Τα χέρια, πιότερο οι παλάμες
κόλλησαν στα δυο μου μάτια
Με τρόπο έντασης και ένα πρόσωπο οδύνης
Χωρίς ήχο.
Από μακριά μπορεί και φαίνεται σαν ένα παιδί που ξεκουράζεται.
Πρέπει να έρθεις να δεις από κοντά.
Τις χαραματιές στο πρόσωπο,
με το πικρό χαμόγελο του πόνου.
Όλο το επεισόδιο διαδραματίζεται σε στάση σχεδόν γονυπετής
Και η πλάτη κολλημένη στον τοίχο
Και τα μπούτια να αγγίζουν στην κοιλιά.
Μαζί με τα δάκρυα που δεν τρέχουνε.
Την κραυγή που δεν βγαίνει,
και που δεν ακούγεται
Κι όμως οι παλάμες ν’ αγκαλιάζουν τα μάγουλα όπως η νύχτα τ’αστέρια.
Κι όταν πάλι ήταν ήλιος που φώτιζε,
ο τοίχος έριχνε μια σκιά κι έλουζε τις παλάμες.
Ξεκλείδωνε τα γόνατα
χαλάρωνε την πάλη της μέσης
και συγχωρούσε την ατελή μου μνήμη.
Μόνο τα δάχτυλα ενωμένα ακουμπούσαν στα μάγουλα.
Τα μάτια ήταν ακόμη σφιγμένα. Κλειστά.
Η ιστορία μιας ονειροπαγίδας που έγινε νύμφη
επειδή μέθυσε με την γοητεία της φύσης,
από τα χάδια μιας λεύκας
που έπαιζε με τ’ακροδάχτυλα της λίμνης,
καλοκαίρι.
Για όσα πέρασαν και άφησα δεν ελυπούμαι.
Ακόμη τώρα όσα κατάλαβα είναι κολλημένα στο δέρμα μου, κάθε μέρα.
Ανασαίνω στιγμές βαριά,
μ’ ανήκω σε ότι κοιτώ,
στο απέραντο.
μη γνωρίζοντας τι πρόκειται η μέρα να προσφέρει,
ελπίζοντας για έναν αναστεναγμό στο βάθος της νύχτας.
Οι μνήμες είναι πάντα νύχτα γι αυτό και τις βάζω μέσα από τα ρούχα μου
και βγαίνω στη μέρα. Μεγαλώνουν σαν εκείνα τα λουλούδια στα μικρά γλαστράκια.
πως μερικές φορές στάζουνε δάκρυα, και μερικές αλλάζουνε χρώμα τα φύλλα.
Οι εποχές.
Και στην καρδιά μου πάντα ένα ατέλειωτο καλοκαίρι.
«Όσο πιο βαθιά μέσα μου μπαίνω, τόσο πιο πολύ σ’εσένα τραβώ»
ξανά και ξανά Πασπαλισμένες καλοκαιρινές ημέρες με δροσερές ευωδιές
από ανθό πορτοκαλιού. Μια ανάγκη για δημιουργία του ωραίου
που καθώς λένε την κάμει ο έρωτας.
Κι ας είναι που δεν έζησες ποτέ παρά στην φαντασία μου.
Με τις παλάμες στο πρόσωπο φορές κομπάζομαι στον ήλιο που ήρθε
και θέλει λέει να με πάρει φαντάρο.
Δεν είναι που κρύβομαι, μα είναι μεγάλος και με τυφλώνει.
Τον ήλιο και τη θάλασσα στρατεύτηκα.
Κατοικοεδρεύω στο σημείο επαφής τους.
Τις νύχτες τέλος, κατηφορίζω στο δάσος, μακριά από τη θάλασσα μόνο να νιώθω πως φυσάει και την αλμύρα λίγο.
Και κάνω ταξίδια σε έναν άφαντο κόσμο.
Που τόσο ερωτεύτηκε και γέλασε
που έστειλε στον ήλιο μια ενυπόγραφή επιστολή
ζητώντας πίσω τις στιγμές , ή μάλλον κάτι άλλο είναι που ήθελε πίσω,
ήταν,
ένα όμορφο όνειρο που έκανε ένα βράδυ,
με τα μάτια κλειστά.
