέχει αδερφέ μου. Κι εγώ χορεύω. Πάλι. 24.11.2009

Αναπνοές

Περιγιάλι, περιγιάλι Βλέπω πάλι τη θάλασσα Κι έναν ωραίο ουρανό Να κυματίζει σημαία της Τριγυρίζει πλάι του ένας καπετάνιος. οι γλάροι του ‘μαθαν να κολυμπά και για τη θάλασσα μην έχοντας μάθει όμως ποτέ πως χορεύετε ένα βαλς κάθονταν πάντα στην άκρη της αίθουσας να καπνίζει τη πίπα του. Με τον μεγάλο ουρανό στους ώμους του και τους γλάρους να τον συνοδεύουν σε κάθε πτυχή του φεγγαριού. Μόνο κάτι τραγούδια ήξερε, τα ψιθύριζε κάποια βράδια που ένιωθε μόνος Κοιτούσε τ’άστρα μοναχικός και όμορφος, απελπισμένος από την ομορφιά της νύχτας, και τα σκυφτά μάτια των ανδρών όταν γυρνούσαν από μια νύχτα στο λιμάνι. τον ήχο της άγκυρας. Και που να κατέβω, σκεφτότανε. Ένα καράβι όλη μου η ζωή. Είναι που η θάλασσα με αγκάλιασε και μένω εδώ. Κι οι λέξεις; σταγόνες που φεύγουν από τα χέρια μου σαν μικρά πουλιά Πως μιλάς περίεργα, μου λένε. Σαν ποτέ κανείς τους να μην έκατσε να δει πόσο όμορφα πετάει ένα χελιδόνι, φθινόπωρο μέσα στην πόλη. Φορές κατεβαίνω στο λιμάνι, προς τη φορά της θάλασσας, μετά γυ

Αναγγελία μιας μνήμης

Προσέχεις; Προσέχεις λίγο; Να προσέχεις. Τα χαλάκια στην πόρτα. Τις σημειώσεις στο ψυγείο. Τη βουή των άστρων. Και τα κόκκινα μήλα στον Παράδεισο. Το χρώμα της πόρτας Το κυπαρίσσι στον απέναντι δρόμο, τους φίλους του. Λυγερά και σταθερά κυπαρίσσια. με τα πόδια να τρίβουν τη γή που τους κρατάει. Και να ορθώνονται μέχρι τον ήλιο. Να προσέχεις την πόρτα, το χρώμα της, τη στιβαρότητά της. Την άνεσή της με το μέλλον. Δια χειρός. Αν μου λες ναι, πως προσέχεις, και τα μάτια σου κρατάς ολόρθια - πόσες πέρασαν ματωμένες Κυριακές - ( τότε ) να προσέχεις καλέ μου. Ένα ηλιοκαμένο κορμί επάνω στο τραπέζι που ξεδιπλώνεις και μαζεύεις πάλι ξανά. Μικρά κουνήματα της άνω βλεφαρίδας Τυχαία Μικροί αναστεναγμοί. Μικρές στιγμές της μνήμης. Κυλιόμενης, φορές, στο μέλλον ή στο τώρα. Μεταφράζοντας στην ίδια γλώσσα ότι θυμάσαι πως έγινε και ήσουνα μάρτυρας εσύ. Να προσέχεις. Άκου τον ήχο που κάνουν τα κρόσσια. Ξύλινο. Για το χαμόγελο μιας δουλτσινέας Κι ένα όμορφο κυριακάτικο απόγευμα στη θάλασσα. Να προσέχω

Πόσο φοβάμαι

Αν φτάνει δε ξέρω τα λόγια λίγα. Χωρίς γιρλάντες Χωρίς αστεία Τελείες, χωρίς κόμματα. ερωτηματικά. Άηχα ερωτηματικά. Μεσ’το λαξευμένο φεγγάρι του νοέμβρη. Ετοιμόρροπες κατασκευές έλεγες. Κι εγώ ακόμη έχω τα πόδια μου και τα χέρια μου, κι εκεί να σηκώνουν αυτά τα λίγα τα αόρατα μάτια. Στα μάτια μου δες. Αντικείμενες οι εκπτώσεις του έρωτα Δεμένες μέσα στα μάτια μου. Γι αυτό κλαίω. Απρόοπτα, απρόσιτα, και απομακρυσμένα, Ήταν τα γέλια. Ήταν τα ίδια με τα λόγια γεμάτα με άηχους πόνους, γεμάτα σιωπή. Σφύριζες τα βράδυα κι έκανα πως άκουγα το τραίνο. 9.11.09

