Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2015

Γόνιμα σώματα

Τίποτε δεν πέρασε από πάνω μου χωρίς ν'αφήσει σημάδι. Μοιράζομαι τη γνώση το κορμί με την ίδια ευκολία που ο ήλιος στέλνει  το φως του μέσα στις χαραμάδες παλιού σπιτιού. Γίνομαι βαθυστόχαστη στην αφή. 'Ο,τι πέρασε από πάνω μου ανήκει στο σώμα μου. Ανθρώπινα σώματα γεμάτα πληγές  αληθινές, γόνιμα σώματα, γεμάτα κραυγές πραγματικές. Σε  καιρούς χαλεπούς  επιβιώνουμε μόνο οργώνοντας χωράφια σε γόνιμα σώματα. Μεθυσμένα καράβια  που το φως μας διακρίνεται ήδη στο λιμάνι. Διαβάστηκε την Τρίτη 15 Δεκεμβρίου στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης  με αφορμή την παρουσίαση του τεύχους Διεκδικώντας νέο λόγο,  που αφιερώθηκε σε νέους ποιητές της Θεσσαλονίκης,  του περιοδικού Αίτιον .

Ο ΑΣΘΕΝΗΣ Ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ

ΠΟΝΑΝΕ ΤΑ ΔΑΚΤΥΛΑ ΠΟΝΑΝΕ ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΠΟΝΑΝΕ ΤΑ ΦΥΛΛΩΜΑΤΑ ΠΟΝΑΕΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΟΝΑΕΙ Η ΓΗ ΠΟΝΑΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΠΝΟΗ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΖΩΗ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΩ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ ΥΠΑΡΧΩ ΟΧΙ ΕΝΑΣ ΠΟΝΑΝΕ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΝΑΝΕ ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΠΟΝΑΕΙ Η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΚΙ Η ΠΛΑΣΗ ΟΛΗ ΧΩΡΙΣ ΝΕΡΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΖΩΗ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΓΕΥΣΗ ΣΟΥ ΖΕΣΤΗ ΠΟΝΑΝΕ ΤΑ ΣΤΟΜΑΤΑ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΠΟΝΑΕΙ Η ΦΥΓΗ ΤΑ ΣΠΛΑΧΝΑ ΠΟΝΟΥΝΕ ΠΟΝΑΝΕ ΟΙ ΤΑΠΕΙΝΟΙ ΚΑΙ ΒΓΑΙΝΕΙ ΦΩΝΗ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΝΑΠΝΟΗ ΛΕΝΕ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΣΚΑΕΙ ΜΙΑ ΔΥΝΑΤΗ ΚΡΑΥΓΗ ΜΙΑ ΔΥΝΑΜΗ ΕΠΟΥΡΑΝΙΑ ΣΩΜΑΤΑ ΣΠΑΕΙ ΚΙΓΚΛΙΔΩΜΑΤΑ ΕΝΑ ΤΖΑΜΙ ΠΟΥ ΣΠΑΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΓΕΜΙΣΕΙ ΕΝΑ ΠΟΤΗΡΙ ΚΡΑΣΙ ΚΑΙ ΝΑ ΧΟΡΕΨΕΙ ΖΩΗ.

Τρέχει κάτι;

Θα υπάρχουμε μαζί μέχρι να λυτρωθούμε.Ας κοπεί η μικρή μου η καρδιά Ας σταματήσει να χτυπά Να κοπεί, έπεσαν τα ξύλα απ'το ταβάνι · Σηκώνεις το κεφάλι, χαμογελάς · δεν απαντάς. Μόνο ρωτάς, τι; γιατί; Τι; γιατί; \ Αιχμάλωτοι μέχρι να λυτρωθούμε, \ Ας κοπεί η μικρή μου η καρδιά, ας κοπούν τα δεσμά, τίκι τίκι οι ώρες τάκ τάκ η καρδιά. Ας κοπούν τα δεσμά μόνη μου να΄μαι. 'Επεσαν τα ξύλα απ΄το ταβάνι σε νιώθω που χαμογελάς, κοιτάς ψηλά, χαμογελάς. Δεν απαντάς.\ Τι έγινε; ρωτάς, Τρέχει κάτι;

Κρύφτηκα εκεί που βρίσκει συνήθως το φεγγάρι και κρύβεται

Κρύφτηκα εκεί που βρίσκει συνήθως το φεγγάρι και κρύβεται, Κρύφτηκα πίσω από τα πιο μεγάλα χορτάρια- τριών χρονών Κρύφτηκα στα χέρια σου, στα ποτάμια και στα σκοτεινά νερά. Κρύφτηκα, Να μην με βρεις.

