Μαρία μου.
Κάθε φορά που κάνουμε έρωτα,
πέφτει ένας μεγάλος πέτρινος τοίχος στον κόσμο,
κατεβαίνουν στους δρόμους πάλι τα παιδιά
κι είναι Δεκέμβρης.
δεν έχουμε χρώμα στα χέρια μας,
κι ούτε έχουμε αίμα.
Δεν είμαστε ντυμένοι στα μαύρα,
Δεν είναι πένθος.
Στα καφενεία τον πόλεμο τον κάνουμε τον Αύγουστο
με τα πράσινα δέντρα μας,
τη γαλάζια τη θάλασσα,
τα όνειρα μας
το κομμάτι της φύσης μας,
κι ας ήταν φθινόπωρο,
κι ας βρέχει
Με το κορμί μου να λιάζεται στη θάλασσα
μόνος παλεύω για να σε βρώ.
Κι αν χω γίνει μακρύς κι ατελείωτος χρόνια μετά,
τρελός,
πώς καταφέρνω να ζω τόσες μέρες και τόσες νύχτες μαζί σου
χαϊδεύοντάς σου τα δάχτυλα
φιλώντας σου τους αγκώνες
κάθε φορά που κάνουμε έρωτα
και το μέγα το φως μας περικλείει Μαρία μου
όσο αντέχαμε τον πόνο.
Μετά μάζευε η γειτόνισσα την μπουγάδα,
έδινε ένα κίτρινο νόμισμα στον γύφτο
κι αυτός έπαιζε γλυκά τραγούδια όλη νύχτα στο περβάζι της.
Κάθε φορά που κάνουμε έρωτα Μαρία,
γινόμαστε άνθρωποι από τον πόλεμο αυτό
και πάλι κλαίω
που δεν έχω μάθει ακόμη να σ’αγαπώ αληθινά.
και τι σημαίνει η λέξη.
που δεν έχω τα σημεία του κορμιού σου όλα φιλήσει
όλα νικήσει,
του φόβους σου,
τους φόβους μου.
Τώρα η γειτόνισσα έχει πεθάνει,
κι έχω κρατήσει το κουβά,
ρίχνοντας καμιά φορά κλεφτές ματιές στην πόρτα,
τον γεμίζω με χαμομήλια,
φούχτες χαμομήλια και γιασεμιά.
Αφήνω τα γράμματα στα κουτιά,
λογαριασμούς, διαφημιστικά,
καμιά φορά καμιά κάρτα με στίχους επάνω.
και συζητάω με τους ειδήμονες για τον ήχο της μνήμης
αφουγκράζομαι τη θάλασσα
μα έρχομαι μετά
να ξαναφτιάχνουμε τον κόσμο Μαρία μου
κάθε βράδυ
που μια ζωή ολόκληρη είχε ήδη περάσει από την ώρα της αυγής,
και μια γενιά είχε ήδη πέσει στα γόνατα,
κι έκλαιγες τον έρωτα που ήδη είχε χαθεί,
κι εγώ σε παρηγορούσα,
γι αυτό κι εγώ θέλω να κοιμάμαι στο σώμα σου Μαρία μου,
να συνηθίζω στη γη.
31.10.09
Κάθε φορά που κάνουμε έρωτα,
πέφτει ένας μεγάλος πέτρινος τοίχος στον κόσμο,
κατεβαίνουν στους δρόμους πάλι τα παιδιά
κι είναι Δεκέμβρης.
δεν έχουμε χρώμα στα χέρια μας,
κι ούτε έχουμε αίμα.
Δεν είμαστε ντυμένοι στα μαύρα,
Δεν είναι πένθος.
Στα καφενεία τον πόλεμο τον κάνουμε τον Αύγουστο
με τα πράσινα δέντρα μας,
τη γαλάζια τη θάλασσα,
τα όνειρα μας
το κομμάτι της φύσης μας,
κι ας ήταν φθινόπωρο,
κι ας βρέχει
Με το κορμί μου να λιάζεται στη θάλασσα
μόνος παλεύω για να σε βρώ.
Κι αν χω γίνει μακρύς κι ατελείωτος χρόνια μετά,
τρελός,
πώς καταφέρνω να ζω τόσες μέρες και τόσες νύχτες μαζί σου
χαϊδεύοντάς σου τα δάχτυλα
φιλώντας σου τους αγκώνες
κάθε φορά που κάνουμε έρωτα
και το μέγα το φως μας περικλείει Μαρία μου
όσο αντέχαμε τον πόνο.
Μετά μάζευε η γειτόνισσα την μπουγάδα,
έδινε ένα κίτρινο νόμισμα στον γύφτο
κι αυτός έπαιζε γλυκά τραγούδια όλη νύχτα στο περβάζι της.
Κάθε φορά που κάνουμε έρωτα Μαρία,
γινόμαστε άνθρωποι από τον πόλεμο αυτό
και πάλι κλαίω
που δεν έχω μάθει ακόμη να σ’αγαπώ αληθινά.
και τι σημαίνει η λέξη.
που δεν έχω τα σημεία του κορμιού σου όλα φιλήσει
όλα νικήσει,
του φόβους σου,
τους φόβους μου.
Τώρα η γειτόνισσα έχει πεθάνει,
κι έχω κρατήσει το κουβά,
ρίχνοντας καμιά φορά κλεφτές ματιές στην πόρτα,
τον γεμίζω με χαμομήλια,
φούχτες χαμομήλια και γιασεμιά.
Αφήνω τα γράμματα στα κουτιά,
λογαριασμούς, διαφημιστικά,
καμιά φορά καμιά κάρτα με στίχους επάνω.
και συζητάω με τους ειδήμονες για τον ήχο της μνήμης
αφουγκράζομαι τη θάλασσα
μα έρχομαι μετά
να ξαναφτιάχνουμε τον κόσμο Μαρία μου
κάθε βράδυ
που μια ζωή ολόκληρη είχε ήδη περάσει από την ώρα της αυγής,
και μια γενιά είχε ήδη πέσει στα γόνατα,
κι έκλαιγες τον έρωτα που ήδη είχε χαθεί,
κι εγώ σε παρηγορούσα,
γι αυτό κι εγώ θέλω να κοιμάμαι στο σώμα σου Μαρία μου,
να συνηθίζω στη γη.
31.10.09
Σχόλια
και με την ανωνυμία σου δεν μπορεί δυστυχώς κανείς να τη λάβει στα σοβαρά...
κι ούτε μπορεί να υπάρξει διάλογος, με εμένα η όποιον μπαίνει στον κόπο να διαβάσει το παραπάνω κείμενο,
χαιρετισμούς,
σ.
Ο ποιητή
Κα Γάτσου είστε υπέροχη. Με θαυμασμό.