Η Επιστροφή

Στην απαγορευμένη πόλη Κάθετε ένας ποιητής και γράφει Σε χώρους μακρινούς Χώρες, λένε Πόλεις, νησιά Και θάλασσα Πρέπει να διασχίσεις Και να περάσεις. Αλώβητος από το φεγγάρι του Νοέμβρη. Και να’σαι όρθιος. Κι αυτό το θαύμα, σε κάποια βιβλία έχει υπάρξει. Σε κάποιες λέξεις μπήκε. Σ’αυτές που έγραψε, σ’αυτές που φυγαν απ’τα χείλι σου, σε όσες δεν ειπώθηκαν. Κάθεται ο ποιητής και γράφει. «Ποιητή μου!» . Είδα βουνά. Είδα μέρες να σφάζονται και να πεθαίνουν. Ελπίδες να ξεριζώνουν οι ίδιες τα σπλάχνα τους. Σαν έν’αγρίμι μεσ’το δάσος τα ουρλιαχτά τις νύχτες στη βροχή, γύρω σιωπή. Κι ένας πόνος βαθύς. Σαν το θρόισμα των φύλλων ενός δέντρου. «Ποιητή!» «Ε, Ποιητή» Μετά πέρασα τις λίμνες. Σαν ένα βαθύ σημάδι στον ουρανό της μνήμης μου. Αστράφτει μερικές φορές στον ήλιο. Μα, είναι μόνο κάποιες λεπτομέρειες που λάμπουν στο φως. Είδα λιακάδες πρωινές, που γιάτρεψαν τις πληγές μου Πέρασα ποτάμια. Κυλαριστά ρυάκια να γίνονται, να χάνονται κι έπειτα να παχαίνουν και να ρέουν σαν ένα, εμπρ

Υστερόγραφο

Μαρία μου. Κάθε φορά που κάνουμε έρωτα, πέφτει ένας μεγάλος πέτρινος τοίχος στον κόσμο, κατεβαίνουν στους δρόμους πάλι τα παιδιά κι είναι Δεκέμβρης. δεν έχουμε χρώμα στα χέρια μας, κι ούτε έχουμε αίμα. Δεν είμαστε ντυμένοι στα μαύρα, Δεν είναι πένθος. Στα καφενεία τον πόλεμο τον κάνουμε τον Αύγουστο με τα πράσινα δέντρα μας, τη γαλάζια τη θάλασσα, τα όνειρα μας το κομμάτι της φύσης μας, κι ας ήταν φθινόπωρο, κι ας βρέχει Με το κορμί μου να λιάζεται στη θάλασσα μόνος παλεύω για να σε βρώ. Κι αν χω γίνει μακρύς κι ατελείωτος χρόνια μετά, τρελός, πώς καταφέρνω να ζω τόσες μέρες και τόσες νύχτες μαζί σου χαϊδεύοντάς σου τα δάχτυλα φιλώντας σου τους αγκώνες κάθε φορά που κάνουμε έρωτα και το μέγα το φως μας περικλείει Μαρία μου όσο αντέχαμε τον πόνο. Μετά μάζευε η γειτόνισσα την μπουγάδα, έδινε ένα κίτρινο νόμισμα στον γύφτο κι αυτός έπαιζε γλυκά τραγούδια όλη νύχτα στο περβάζι της. Κάθε φορά που κάνουμε έρωτα Μαρία, γινόμαστε άνθρωποι από τον πόλεμο αυτό και πάλι κλαίω που δεν έχω μάθει ακ

Στο τραγούδι του γύφτου

στο παραπέρα του δρόμου ήρθε ένας γύφτος με βιολί. «ε ήλιε, ήλιε μου Με κάνεις και γυρίζω μεθυσμένη, με κάνεις και παραπατώ, με κάνεις ν’ αγκαλιάζομαι στ’αστέρια, με κάνεις και φιλώ τον ουρανό » Και είναι τούτο το τραγούδι μου, και σιγοτραγουδώ. Ουρανός και βράδυασε, να λες απόψε, Ουρανός και νυχτώνει. Να μου πιάνεις το χέρι και να περπατάμε παρέα νύχτα στους δρόμους της πόλης, να γυρίζουμε με γιομάτη την καρδιά, να σφυρίζει η μοναξιά και ο έρωτας, να συμφωνούμε μήπως κατέβουμε στη θάλασσα πριν πάμε σπίτι για ν’αγαπηθούμε. Ο βιολιστής που τραγουδάει όλη νύχτα. κι εγώ που είμαι μεθυσμένη και παραπατώ, Με τα χέρια μου τα διψασμένα, και τη μυρωδιά της θάλασσας που έχει ξεθάψει όλες τις πληγές μου, σιγοψιθυρίζω «ε ήλιε, ήλιε μου, Με κάνεις και γυρίζω μεθυσμένη, με κάνεις και παραπατώ, με κάνεις ν’ αγκαλιάζομαι στ’αστέρια, με κάνεις και φιλώ τον ουρανό» από τη θάλασσα μέχρι τα γιασεμιά ταξιδεύουν τα φιλιά μου κι από τη γη μου μέχρι τον ουρανό. 31.10.09

Και τι είναι η αγάπη, αγάπη μου;

Επάνω στη σκάλα Εκεί κατοικεί ο Αύγουστος. Των χειλιών σου τ’ακροφίλημα σφίγγει στεγνά τις χειροπέδες μα μετά σπάνε τα κάγκελα, πέφτουν οι τοίχοι και γκρεμίζονται οι φυλακές όλου του κόσμου μένει ο έρωτας κι ο πόθος ο αγνός, ο λαμπερός, ένας ήλιος και μία η θάλασσα. πώς να χωρέσει μια ψυχούλα μόνη όλη μια θάλασσα που σκάει επάνω στα σώματα μας. πως ζεσταίνει ο ήλιος εκεί που σκάει το κύμα η σιωπή της αγάπης δεν έχει ανάγκη άλλον απ’τον Αύγουστο αγάπη μου και τα χρωματιστά βραχιόλια σου. 30.10.09