Στους κήπους

Αδικηθήκαμε, φώναξε. Είναι αλήθεια. Μα ποιανού το σπίτι είναι κρύο; Κανενός. Ποιός έχει στον κήπο του χορτάρια κι αράχνες; Κανείς. Δάφνες, λουλούδια και νερά πολλά. Εκεί καταφεύγω. Κι από εκεί σας μιλώ.

Μπήκανε άνθρωποι στο κτίριο - σύγχρονη ποίηση

Μπήκανε άνθρωποι στο κτίριο. Σηκώσαν τα μανίκια τους Καλογυαλισμένα παπούτσια και μοντέρνα αγγλικά κοστούμια, βαλθηκαν να τραγουδούν παράφορα τραγούδια ερωτικά. Για μια μαρία που ήταν βαρκάρισσα κι έσταζε το μπούστο της μέλι και μύριζαν τα γιασεμιά. Την λέγανε και ποίηση καμιά φορά. Το όλο θέαμα δεν κράτησε πολύ η υπερηφάνεια τους μας πρόσφερε διάρκεια. Χαιρέτησαν μετά το όλο με βαθιά υπόκλιση, βάλανε το καπέλο τους με μια κίνηση όλοι μαζί. Κατευθύνθηκαν προς την πόρτα σε σειρά, και χάθηκαν μετά μέσα στον πλήθος.    

Χορός στα κύματα

Μείναμε νέοι χειροκίνητοι κι ακούραστοι Πάντα νέοι Πάντα τα τύμπανα του πάντα όλα μαζί σαν ρυθμικά σιωπούν  στην καταιγίδα. Σανίδια και χορός στα κύματα.

Ραγισμένα ποτήρια

Γράφω ό,τι μου λένε τα μάτια σου Πολλές φορές τα πληγωμένα σου μάτια μου μιλούν, χωρίς φωνή, μέσα στην σιωπή. Να ξερες θα έλεγες, να ξέρες, κάποια στιγμή.... Μεγαλώνει η σιωπή, απομακρύνεται καταλαβαίνεις; τι να ξέρω, χωρίς φωνή; Εγώ γράφω μόνο ό,τι μου λεν τα μάτια σου με τα μάτια σου γράφω. Ανέγγιχτες συνειδήσεις Δημόσιες επαφές Πικρές χαρές 'Ενα τσιγάρο δρόμος τα χέρια μου τα μάτια σου. Αν είναι οι λέξεις που παίζουν ταμ ταμ ή είναι οι σκέψεις που ρέουν αν είναι δεν ξέρω. Η ψύχη κατακλύζει το σώμα η πνοή τραγουδά, ο αέρας φυσά, βασικά απλά φυσιολογικά πράγματα. Εγώ γράφω ότι βλέπω, όπως αυτό που βλέπεις κι εσύ. Επρεπε να κλείσουμε τα μάτια μας για να το μάθουμε. Μέσα στη σιωπή δυο ραγισμένες καρδιές με σφραγισμένα χείλια. Μπουκάλια στο ίδιο πέλαγο, παιδιά στην ίδια γειτονιά, εραστές στο ίδιο κρεβάτι. Κοιτάς στα μάτια μου. Βασιλεύει στον ίδιο ουρανό. Εγώ γράφω μέσα στη σιωπή για το μάτια μου

Το τραύμα

Πως ακολουθεί, βαθύ και φορεμένο. Σαν η μόνη ανάγκη να ήταν να φορεθεί και τίποτε άλλο . Η νόμιμη πληγή. Ενα τραύμα που γυρνά και εκπορνεύεται. Η πτώση και τίποτε άλλο δεν είναι σοβαρό και άξιο.Αυτοί, Και ντρέπονται το ίδιο προσωπό τους και δεν συγχωρούν κανένα καθρέφτη. Κι ό,τι στην ντροπή αντέχεις με κακοφορμισμένη πληγή ακολουθεί και σέρνεται Γεμίζει με σκουπίδια τους δρόμους μιλά άσχημα στους περαστικούς πληγώνει τις ψυχές των νεαρών παιδιών τις νύχτες κλαίει όλος ο ουρανός, τραυματισμένη πατρίδα.

