Τα τραγούδια που τραγούδησα,
Και τα μάτια μου που με βαραίνουν
Τότες πλησιάζει η άνοιξη,
Ένα μικρό τριαντάφυλλο,
Η φύση στον χειμώνα.
Μέρωσε κόσμε,
Τούτες τις μέρες πνίγουμε το κρύο στα δάκτυλα.
σφίγγουμε τα στόματα.
Πώς να μας πάψουν τα τραγούδια μας
Ω γλυκή μου έαρ
Στη σύναξη των αρχαγγέλων πρωτοκάλεστη,
Μοσχοβολάς
Στα χέρια μου,
Στου κόσμου το βαθύ πηγάδι.
Στον τόπο που γεννήθηκες,
Εσύ το άπειρο,
εγώ μόνο η στιγμή.
Ω γλυκή μου έαρ
Πόναγα τις μέρες που περνούσαν
Μέχρι να ρθεις.
Με την ελπίδα στα δόντια
Με το δίκιο,
την ανθρωπιά,
με την ειρήνη.
την γαλήνη.
Βασανισμένες λέξεις,
Τα τραγούδια γεννήθηκαν στο σώμα μας.
Τη νύχτα, στο μεγάλο όνειρο, τα μάθαμε
Ω γλυκή μου έαρ.
Στα δάκτυλά της,
και στα χέρια της
η μοίρα μας.
Εικοσιτρία στρωμένα τραπέζια
Εικοσιτρία τραπεζομάντιλα
Εικοσιτέσσερα κανάτια κρασί.
Γιορτάζουσι. Κι εγώ μαζί.
Πρωτοπλάστες,
Εραστές της αγάπης.
Χώνομαι στην αγκαλιά της
Από τη μάχη κι από τον πόλεμο,
Η σκόνη πέφτει στο πάτωμα μετά,
Ανοίγουμε τα παράθυρα
να βρει να μπει,
Ω γλυκή μου έαρ.
Και τα πουλιά να κελαηδούν του πρωινού
Κι είχα πεθάνει, κι είχα κρυώσει
Κι είχαν μουλιάσει τα πόδια μου
Έτρεμα.
Σαν του μαγιού τα φύλλα.
Οι χορδές ξεστράτιζαν τη νύχτα
Βγαίναν στα πεζοδρόμια
Ουρλιάζοντας.
Σύντροφε,
Σε ποια φλέβα είχες γράψει ελευθερία
Και θρηνείς, μη σου την κλέψουν;
Στα μέσα του χειμώνα η φύσις πάλι,
Ένας σταθμός
Απ’της καρδιάς κι απ το μυαλό
το ταξίδι.
Ω γλυκή μου έαρ.
Και τα πουλιά να κελαηδούν του πρωινού
Με τη σιωπή της ημέρας που έρχεται.
Αγγίζονται τα βάσανα με τις λέξεις.
Βγαίνουν στο φως οι πληγές
Μετά παίρνουμε πάλι το κατόπι.
«Μέρωσε κόσμε.»
ο κόσμος δεν μέρωσε ακόμη,
Τα ουρλιαχτά μου τρυπάνε τα αυτιά.
Μου γδέρνουν το σώμα.
Είμαστε πολλοί, είμαστε μόνοι
Φθαρτοί,
στης γής την αγκαλιά περισσεύουμε,
Στο σταυροδρόμι των εθνών ξέμειναν
ένα κανάτι, λίγο ψωμί και λίγο αγάπη,
αλάτι της θάλασσας.
Ω γλυκή μου έαρ,
Η αγκαλιά μου μοσχοβολάει
στ’απάντημά σου,
ο χρόνος είχε έτσι κι αλλιώς σταματήσει εκεί.
Βαρύς τούτος ο χειμώνας
Κι εμείς τον σηκώνουμε στις πλάτες μας,
στα πόδια μας μπροστά στέκεται.
Με τα δυο τα μάτια του ορθάνοιχτα
Ζητά τον θάνατο, γιατί πιστεύει στη ζωή.
Τόσα ονειρεμένα μέρη, τόσοι λόφοι,
Τόση σιωπή,
Πώς να σου πω;
Σύμπραξη αστεριών, σωμάτων,
Ω γλυκή μου έαρ,
Έλα και πάρε με στα δυο σου χέρια,
Κοίμησέ με όπως και τότε,
Κλάψε με,
Και γέννησέ με, πάλι ξανά.
Μέσα στις σκοτεινές πιρόγες.
Τι μας νοιάζει ο κόσμος;
Δεν νοιάστηκε ποτέ κείνος για μας.