Επιστολή νο2

Καλέ μου, Μήνες τώρα περάσανε, που νοίκιασα μόνη κι εγώ, σπίτι στη γειτονιά σου. Και τυχερή. Γιατί περνώ τις νύχτες μου ν’ ακούω τα βήματά σου. Μα, μέρες τώρα, νιώθω να ‘ρχεσαι, σε ώρες ακανόνιστες, με βήματα μπλεγμένα, μεθυσμένα, ο θόρυβος στην είσοδο, το ανέβασμα στη σκάλα. Περνάς από την πόρτα μου, κοιτάζω απ’το ματάκι, χωρίς φωνή, με βλέμμα κάτω, χαμηλό… και πως αναστενάζω. Μήπως δεν ένιωσες την Κυριακή; δεν άκουσες; δεν είδες; Καλέ μου, πως καίγομαι για σένα. ο πόθος μου ένα τριαντάφυλλο, σκορπίζω κάθε βράδυ, πέταλα, επάνω στα σκαλιά. προχτές επίτηδες το έκανα και άφησα στην άκρη τον κουβά για να τον δεις, μήπως τον παρασύρεις, ή για να βάλεις κάτι μέσα του ψιχαλίζει και είν’ οκτώβρης το φεγγάρι είναι απόψε όμορφο κι ολόκληρο και γήινο, στο φως του, θα’ρθω να σε βρω θα γυαλίζει στα μάτια σου κι εγώ θα πίνω από την πηγή σου καλέ μου, όπως την πρώτη φορά που πέρασα τυχαία από το στενό σου, κι έπεσες πάνω μου, χαμένος, αναμαλλιασμένος, κατακόκκινος, μ’ εκείνο το όμορφο πλατύ χαμόγ

Οι ποιητές

Σε όσους δεν αντέχουν να δικαιώνουν τον έρωτα Ξημερώνει. Με ένα ή δυο σπασμένα κομματάκια της νύχτας βγαίνει πάλι καινούργια η μέρα. Στριφογυρίζει στα σεντόνια και στα μαξιλάρια του ύπνου μου και γαργαλάει με πάθος την καρδιά μου, τα μάτια μου. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια, χαιρέτησε τους γειτόνους κι έκατσε πλάι στη σκάλα να μαδάει μια μαργαρίτα όλη νύχτα. Κι όταν τελειώνει η μια, να βρίσκει κι άλλη και να την μαδάει κι αυτήν. Στιγμές που σουλατσάρω, βρίσκω τα πέταλα, χωρίς να μπορώ να καταλάβω τελικά, μ’αγαπά, δεν μ’αγαπά. Κι ούτε κι αυτή να ξέρει. Κι έτσι να φεύγει πάλι, και πάλι να ‘ρχεται το βράδυ. Μα όμως, μετανιώνει, και ξημερώματα έρχεται και κουλουριάζεται ξανά στο πλάι μου. Κάποιος μου σφύριξε τελευταία, πως αυτό συμβαίνει κάθε νύχτα στη γειτονιά μας. Πως στέλνει ο ήλιος μια κοπέλα λέει, χλωμή σαν το φεγγάρι, και τρελαίνει όσους αθώους εραστές βρει στο πέρασμά της. Τους βασανίζει, κι έτσι κάθονται και γράφουν μοιρολόγια για την αιωνιότητα. Κάθε βράδυ. Και είναι ο πόνος που τους παρα

Τις νύχτες σκέπτομαι

Εγώ δεν ήξερα που έμπαινα Έτρεχα σαν το ναυτάκι που πρωτοπιάνει στεριά Κι έδεσα με τα κύματα στον κόλπο Κι ήταν θάλασσα, κι ήταν Αύγουστος Κι αν τώρα κάθουμαι και τα σκέπτομαι κι είναι οκτώβρης, μη νομίζετε, είναι που μαγεύτηκα. Μια κόρη ηλιογέννητη με μάγεψε. Κι ο ήλιος. Ο ήλιος και η θάλασσα. Και τα μάτια σου. 26.10.09

Η συγγνώμη

«Δες όμως, Δες, τι όμορφα, τι ωραία που είναι τ’ αστέρια!» Τι όμορφα που ήταν τ’αστέρια. Σε κοίταζα. Πιότερο κοίταζα τη χαρά σου. Τ’αστέρια γινόντουσαν στάλες στα μάτια σου. Δε βλέπαμε μακριά, ήτανε νύχτα. Μα τ’αστέρια λάμπανε. Σηκώναμε τα μάτια μας στον ουρανό Από συγκίνηση. Τι όμορφα που είναι τ’αστέρια έλεγες. Κι εγώ δεν είχα κάτι να πω, γιατί πώς να αγγίξω τη καρδιά σου, χτυπούσε τόσο που πέθαινε, ξαφνικά. Και ζούσε μαζί όλη τη φλόγα των ψυχών. Γινόταν ένα αστέρι κι έφευγε μακριά μου. Και θύμωνα. Θύμωνα και σου φώναζα, - τόσο μικρός εγώ, τόσο μακριά απ’ τ’αστέρια. «Δες όμως, Δες, τι όμορφα, τι ωραία που είναι τ’ αστέρια!» Ψιθύριζες με τρεμάμενη φωνή, με φόβο. Έτρεχες σαν νεογέννητο αγρίμι που έχασε τη μάνα του, που δεν την είχε γνωρίσει ποτέ. Κι εγώ σου φώναζα. Όλο και πιο πολύ. Μήπως κι η φωνή μου σκεπάσει τ’αστέρια, σκεπάσει την άβυσσο. σκεπάσει τον πόνο. πες, πες, πες ..τι ωραία που είναι τ’αστέρια πες, να λάμψουν τα μάτια σου. Άνοιγες τις παλάμες σου, αν ήταν και πέφτουν, να π

