Φύσαε κείνο το βράδυ ο άερας,
έκλεισα, κλείδωσα, κι έκατσα στην άκρη της σάλας,
από τον φόβο της μεγάλης της γέννησης τρομάρα,
κι άλλοι,
Κείνοι με τα κόκκινα μαντήλια και τα ξεπεσμένα χέρια τους
έλεγαν,
θηλυκό, θηλυκό και καταριόντουσαν.
Όχι, όχι, παληκάρι, λεβέντης θα γίνει.
Από την άλλη πλευρά χτυπιόνταν οι άλλοι.
Η Ασπασία πρώτη βγήκε στην μικρή πλατεία,
Χωρίς διόλου λόγια, βάλθηκε να απλώνει ρούχα με ένταση,
Και μετά κι η Δέσποινα, κι η Μαρία, κι η Ελένη, η Πηνελόπη, η Καλλιόπη.
Όλες χωρίς να βγάλουν τσιμουδιά έβγαλαν τα μανταλάκια απ’την ποδιά,
Κι άρχισαν να κρεμούν με μανία τα ρούχα τα φρεσκομυρωδάτα, τα καθαρά.
Και το φεγγάρι γελούσε,
και τ΄αστέρια πνιγόντουσαν στο βαθύ σκοτάδι.
Βρυξέλλες, 25.08.011
Σχόλια