Το φως μπαίνει από τις χαραμάδες

Η νόησή μου συρρικνώνεται και μαζεύεται ανάμεσα στα μάτια μου. Σιωπά. Η μυστική φωνή που μιλά για μένα - ποθεί συνήθως ν΄αρθρώνει εκείνη τις λέξει ς-  τώρα σιωπά. Το φως μπαίνει από τις χαραμάδες των κελιών ενός ψυχιατρείου ή μιας βαρετής κάμαρας.  Η σιωπή το αποδέχεται παθητικά.  Ετσι κάπως κι εγώ πρέπει κάποια στιγμή να μάθω να σιωπώ. 'Ολοι σιωπούν.  Καταλαβαίνεις;  Το μαθαίνει κανείς ψηλαφώντας τα σώματά στον χρόνο πόσο είναι αυτό σύνηθες στη ζωή. Σε κάνουν να καταλάβεις.  Προσπαθούν να σε κάνουν να καταλάβεις.  Καμιά φορά δεν τα καταφέρνουν.  Το φως μπαίνει από τις χαραμάδες κατά εκεί που ξυπνάει ο ήλιος για τη νέα μέρα.  Καμιά φορά δεν θέλεις να καταλάβεις. Δεν συμφωνείς. Ας χυθεί λοιπόν το καζάνι φωνάζεις, ας γίνει η έκρηξη, τι άλλο πιο τρομερό μπορούμε να περιμένουμε τελικά στην βαρετή τούτη κάμαρα, που τόσο γλυκά και όμορφα θα άνθιζαν δυο λέξεις...  Καταλαβαίνεις; Δεν είναι παρά οι λέξεις που σε οδηγούν. Αχ αυτή η μυστική μου η φωνή δεν ξέρει παρά τις παύσεις

Τόσο πολύ μ΄αγάπησες

Τόσο πολύ μ'αγάπησες μ΄έστειλες να πεθάνω Από τρόμο ίσως;  από φθόνο; επειδή πιο πολύ εγώ σε αγαπώ Παλεύω με την μνήμη μου το νου μου τα γραμμένα Νέος γεννιέμαι μια και χάνεσαι γέρος και δεν ξεχνάω Τόσο πολύ μ'αγάπησες που τώρα, να, τολμάω να αντικρίζω θάνατο κι όμως να πολεμάω

δεν φύγαμε ακόμα

δεν φύγαμε  στ΄αλήθεια δεν φύγαμε ακόμη δεν φύγαμε ποτέ πικραμένοι και πληγωμένοι, κουρασμένοι, με αίματα και γόνατα ακριβά χωρίς φωνή στο πάθος  διεκδικούμε ξανά την ομορφιά της πλάσης όχι δεν φύγαμε ακόμη ας κλάψει ο μαύρος βυθός της ειλικρίνειας φτάνει, ça suffit, ακάλεστους μας είχε η λύπη  και το δάκρυ - στέρεψε κι αυτό-  μα εμείς δεν την φοβηθήκαμε,  παρέα την παίρνουμε στο δρόμο της επιστροφής και βρέχει.

ΚΗΠΟΙ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΑΣ

ΕΙΣ ΕΥΧΗΝ ΤΕΛΟΣ Στο όνειρο περπάτησα και μου παν οι ανέμοι πως είναι η καρδούλα σου κεράκι αναμμένη Λιώνει η καρδούλα σου η μισή και μόνη μαραζώνει λέω τραγούδι βάζω κρασί, λιώνει και βαλαντώνει . “Απ'της αγάπης τον καυμό θα πέσω ν'αποθάνω απάνου στο κορμάκι σου ψάχνω για ν ' ανασάνω. Τα μάτια σου τα όμορφα πως θέλω ν΄ανταμώσω ν΄αναστηθώ ο άμοιρος, ν'αναστηθεί κι ο κόσμος.” ΒΑΒΥΛΩΝΑ Δεν ξέρω ποιό λουλούδι να διαλέξω. Πολλά τα ρόδα της αυλής και με πολλά αγκάθια Επιασα ένα μάτωσα, έπιασα δυο με δάκρυ. Στα γιασεμιά σταμάτησα · σαν έκλεισα τα μάτια, στο όνειρό περπάτησα και με περίσσια χάρη. Στις ευωδιές σου αφήνομαι, και ναι, σε περιμένω.