Οκτώβρης

Η αγάπη μου είναι σαν ένα σύννεφο που άφησε μια ολόκληρη χώρα στον ήλιο της για να ρθει να ξημερώνεται μαζί σου. Και βρέχει. 24.10.09

Το μοιρολόι του ταχυδρόμου

Μια μέρα κι αν, Μια μέρα κι αν ήταν και πρωί, Αχ μάτια μου. Μια μέρα ράγισε η καρδούλα σου. Τα κυπαρίσσια τα ψηλά τριγύρω σου κάμανε φωλιά. Αχ καρδούλα μου. Κει που πάω το γράμμα σου ν’αφήσω Αχ καρδούλα μου, Βρήκα ένα άλλο όνομα στο σύρτη Ένα άλλο όνομα, καρδούλα μου, Ένα όνομα ξένο. Μια μέρα κι αν, Μια μέρα κι αν ήταν και πρωί, Αχ μάτια μου. Και μένω τώρα με το γράμμα, Με το γράμμα σου, ματάκια μου. Νέα δεν έχει, Νέα δεν έχει σήμερα να παραδώσω. Αχ καρδούλα μου. 18.10.2009

Κτήση

Αγαπημένη μου, Τόσες νύχτες έχω περάσει πλάι σου και μέσα μου βρύχεται η βουή της ψυχής του κόσμου. Ήταν πάντα εκεί μα με φόβιζε χρόνια πολλά. Ενώθηκα μαζί σου κι ο φόβος μου έγινε ανάγκη ν’αδράξω το φως, αντίλαλος η ελπίδα. Χρόνια αδυνατούσα να βγω στο κήπο, ν’ανοίξω τα παράθυρα στη μέρα, να βγω στο φως. Η γαλήνη με βρήκε μια νύχτα κι άλλες μέρες πολλές αργότερα, και μ’εβρισκε πάντα, ν’ανυψώνομαι σαν άνθρωπος αγνός, παρθένος. Κουρασμένος από την πάλη, ακούμπησα λιγάκι στον ώμο σου – ακούμπησες κι εσύ στο δικό μου. Λύγισες λίγο, λύγισα λίγο κι εγώ και βρεθήκαμε στη μέση της απόστασης που ενώνει και χωρίζει το άπειρο και το μηδέν, το τίποτε και το όλο. Γεννήθηκα ξανά κι ένα φτερό γαργάλησε ελαφριά τα ματόκλαδα και τ’αυτιά μου. Απότομα σ’ακούμπησα – φοβήθηκα κι εγώ μα η ζέση της έκστασης και η αγνότητα των αισθήσεων, δομημένη πια, και ξεκάθαρη, τράβηξε από τα μέσα μου όλη την ανάγκη για ζωή που τρέχει στο αίμα όλων των ανθρώπων, των ταξιδευτών, των ξένων. Το ποτό που αναζητούν οι αν

Ενυπόγραφη Επιστολή στον ¨Ήλιο

Παρεδόθη. Κράτησα στο ένα χέρι όλες τις θύμησες, ξεκούμπωσα το πανωφόρι σου. Φύσηξα στο στέρνο σου απαλά Έσκυψα να φιλήσω αργά τα δυο σου χείλια Τα χείλια μετά γίναν ώμοι Τα χέρια μου εργαλεία Η φωνή μου εξαπάτηση της λήθης Οι πνοές σου ψίθυροι-αστέρια. Το στόμα μου καράβι, και το κορμί σου θάλασσα Το σώμα μου πλατάνι. Τα πόδια σου αγκαλιά. Τα γόνατά σου πληγές για φίλημα Τα στήθια σου νησιά φοβισμένα Λιμάνια τα σημεία σου, μεσθάγκωνα, οι καρποί σου. Κι η γλώσσα μου φταίχτης των ουράνιων στεναγμών σου, στη ρίζα των λέξεων. «Παράδοση» φωνάζει ο ταχυδρόμος 18.10.09

Το τραγούδι

Το βράδυ σήμερα, Το βράδυ σήμερα κι απόψε Θα’ρθω να σου φιλήσω τα μαλλιά Τη νύχτα σήμερα, τη νύχτα σήμερα κι απόψε, τα χείλι σου να κλείσω. Απόψε σαν βραδυάσει Θα ‘χω στα χέρια γιασεμιά και στο κορμί μου μπόρα. Να γιάνω την καρδούλα σου Θα ‘ρθω απόψε, θα ‘ναι αργά, θα ‘ρθω μέσα στη νύχτα 15.10.09