Ο καημός μας έστρωσε στις ξιφολόγχες του χρόνου
και κάτσαμε, και σταματήσαμε λιγάκι τα δάκρυα μια ανάσα
Τον πόλεμο.
Ειρήνη άνθρωπε.
Ειρήνη,
Καλοσύνη.
Βασανισμένες λέξεις.
Ω Αρετή και Μούσα του παλικαριού
που προχωρεί λεβέντικα,
διψασμένο,
Ω γλυκή μου έαρ,
Σε τραγουδώ, σε χαίρομαι.
Σαν μαλακώνεις και ψάχνεις να με βρεις μεσ’τον χειμώνα.
Αφού αγαπώ εσένα, πως ν αγαπήσω άνθρωπο,
η φύσις όλη στο στήθος μου
την καρδιά μου ξυπνά.
Στο στήθος μου
σε σταυραγκαλιάζω
σφιχτά.
Στα σπλάχνα μου είσαι
Γλυκή μου εάρ,
γλυκύτατή μου άνοιξη.
Τι τύφλωσε τον κόσμο και δεν κοιτά.
Πως τα σχοινιά που σαν να ξεμπλέκονται
μπερδεύονται πάλι,
Στα σπλάχνα μου μπαίνεις.
Κι ο κόσμος όλος περιμένει.
«Κόσμε;»
Περιπλανώμενα στις εποχές των άστρων
Στο κρύο και στο χιόνι,
Νοέμβριο μήνα,
Μια ανάσα δρόμος,
πολύ δουλειά,
πολύ δουλειά.
Ω γλυκή μου έαρ,
Στις ευωδιές σου,
Μείνε απόψε,
το βάρος της νύχτας,
τα βλέφαρά μου,
κουράστηκα.
που είσαι;
Πόσος ήταν μακρύς ο χειμώνας,
Να μπεις στο σπίτι μου
Τα παράθυρα ανοιχτά
Κι όλα τα φώτα.
Η φύσις έβγαλε επίσημο ανακοινωθέν
Στις παρυφές του βουνού
και μας καλεί ξανά
Κι ό κόσμος,
αν συνεχίσει να γυρίζει,
ας υπάρξει για λίγο και χωρίς εμάς.
Ω γλυκή μου έαρ,
Από το εμβατήριο που μου δόθηκε
Εγώ διαλέγω εσένα
Να κατοικήσεις στα μάτια μου.
Για πάντα.
19.02.011
Και τα μάτια μου που με βαραίνουν
Τότες πλησιάζει η άνοιξη,
Ένα μικρό τριαντάφυλλο,
Η φύση στον χειμώνα.
Μέρωσε κόσμε,
Τούτες τις μέρες πνίγουμε το κρύο στα δάκτυλα.
σφίγγουμε τα στόματα.
Πώς να μας πάψουν τα τραγούδια μας
Ω γλυκή μου έαρ
Στη σύναξη των αρχαγγέλων πρωτοκάλεστη,
Μοσχοβολάς
Στα χέρια μου,
Στου κόσμου το βαθύ πηγάδι.
Στον τόπο που γεννήθηκες,
Εσύ το άπειρο,
εγώ μόνο η στιγμή.
Ω γλυκή μου έαρ
Πόναγα τις μέρες που περνούσαν
Μέχρι να ρθεις.
Με την ελπίδα στα δόντια
Με το δίκιο,
την ανθρωπιά,
με την ειρήνη.
την γαλήνη.
Βασανισμένες λέξεις,
Τα τραγούδια γεννήθηκαν στο σώμα μας.
Τη νύχτα, στο μεγάλο όνειρο, τα μάθαμε
Ω γλυκή μου έαρ.
Στα δάκτυλά της,
και στα χέρια της
η μοίρα μας.
Εικοσιτρία στρωμένα τραπέζια
Εικοσιτρία τραπεζομάντιλα
Εικοσιτέσσερα κανάτια κρασί.
Γιορτάζουσι. Κι εγώ μαζί.
Πρωτοπλάστες,
Εραστές της αγάπης.
Χώνομαι στην αγκαλιά της
Από τη μάχη κι από τον πόλεμο,
Η σκόνη πέφτει στο πάτωμα μετά,
Ανοίγουμε τα παράθυρα
να βρει να μπει,
Ω γλυκή μου έαρ.
Και τα πουλιά να κελαηδούν του πρωινού
Κι είχα πεθάνει, κι είχα κρυώσει
Κι είχαν μουλιάσει τα πόδια μου
Έτρεμα.
Σαν του μαγιού τα φύλλα.
Οι χορδές ξεστράτιζαν τη νύχτα
Βγαίναν στα πεζοδρόμια
Ουρλιάζοντας.