06.10.09
κόλλησαν στα δυο μου μάτια
Με τρόπο έντασης και ένα πρόσωπο οδύνης
Χωρίς ήχο.
Από μακριά μπορεί και φαίνεται σαν ένα παιδί που ξεκουράζεται.
Πρέπει να έρθεις να δεις από κοντά.
Τις χαραματιές στο πρόσωπο,
με το πικρό χαμόγελο του πόνου.
Όλο το επεισόδιο διαδραματίζεται σε στάση σχεδόν γονυπετής
Και η πλάτη κολλημένη στον τοίχο
Και τα μπούτια να αγγίζουν στην κοιλιά.
Μαζί με τα δάκρυα που δεν τρέχουνε.
Την κραυγή που δεν βγαίνει,
και που δεν ακούγεται
Κι όμως οι παλάμες ν’ αγκαλιάζουν τα μάγουλα όπως η νύχτα τ’αστέρια.
Κι όταν πάλι ήταν ήλιος που φώτιζε,
ο τοίχος έριχνε μια σκιά κι έλουζε τις παλάμες.
Ξεκλείδωνε τα γόνατα
χαλάρωνε την πάλη της μέσης
και συγχωρούσε την ατελή μου μνήμη.
Μόνο τα δάχτυλα ενωμένα ακουμπούσαν στα μάγουλα.
Τα μάτια ήταν ακόμη σφιγμένα. Κλειστά.
Η ιστορία μιας ονειροπαγίδας που έγινε νύμφη
επειδή μέθυσε με την γοητεία της φύσης,
από τα χάδια μιας λεύκας
που έπαιζε με τ’ακροδάχτυλα της λίμνης,
καλοκαίρι.
Για όσα πέρασαν και άφησα δεν ελυπούμαι.
Ακόμη τώρα όσα κατάλαβα είναι κολλημένα στο δέρμα μου, κάθε μέρα.
Ανασαίνω στιγμές βαριά,
μ’ ανήκω σε ότι κοιτώ,
στο απέραντο.
μη γνωρίζοντας τι πρόκειται η μέρα να προσφέρει,
ελπίζοντας για έναν αναστεναγμό στο βάθος της νύχτας.
Οι μνήμες είναι πάντα νύχτα γι αυτό και τις βάζω μέσα από τα ρούχα μου
και βγαίνω στη μέρα. Μεγαλώνουν σαν εκείνα τα λουλούδια στα μικρά γλαστράκια.
πως μερικές φορές στάζουνε δάκρυα, και μερικές αλλάζουνε χρώμα τα φύλλα.
Οι εποχές.
Και στην καρδιά μου πάντα ένα ατέλειωτο καλοκαίρι.
«Όσο πιο βαθιά μέσα μου μπαίνω, τόσο πιο πολύ σ’εσένα τραβώ»
ξανά και ξανά Πασπαλισμένες καλοκαιρινές ημέρες με δροσερές ευωδιές
από ανθό πορτοκαλιού. Μια ανάγκη για δημιουργία του ωραίου
που καθώς λένε την κάμει ο έρωτας.
Κι ας είναι που δεν έζησες ποτέ παρά στην φαντασία μου.
Με τις παλάμες στο πρόσωπο φορές κομπάζομαι στον ήλιο που ήρθε
και θέλει λέει να με πάρει φαντάρο.
Δεν είναι που κρύβομαι, μα είναι μεγάλος και με τυφλώνει.
Τον ήλιο και τη θάλασσα στρατεύτηκα.
Κατοικοεδρεύω στο σημείο επαφής τους.
Τις νύχτες τέλος, κατηφορίζω στο δάσος, μακριά από τη θάλασσα μόνο να νιώθω πως φυσάει και την αλμύρα λίγο.
Και κάνω ταξίδια σε έναν άφαντο κόσμο.
Που τόσο ερωτεύτηκε και γέλασε
που έστειλε στον ήλιο μια ενυπόγραφή επιστολή
ζητώντας πίσω τις στιγμές , ή μάλλον κάτι άλλο είναι που ήθελε πίσω,
ήταν,
ένα όμορφο όνειρο που έκανε ένα βράδυ,
με τα μάτια κλειστά.
06.10.09
Σχόλια