Το γράμμα

Μαρία μου, Σε γλυκοφιλώ. Στα χείλι, τα δυό σου χέρια, Παναγιά μου. Τα γυμνά σου γόνατα, τους αστραγάλους σου. Στα πόδια σου, Ο κουβάς με το νερό ήταν της γειτόνισσας από το παραδίπλα παράθυρο. Φοβάται η καημένη μερικές φορές τις νύχτες Της φάνηκε σαν μοιρολόι κι έβγαλε τον κουβά και σ’έβρεξε. Εκείνο το τραγούδι. Δεν το’θελε. Εγώ βρήκα τον φάκελο κολλημένο στο γραμματοκιβώτιο. «Επιστολή νο 3». Ας είν’ καλά κι οι γειτόνοι. Γι αυτό σου λέω Μαρία μου, Γι αυτό σε γλυκοφιλώ Σε φιλώ, Πιάνω τον φάκελο, πάω να τον κολλήσω, δεν έχω διεύθυνση για να τον στείλω. Άφησα το γράμμα μέσα στη γλάστρα, στην είσοδο του δρόμου. Ήρθε ένα κορίτσι ένα βράδυ, κι έψαχνε, νύχτα, μέσα στα λουλούδια. 13.10.09

Επιστολή νο 1

Για να σε δώ, Έτσι, Λιτό, απέρριτο, να βασιλεύεις στη γή μου, γι αυτό ήρθα. Σε φιλώ, Μαρία 12.10.09

Επιστολή νο 3

Παρέλαβα προχθές, ένα περίεργο γράμμα με τίτλο έναν αριθμό επιστολής. Στον καθρέπτη μπροστά Μετράω και παρατηρώ μία, μία τις πληγές Από κάθε σφαγή στην πάλη του έρωτα σου. Τις ξεθάβω όλες – γεμάτο το σώμα μου. Κι όσο το αίμα ξεπηδάει κάθε που αντανακλάται, γίνεται όλος ο καθρέφτης κόκκινος. Είναι στιγμές που καταφέρνω να γεμίζω ευγνωμοσύνη, αντιλαμβανόμενη το βάθος αυτών, Και τυχερή νιώθω, Πως δέησα αυτή τη στιγμή. Μπροστά στο απροσδόκητο, το αφανέρωτο και το εκπληκτικό, να πρέπει να βρω καινούργιες λέξεις κι αποχρώσεις του απέραντου. Να μπορώ να βγάζω από την παλέτα των χρωμάτων μου, τέτοιες όμορφες λέξεις. Και ποιοι; Οι θνητοί. Να γεύονται αναζήτηση και τέτοια δόνηση ζωής. Γι αυτό σου λέω, Τι κι αν μου πέταξες γεμάτο τον κουβά με το νερό όσο σου έκανα καντάδα. Ξέρεις τι ωραία είναι να γνωρίζεις έναν άνθρωπο, που να σε κάνει να τραγουδάς ακόμη, να μη σταματάς, με το πιο ευτυχισμένο χαμόγελο του κόσμου, ακόμη βρεγμένος; Κι είναι στιγμές που χρειάζομαι να μετρήσω πόσες πολλές πληγές, κα

Πραϋντική ωδή στους σαλεμένους εραστές (πάει τόσος καιρός)

Πάει τόσος καιρός, Ήταν σίγουρα σε μια άλλη ζωή Ίσως δεν ήμουν εγώ Πιθανόν. Γελούσε η ψυχούλα μου Όταν απόσταζα στα δυο σου χέρια Που κούρνιαζα στον ώμο σου Ανάσαινα. Συσπάσεις της ύλης μου στο άγγισμα σου. Μια ρουφηξιά, δυο… Οι λέξεις, πάντα λίγες και πάντα μισές. Γή γεμάτη λόφους και βουνά, πλάι στη θάλασσα. Ίσως δεν ήμουν εγώ. Κι οι μέρες που περνούν, γιομάτες ζωή, ίσως είναι κάποιου άλλου κι αυτές. Κι οι φωνές, και τα χάδια και η λύτρωση, κι οι νύχτες. Κι η αγκαλιά μου. Η υπόκωφη σιωπή της ευτυχίας. Η αγάπη. 10.10.09

Εκεί που συζητάς για μένα

«ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ» Δημήτρης Δημητριάδης Εκεί που συζητάς για μένα Με ένταση, Με παραμελημένα μαλλιά, Κι αφουγκράζεσαι τους χτύπους. Μια του ρολογιού, Και μια τις σταγόνες της βροχής Επάνω στο παράθυρο. Επάνω στο τζάμι. Εκεί περνάω με κόκκινο, Και κάνει την ψυχή να λικνίζει, Να δακρύζει, Να χορεύει σαν άγγελος. Ποτέ δεν κατάφερα να ξεχωρίσω αν ήταν από χαρά ή από πόνο αυτός ο χορός. Εκεί, Ταξιδεύει μια μικρή στιγμή Επάνω στη θάλασσα, Μπλεγμένη με ένα χρωματιστό σχηματισμό καρδιάς επάνω στην άμμο, Η μια προσπάθεια ν’ αφουγκραστεί μηνύματα του αέρα. Κι αφού, καράβι κι αυτή, φουρτούνες πιάνει, χορεύει. Σαν άγγελος. Μα πως να το καταλάβουν εκεί που συζητάς για μένα. Κι έτσι σιωπάς. 07-08.10.09

