Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Απρίλιος, 2011

Κόκκινα Τρίστιχα του πόνου

Ήπιαμε λίγο κρασί , Μεθύσαμε. Κόκκινο. Γιόμισε ο δρόμος αίμα Το αίμα ήπιαμε, κι αγνό χορτάρι. Στρώσαμε στον λόφο τα χαλιά, Ξαπλώσαμε. Ανάσκελα. Μια παπαρούνα φύτρωνε λίγο πιο πέρα. Μια σπίθα δάφνης κύλισε, με κατέστρεψε. Το σώμα χόρτασε με λέξεις. Υπερασπίστηκε τον ουρανό, Έπεσε κοιμήθηκε. Σαν σφαίρα περιστρέφεται, Κι εμείς επάνω, ζαλισμένοι, Γαντζωθήκαμε. Ανάμεσα στ’αγκάθια, και στις ξόβεργες, ένας κοκκινολαίμης τραγουδά. Το τραγούδι φτωχό, Το πουλί σαν ξεχασμένο, Δάκρυσε. Μήτε τύμπανα μας ξύπνησαν, Μήτε ήχος μας φόβισε, Ήταν Δευτέρα. Βρυξέλλες, 1.05.011

Χάθηκε στον αιώνα

Η θάλασσα μου, βυθός μου. Η εκκλησία, το σώμα, ο ναός μου. Κίτρο το ρόδο, Παράθυρο κόκκινο, Σαν σπάει επά στο στόμα μου το κρίνο της πηγής, το κρυσταλλένιο. Φυσάει ο αγέρας, Χτυπάει κι η πόρτα 3 φορές. Βροντάει ο Όλυμπος, Τρίζει ο Πλαταμώνας. Σφυρίζουν τα βράδυα Στις γραμμές του τραίνου. Ωραία περνούν σαν μεθυσμένοι. Όσα κι αν έδωσαν Για τόσα δεν πήραν. Με καίει ο ήλιος, Φωτίζει ο ίσκιος μου μετά τη νύχτα Σαν φάρος. Σταγόνες και φλόγες στα μαλλιά μου. Βρυξέλλες, 30.04. 011

Στην Αγ. Ειρήνη απ’έξω

Ήταν βράδυ, Ήταν νύχτα, Ήταν βραδυνό το φως, Γιόρταζε ένα ολόγιομο φεγγάρι, Τρελά αγόρια του Τσαρούχη ξυπόλαγαν από παντού Κάθισε στα χείλι μου, Ήταν βράδυ, Ήταν νύχτα, Ήταν βραδυνό το φως, Απρίλης 2011

Μιλάει ο τρελός γι αγάπη

Αγάπη είπε και πλημμύρισαν τα μάτια του, αγάπη. Ο μορφασμός του αποδέκτη δεν του είχε διόλου κόψει τη διάθεση για την εκφώνηση των λέξεων, Μεγάλες λέξεις και μπανάλ. Αυτά έλεγε το βλέμμα του, έχοντας τραυματίσει ολημερίς την αξιοπρέπεια του, έχοντας ικετέψει το έλεος μέχρι και του ταξιτζή που δεν άντεχε άλλο να περιμένει κουρασμένος μέσα στο κρύο. Τι μιλάει ο τρελός γι αγάπη. Αθήνα, 25.04.011

Λέξεις

Κάθε φορά που στο στόμα σου Λόγια δικά μου, σκέψεις μου, θα μπαίνουν, Θα μπαίνω λίγο πιο βαθιά στα σπλάχνα σου Κάθε φορά που θα σφυρίζεις τους ήχους μου Θα ξεσκεπάζω το νου σου τα λεπτά εκείνα πριν τον ύπνο Κάθε φορά που, με με στο νου σου, χαμογελάς Κι ας λες πως δεν υπάρχω πια, Κι ας μην υπάρχω, Είναι που την καρδιά σου θα’χω αγγίξει εγώ Λίγο βαθιά, λίγο πλατύτερα θα έχει ανοίξει Κάθε φορά που στο στόμα σου Λόγια δικά μου, σκέψεις μου, θα μπαίνουν, Θα μπαίνω λίγο μέσα σου Κάθε φορά που το δάκρυ σου θα έχει τη γεύση που έδωσα στις λέξεις εγώ Κάθε φορά που θα γυρνάς στη νύχτα μαγεμένα, θα στέκω εμπρός σου Κάθε φορά που θα περνάει καιρός απ όσα σου ‘πα Πιο καιρός, και θα μαθαίνεις τι σημαίνει έρωτας Και τι νογούν οι λέξεις Βρυξέλλες, 17.04.011

Ο οίκτος σου

Α, πόσες φορές δεν πήρες την σιωπή μου για απάντηση στον οίκτο σου Μα τώρα θα μιλήσω Χρόνο δεν έχω να χάνω διόλου Να παλεύω να ανατρέψω το οικοδόμημά σου Γιατί σε βολεύει έτσι πιότερο Οικτρά να σέρνεις στην παλαίστρα Τις πιο ποταπές σου σκέψεις Γιατί έτσι βολεύει καλύτερα Να γκρεμνίζεις, α, χρόνο δεν έχω να χάνω διόλου Γιατί έτσι σε βολεύει πιότερο Να με κάνεις ξεδιάντροπη τροφή στα όρνια, Να με σέρνεις στις λάσπες Να κρύβεις που δαγκώνεσαι Κι αυτό σου λέγω Μ όσο μαύρο και να βαλθείς να με βάψεις Εγώ είμαι φως.