Σύντροφε,
Σε ποια φλέβα είχες γράψει ελευθερία
Και θρηνείς, μη σου την κλέψουν;
Στα μέσα του χειμώνα η φύσις πάλι,
Ένας σταθμός
Απ’της καρδιάς κι απ το μυαλό
το ταξίδι.
Ω γλυκή μου έαρ.
Και τα πουλιά να κελαηδούν του πρωινού
Με τη σιωπή της ημέρας που έρχεται.
Αγγίζονται τα βάσανα με τις λέξεις.
Βγαίνουν στο φως οι πληγές
Μετά παίρνουμε πάλι το κατόπι.
«Μέρωσε κόσμε.»
ο κόσμος δεν μέρωσε ακόμη,
Τα ουρλιαχτά μου τρυπάνε τα αυτιά.
Μου γδέρνουν το σώμα.
Είμαστε πολλοί, είμαστε μόνοι
Φθαρτοί,
στης γής την αγκαλιά περισσεύουμε,
Στο σταυροδρόμι των εθνών ξέμειναν
ένα κανάτι, λίγο ψωμί και λίγο αγάπη,
αλάτι της θάλασσας.
Ω γλυκή μου έαρ,
Η αγκαλιά μου μοσχοβολάει
στ’απάντημά σου,
ο χρόνος είχε έτσι κι αλλιώς σταματήσει εκεί.
Βαρύς τούτος ο χειμώνας
Κι εμείς τον σηκώνουμε στις πλάτες μας,
στα πόδια μας μπροστά στέκεται.
Με τα δυο τα μάτια του ορθάνοιχτα
Ζητά τον θάνατο, γιατί πιστεύει στη ζωή.
Τόσα ονειρεμένα μέρη, τόσοι λόφοι,
Τόση σιωπή,
Πώς να σου πω;
Σύμπραξη αστεριών, σωμάτων,
Ω γλυκή μου έαρ,
Έλα και πάρε με στα δυο σου χέρια,
Κοίμησέ με όπως και τότε,
Κλάψε με,
Και γέννησέ με, πάλι ξανά.
Μέσα στις σκοτεινές πιρόγες.
Τι μας νοιάζει ο κόσμος;
Δεν νοιάστηκε ποτέ κείνος για μας.
Ο καημός μας έστρωσε στις ξιφολόγχες του χρόνου
και κάτσαμε, και σταματήσαμε λιγάκι τα δάκρυα μια ανάσα
Τον πόλεμο.
Ειρήνη άνθρωπε.
Ειρήνη,
Καλοσύνη.
Βασανισμένες λέξεις.
Ω Αρετή και Μούσα του παλικαριού
που προχωρεί λεβέντικα,
διψασμένο,
Ω γλυκή μου έαρ,
Σε τραγουδώ, σε χαίρομαι.
Σαν μαλακώνεις και ψάχνεις να με βρεις μεσ’τον χειμώνα.
Αφού αγαπώ εσένα, πως ν αγαπήσω άνθρωπο,
η φύσις όλη στο στήθος μου
την καρδιά μου ξυπνά.
Στο στήθος μου
σε σταυραγκαλιάζω
σφιχτά.
Στα σπλάχνα μου είσαι
Γλυκή μου εάρ,
γλυκύτατή μου άνοιξη.
Τι τύφλωσε τον κόσμο και δεν κοιτά.
Πως τα σχοινιά που σαν να ξεμπλέκονται
μπερδεύονται πάλι,
Στα σπλάχνα μου μπαίνεις.
Κι ο κόσμος όλος περιμένει.
«Κόσμε;»
Περιπλανώμενα στις εποχές των άστρων
Στο κρύο και στο χιόνι,
Νοέμβριο μήνα,
Μια ανάσα δρόμος,
πολύ δουλειά,
πολύ δουλειά.
Ω γλυκή μου έαρ,
Στις ευωδιές σου,
Μείνε απόψε,
το βάρος της νύχτας,
τα βλέφαρά μου,
κουράστηκα.
που είσαι;
Πόσος ήταν μακρύς ο χειμώνας,
Να μπεις στο σπίτι μου
Τα παράθυρα ανοιχτά
Κι όλα τα φώτα.
Η φύσις έβγαλε επίσημο ανακοινωθέν
Στις παρυφές του βουνού
και μας καλεί ξανά
Κι ό κόσμος,
αν συνεχίσει να γυρίζει,
ας υπάρξει για λίγο και χωρίς εμάς.
Ω γλυκή μου έαρ,
Από το εμβατήριο που μου δόθηκε
Εγώ διαλέγω εσένα
Να κατοικήσεις στα μάτια μου.
Για πάντα.
19.02.011
Σχόλια