Με τα μάτια κλειστά

Τα χέρια, πιότερο οι παλάμες κόλλησαν στα δυο μου μάτια Με τρόπο έντασης και ένα πρόσωπο οδύνης Χωρίς ήχο. Από μακριά μπορεί και φαίνεται σαν ένα παιδί που ξεκουράζεται. Πρέπει να έρθεις να δεις από κοντά. Τις χαραματιές στο πρόσωπο, με το πικρό χαμόγελο του πόνου. Όλο το επεισόδιο διαδραματίζεται σε στάση σχεδόν γονυπετής Και η πλάτη κολλημένη στον τοίχο Και τα μπούτια να αγγίζουν στην κοιλιά. Μαζί με τα δάκρυα που δεν τρέχουνε. Την κραυγή που δεν βγαίνει, και που δεν ακούγεται Κι όμως οι παλάμες ν’ αγκαλιάζουν τα μάγουλα όπως η νύχτα τ’αστέρια. Κι όταν πάλι ήταν ήλιος που φώτιζε, ο τοίχος έριχνε μια σκιά κι έλουζε τις παλάμες. Ξεκλείδωνε τα γόνατα χαλάρωνε την πάλη της μέσης και συγχωρούσε την ατελή μου μνήμη. Μόνο τα δάχτυλα ενωμένα ακουμπούσαν στα μάγουλα. Τα μάτια ήταν ακόμη σφιγμένα. Κλειστά. Η ιστορία μιας ονειροπαγίδας που έγινε νύμφη επειδή μέθυσε με την γοητεία της φύσης, από τα χάδια μιας λεύκας που έπαιζε με τ’ακροδάχτυλα της λίμνης, καλοκαίρι. Για όσα πέρασαν και άφησα δεν

Έλα μαζί μου (Η πρόσκληση)

Μια παλάμη ανοιχτή, Κι ένα πλατύ χαμόγελο Μια πρόσκληση. Δες εδώ πιο κάτω, τι όμορφα φαίνεται η πλατεία Τα φώτα και στο βάθος η θάλασσα Σαν να καθόμαστε στη νύχτα με χιλιάδες ψυχές στην πλάτη μας Στους προμαχώνες της μνήμης. Πόσο πολύ και πόσο λίγο, ο χρόνος είναι ατελεύτητος δεν μπορείς να πεις. Τα σκαλοπάτια πέτρινα με λευκές ασβεστωμένες περιχαράξεις, Καλοκαίρι θαυμάτων, κι ένα ελαφρύ αγέρι του. Έλα και κάτσε δίπλα μου, να σου δείξω, μοσχοβολά το γιασεμί, Βλέπεις; Στο τέλος του δρόμου, πέρα από τα σπίτια. Δες. Εκεί που τα φώτα διαγράφουν ένα σχεδόν, μισό κύκλο, εκεί, είναι η θάλασσα. Κι εκεί ένα καράβι, πιο πέρα με εκείνα τα φώτα που χάνονται, κι απομακρύνονται. Αύριο το πρωί όμως, άκου, να βάλουμε γκαζάκι. Να κάνουμε καφέ. Να βγάλεις τα κουλουράκια, εκείνα με το αμύγδαλο. Να κάθομαι στην πολυθρόνα, κι ας τρίζει. Το αεράκι να με χαϊδεύει από το παράθυρο και να σε βάζω να κάθεσαι στην άκρια να μην κρυώνεις. Να μουδιάζει έτσι το σώμα μου, από τις λάμψεις του φεγγαριού που έχουν καθίσε

Εκείνο το ταξίδι στην Ολλανδία που κάναμε

Εκείνο το ταξίδι στην Ολλανδία που κάναμε (;) Αναρωτιέμαι φορές Σαν τους στρατιώτες που τους δώσαν στα χέρια από ένα λουλούδι. Κι αν κάποιος έλεγε, εγώ μυρίζω γιασεμιά. Μαγευόσουνα. Κι ένας ορίζοντας μεγάλος ανοιγότανε, διάφανος. Ένα μεγάλο ταξίδι. Με τη ζέση που οι σειρές των δέντρων, σαν μαγνητάκια, με πίεσαν στοργικά κι έβλεπα πάλι έναν δρόμο. Με τις απουσίες τις δευτερεύουσες, τόσο έντονα, κι απών. Κι εκείνο το ταξίδι στην Ολλανδία. Με τις σειρές των κορμιών που οδηγούσαν στη θάλασσα Χωρίς ματαιότητα ή κυριότητα. Χωρίς κτήση πέραν μιας πλατειάς χαράς, και λίγο ήλιο να σε ζεσταίνει επίμονα. Ακόμη γράφω μερικές φορές, με κραγιόν, στους τοίχους. 26.09.09

Τα πράσινα φανάρια

Ξέρω ότι υπάρχεις χρόνια τώρα. Ηχείς σαν καμπάνες της νύχτας, Σαν τους αγγέλους. Οργισμένοι, με ένταση, πονεμένοι. Πανέμορφοι. Με τα μάτια, τα τόσο όμορφα μάτια. – πόσο να το πίστευες στ’αλήθεια. Στ’αλήθεια. Που γυρνάει σαν τον καραβοκύρη στην βάρκα του, στην θάλασσά του. Μα δεν είναι σαν τα δικά σου τα μάτια. , Τα μάτια σου. Οι εξάψεις ειλικρίνειας, ντροπής, και μάζεμα. Αυτά είναι τα καλέσματα. Αυτά είναι τα φανάρια. Καλέσματα. . Το φως τους, αν τ’αναγνωρίζεις, Και ποιος να το πίστευε στ’αλήθεια πως φώτιζαν τα πράσινα φανάρια, στ’αλήθεια. 24.09.09 - Βρυξέλλες