Ο νεκρός

Οι κανίβαλοι με τα χρυσά τους κουτάλια κατασπάραξαν την σάρκα μου Μ’έχουν σερβίρει γεύμα στο γιορτινό τους δείπνο Τους κοιτώ από μια γωνιά και αηδιάζω Τρέχουν τα λάδια και άναρθρες κραυγές βλακίας φεύγουν από το στόμα τους μαζί με τα σάλια τρέχουν χαχανητά ηλίθια κι όταν τους μιλήσεις σηκώνουν την τσεκούρα τους μια και μπαααμ, σε κάνουν κομμάτια κι αν ακόμη στέκεις όρθιος σε φτύνουν έχοντας φτάσει να φτιάξουν μια ιδέα πόσο άδικα μιλάς έχοντας ρητορέψει στους εξουσιαζόμενους τους σαλτιμπάγκους να ξεσηκωθούν και να ρίξουν τον άνθρωπο στην πυρά και δίκιο, δίκιο κρέμασμα, κρέμασμα και σταύρωσον αυτόν.

Ελεύθερος στίχος

Ήρθες. Εγώ σ έψαχνα Αλλού και γύρω μου, Εσύ όμως ήρθες Έκανα να και έσκυψα Σε βρήκα στο στήθος μου ανάμεσα να κουρνιάζεις.

Κίνηση

Επεσαν οι σταγόνες επάνω στον καμβά και γλυστράνε. Κι εμείς τις πίνουμε. Ολόκληρες. Ολες. Μια θάλασσα σταγόνες.

Απέναντι

Στέκεσαι στην άκρη και με κοιτάς Κι αναρωτιέσαι Δεξιά, αριστερά, που να πας Στις λευκές λωρίδες στη μέση του δρόμου Μπροστά, Προχωράς, Διασχίζεις τον δρόμο, Περπατάς, Έχεις ήδη φτάσει. Βρυξέλλες, 10.04.011

Όταν το σώμα μιλάει

Αυτός ο πόνος, Μέρες τώρα δεν λέει να περάσει. Τα χέρια μου μόνο έχουν ακόμη ζωή. Τα υπόλοιπα μέλη πενθούν. Το σώμα μου μοιάζει με καροτσάκι του σουπερ μάρκετ Μπορείς να παρασύρεις και να το πας όπου θέλεις. Τα χέρια μου έχουν ακόμη κουράγιο Κι ό,τι βαθιά το κορμί το άσπιλο, το τρομοκρατημένο μιλάει τα χέρια δεν διακόπτουν. Τα χέρια μόνο γυμνά, τα δάκτυλα ακούραστα τα μάτια και η καρδιά, Βρυξέλλες, 7.04.011

Χαμηλές πτήσεις

Από το μέτωπο γράφεις άνθρωπε Ο κόσμος έξω δεν κάνει πόλεμο κάνει πάλη, δεν πήραν στα χέρια τους ντουφέκι, δεν πήρανε σφαίρες στα ρούχα τους, αδέρφια στα βουνά δεν φύγανε. Μερικές λέξεις, Μερικούς φθόγγους, πέντε σημειώματα Και δυο παραβολές πήρανε. Γίνανε μεγάλα πουλιά μα θες, πετάνε. Και κάποιοι είπανε πως κάνανε αντάρτικο της πόλης, Με τις σημαίες και τα σώματά τους, Το φεγγάρι, τη νύχτα, και τα γυμνά τους δάκτυλα. «Σήκω, Μη κάθεσαι, Μη στέκεσαι και κοιτάς έτσι έξω, Σήκω, Πάλεψε, Ποιος ουρανός σε σταματάει;.» Βρυξέλλες, 6.04.011

Η φάρσα

Χα, χα, Γέλασα πολύ φίλοι μου Με αυτό το αστείο που μου παίξατε… Στ αλήθεια το πίστεψα Της αγάπης το βιολί, Κι εκείθε πλημμύρισα. Γέμισα τα κανάτια Το δείπνο είναι έτοιμο Ας γελάσουμε όλοι μαζί. 3.04.011

Το τρίτο φιλί

Το φιλί εκείνο που δεν μου έδωσες, που σου ικέτεψα μια νύχτα με τα μάτια μου, με τόσα πράγματα που έχουμε να κάνουμε, μου λες, λίγος ο χρόνος κι ο καιρός πολύς για να σώσουμε τον κόσμο αγάπη μου 3.04.011 ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΑ ΑΝΘΗ

Μέσα στον ύπνο τον βαθύ

Αγαπώ μια μαργαρίτα Και αλήθεια θα το πω, Πως απόψε που σας γράφω Μου ‘πε να ρθω να την βρω Να γυρίζει και να φέρεται Να γιορτάζει και να χαίρεται Να γυαλίζει μια στον ήλιο Και μια στον άδη, Αγαπώ μια μαργαρίτα Μου μιλά σαν με κοιτά Και γυαλίζει μια στον ήλιο, μια στον άδη, μια σαν πάλη μέσα στον ύπνο τον βαθύ.

Εαυτέ μου

Εγώ σου τα’λεγα Αλλά που ν ακούσεις εσύ Μικρέ μου εαυτέ. Δες τώρα Έχουμε μείνει οι δυο μας Εγώ κι εσύ, ακόμη αντέχουμε ο ένας τον άλλον Μα να ξέρεις μια μέρα θα σου θυμώσω Τόσο πολύ Που θα κάνω ότι δεν υπάρχεις Θα σταματήσω να σου μιλάω Θα σταματήσω να σε σκέφτομαι Θα σε διαγράψω, Κι όσα μου’μαθες Κι αυτά θα τ’αφορίσω. Όχι, όχι δεν ήταν αυτός, θα λέω, Ποιος, αυτός που δεν υπάρχει; Γι αυτό συμμαζέψου όσο είναι καιρός. Και σταμάτα να μιλάς με τα μάτια σου Και τ’ακροδάχτυλα σου.