Η νύχτα στον έρωτα

Ξημέρωσε Σάββατο Τα σεντόνια μου Είναι γεμάτα λυμένες εξισώσεις όλης της εβδομάδας Δεν έχεις ξυπνήσει ακόμη.Αναπνέεις. 12.09.09

Περίμενέ με

Περίμενέ με, Ξέχασα τα κλειδιά επάνω στο ψυγείο, Δυο λεπτά δεν θ’αργήσω Περίμενέ με Ακού, Ναι, μη φύγεις Να, δυο λεπτά Μήπως καταφέρω να ορθώσω τα μάτια μου για να σε κοιτάξω Μήπως το καταφέρω Έσπασε και το τακούνι μου και πρέπει ν’αλλάξω παπούτσια. Περίμενε, περίμενε… Άφησα και τις κάρτες μου επάνω στο τραπέζι, Δυο λεπτά, δεν θ’αργήσω Κάτσε λίγο, ξέχασα την ομπρέλα μου στο αμάξι σου και θα βραχώ. την ψυχή μου στα γόνατά σου και βρέχει. την αγάπη μου στο πάγκο της κουζίνας σου μέσα στην κούπα του καφέ κι έχει πάρει να βροντάει. Στο κρεβάτι σου άφησα τις αστραπές. 12.09.09

Η ΦΛΟΓΑ

Οι μνήμες μου έλεγες Είναι θύμησες Των ημερών Και των ψυχών Σαν τ’ανάψεις το κερί, η σκέψη σου τρέχει. Που ‘λεγες για τα όμορφα λουλούδια στην άνοιξη. Πλαταίνει η ζωή σου σε κάθε άνοιξη, έλεγες. Σαν τ’αστέρια; Τόσο μακρυά; Τόσο. Γι αυτό τώρα κρατώ πλάι στο κερί όσα μου έδωσες. 10.09.09

- 0 _

0 Σαν το αλάτι Στο νερό πως απόσταξε Πέφτεις επάνω σε μια διάφανη σιωπή Σαν γυαλί στον ορίζοντα. Υπάρχει. Σαν το αλάτι Στο κορμί πως ενέδωσε Αποδράττεις τη λεία του επιφάνεια Εξιστορώντας τα κατορθώματα του βίου σου, ο βυθός ευφραίνεται. 06.09.09
Ανταρσία Στα πειθαρχημένα κορμιά που νηστεύουν τη νύχτα μου. Η βροχή ήρθε απροσκάλεστη εκείνον τον χειμώνα, θαρρώ. Δεν ξέρω αν ήταν Μάης. Χειμώνας πάντως. Άγγιζαν κάποιοι τα σταφύλια για να ημερέψουν το φθινόπωρο μα, μας πλήγωσε στην άκρη των δακτύλων μας κι έτσι αποκάμαμε. Κουρνιάσαμε μέσα στις ζεστές πλάκες του χειμώνα. Χειμώνας ήτανε λοιπόν. Σαν που τότε αδιάκοπα, να διαπερνάς από τα μάτια στη ψυχή και πάλι πίσω, και να ορίζεις κοχύλια, αδυναμίες και ανυπότακτους όρθρους. Απ’άκρη σ’άκρη. Και σαν κλαις τα δάκρυα να μην καίνε. Είναι από ασήμι, σαν κατευνασμένα από τη νύχτα. Κι εκείνη – η νύχτα – να στριφογυρίζει στο μυαλό σου σαν οπτασία. Πέρασε και ακούμπησε. Και χαμογέλασε. «Από πού παν για τον παράδεισο;» ρώτησε. Μας σώσανε τον ουρανό κι αυτό μας φτάνει. Απλά βρέχει τώρα. Είναι χειμώνας. 05.09.09

Η πάλη

Βρέθηκα σε ένα τοπίο. Γύριζε αυτό, στροβίλιζε, σαν σε χορό. Σαν τα σώματα που ανοίγουνε στη φύση και χάνονται. Κι έπειτα μαζεύονται ξανά λυπημένα για να δώσουν τη θέση τους στα επόμενα. Με τέτοιους στίχους γίνεται η πάλη, χρόνια τώρα. Βρυξέλλες, 10.08.09

Mην εγγίζετε

Κρακ, κρακ, κρακ…. Έσπασε το καράβι μας και γίναμε νησί. Έφυγαν τα κομμάτια μου για να κολλήσουν στα δικά σου - και τι πόνος, ‘Η έσπασε ο πάγος που οι σοφοί πολεμάνε χρόνια και που ψάχνουνε. Κι έτσι φτιάξαμε ένα νησί Τώρα προσπαθούμε να το βρούμε πάλι - αν ήταν αλήθεια, Μάταια Διαβάζω εφημερίδες, διαβάζω τη σκέψη μου. Διαβάζω τα σύννεφα. Κοιτάζω τα δελτία των ακτοπλοϊκών. Αντανακλάσεις σ’αυτές τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού. Σαν αυτόν τον χρόνο τον άτιμο Που τρέφεται από το αίμα μας. Που χώνει τη μουσούδα του υγρή στο χέρι μου. Και ψάχνει για χάδια Μάταια. Βρυξέλλες 06.08.09

Μωρό μου

Έλα απόψε στη νύχτα μου. που θα κοιμάμαι. ( Και ) ξύπνα με. 4.08.09

Η θάλασσα

Εξόριστος έγινα. Να μάθω, να σ’έχω πάντα μαζί μου. Σαν κλείνω τα μάτια μου, σαν τα’χω ανοιχτά Τα μάτια σου. Πες! Σε κατάλαβα, αύγουστος ήταν ( Κι αυτός συγχωράει ) ο κόσμος δεν έχει μερώσει ακόμα, πες, αλήθεια ειν’αυτά που λες. Πες, σαν τα γλαροπούλια γέμισε ο τόπος σου. Τα σεργιάνια του αυγούστου είναι όνειρο σου λέω. Πες μου. Σ’ακούω. Κι έχω πλαγιάσει με τον ήλιο παρέα και απολαμβάνουμε. Βρυξέλλες – άπειρο 3.08.09

Συναίσθηση

Από το φόβο της γύμνιας τους, χώθηκαν να κρυφτούν βαθιά μέσα στη γή Σε λαγούμια που δεν τα βλέπει ίχνος φως Σε σπηλιές χωρίς έξοδο και χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα Ένας κράτησε το μυστικό, του δρόμου της επιστροφής Κι αυτόν τον τιμώρησαν γιατί τον έπιασαν τα βράδυα να ονειρεύεται τα άστρα Βρυξέλλες 26.07.09

Παρακλήσεις

Ακου, είναι η πλήγη μου α. και από τα μάτια σου όσα δεν είδα, τα κοιτώ ακόμη, πλώρη ανοίγω στο άπειρο β. ολόιδια είναι τα όνειρά μας, γερμένα σκύβουν φθινοπώρο ακόμη, τα φύλλα γ. μικρά τα γράμματα, καθαρά για να μην κάνουν θόρυβο, τόσο λίγο που θα'πρεπε να'ναι δ. σφυρίζει η θάλασσα, ήχοι γυρεύουν σαν την παπαρούνα ολόκληρη να πετάξουν στο χώμα κόκκινα ή κοκκινωπά ε. ανάσα τόση τόση δα κι ακούγονται που τρίζουν οι σκληρές ρωγμές της λύπης ακόμη ζ. δάκρυα που στεγνώνουνε επάνω στους χτύπους του χρόνου ανύπαρκτου όταν υπάρχει ψυχή η. να μαθαίνω πως χαμόγελα να γίνονται πίκρα ανοιχτά τα μάτια ανοιχτά θ. γράμμα που ξεχάστηκε ψίθυροι που διψασμένοι γι απάντηση λίγο λυπούνται σε κάθε στάση, μα έχει ακόμη ι. ένα μικρό ακόμη τοσο δά τοσοδούλι βήμα είναι, μια σταγόνα ακόμη στη βροχή και βρέχει κ. ας έλαμπε κι απ΄οτι καλύτερο είδα ένα μονάχα τραγούδι ξέρω να πω, νερά και θάλασσες λ. αναμμένα κεριά οι μέρες στον ήλιο καίγονται σιγά σιγά στ'αλήθεια μ. αμάν

Η νύχτα

Είναι κάποιες νύχτες που δεν κοιμάμαι. Γιατί δεν κοιμάται το φεγγάρι. Ούτε το φως. 14.07.09 Βρυξέλλες

Το μυστικό

Πονάνε τα πέταλά μου - οι αγκώνες μου σφίγγονται στο κορμί μου σε ανοδική πορεία έχει ξημερώσει και η δροσιά του πρωινού με ποτίζει - έχω τα μάτια κλειστά στην προσπάθεια μεγαλώνω Βρυξέλλες 13.07.09

Η πρώτη μέρα

Σαν όνειρο Σαν όνειρο Η το πας ή θα σε πάει Θ’ακουμπήσεις μέσα στα μάτια σου το απέραντο. Δεν θ’αναφέρω πουθενά τη λέξη ποτέ. Δεν θα ορίσω κανένα χωρικό στοιχείο. Είναι σαν το όνειρο. Η θα το πας, ή θα σε πάει. Η ακουστική είναι υπερβολικά διαυγής. Η θα το πας ή θα σε πάει. Πες μου, ποιος είναι εκείνος ο δρόμος.. Ακούσαν, μου είπαν λόγια. Είπαν. Σαν όνειρο, απάντησα. Η θα το πας ή θα σε πάει. Εκείνος ο δρόμος. Για τη μία πόλη που ασταμάτητα ξοδεύεται, λες; Ναι. Απαντάει πότε η σιγή, πότε ή βουή της σιωπής. Αν ήταν οδυρμοί θα το είχα καταλάβει. Λες. Και παρακάλια δεν ήταν. Λες. Κατηφορίζοντας τα αγάλματα με χαιρετούν βουβά. Δεν ξέρω αν πρέπει να χαιρετήσω ή να ασπαστώ σιωπηλά το μυστικό. Ανασαίνω. Σ. Γάτσου Βρυξέλλες 12.07.09

UNIQUE (GR) December 2009 - Athens

Poetry part of the cross art exhibition "UNIQUE" presented in KINKY KONG Gallery, Athens, Greece. Artists: Katerina Rouka (photography - digital art), Stavroula Gatsou (poetry), Popi Stavrianou (Photography) UNIQUE