Με περίμενες εκεί στην άκρη της θάλασσας,
Στις μεγάλες πέτρες στο παλιό λιμάνι
Ητανε καλοκαίρι και άπλετο φως
Είχες πει λέξεις πολλές.
Τόσες πολλές που δεν χρειαζότανε να πούμε κάτι άλλο
Ουτε καν καλημέρα.
Συναντηθήκαμε.
Τα ρόδα άνθιζαν,
Οι γλάροι – ούτε που τους είχα προσέξει
σκίζανε έναν ουρανό καταγάλανο
Είχες μια μουσική παρουσία ανθρώπινη και γλυκιά
με χαιρέτησες μ’ένα χαμόγελο κι οι λέξεις απούσες
‘Αρχισα να σου διηγούμαι πως έφτασα μόνη.
Πως ικέτεψα, τραγούδησα, παρακάλεσα, έκλαψα,
μα πως κανένας δεν με ακολούθησε.
Κάθε μία πληγή είναι μία σταγόνα στη σιωπή
παγιδευμένη στο ματωμένο σου χαμόγελό.
«’Ελα» μου είπες,
Περπατήσαμε ώρα πολύ σιωπηλοί
Ανεβήκαμε έναν λόφο με χώμα και πεύκα
Μύριζε το καλοκαίρι μέσα απ’τα πεύκα σου και κάτω η θάλασσα καταγάλανη.
«Τουλάχιστον ήρθες εσύ.»
«Δεν περίμενα να έρθει και κάποιος άλλος μαζί σου.
Κι εγώ μόνος μου ήρθα.»
Περπατήσαμε ξανά στο πλακόστρωτο δρόμο,
κατηφορίσαμε σε κάτι πλατείες,
η μέρα τελείωνε και το καλοκαίρι το ανάπνεε θαρρείς η φύση,
Οι μυρωδιές των λουλουδιών της νύχτας, με μεθούν.
‘Ισως έτσι να μπορεί κανείς να βάζει
με τον καλύτερο τρόπο
σε λέξεις την αγάπη.
Ο ήλιος έχει αφήσει τη ζέστη του στη νύχτα
κι η αγάπη έχει τρυπώσει στη σιωπή της.
Οι ψίθυροι των πουλιών είναι διακριτικοί.
Τα άνθη εκείνο το βράδυ είχαν μια γλύκα απαράμιλλη
Σ’άφησα σε ένα σταυροδρόμι και με χαιρέτησες με το ίδιο χαμόγελο
Πιο πλατύ,
λίγο πιο πλατύ,
πιο όμορφο.
Ευχαριστώντας την όμορφη μέρα
σ’ένα ελαφρύ κούνημα του χεριού.
21.04.010
Στις μεγάλες πέτρες στο παλιό λιμάνι
Ητανε καλοκαίρι και άπλετο φως
Είχες πει λέξεις πολλές.
Τόσες πολλές που δεν χρειαζότανε να πούμε κάτι άλλο
Ουτε καν καλημέρα.
Συναντηθήκαμε.
Τα ρόδα άνθιζαν,
Οι γλάροι – ούτε που τους είχα προσέξει
σκίζανε έναν ουρανό καταγάλανο
Είχες μια μουσική παρουσία ανθρώπινη και γλυκιά
με χαιρέτησες μ’ένα χαμόγελο κι οι λέξεις απούσες
‘Αρχισα να σου διηγούμαι πως έφτασα μόνη.
Πως ικέτεψα, τραγούδησα, παρακάλεσα, έκλαψα,
μα πως κανένας δεν με ακολούθησε.
Κάθε μία πληγή είναι μία σταγόνα στη σιωπή
παγιδευμένη στο ματωμένο σου χαμόγελό.
«’Ελα» μου είπες,
Περπατήσαμε ώρα πολύ σιωπηλοί
Ανεβήκαμε έναν λόφο με χώμα και πεύκα
Μύριζε το καλοκαίρι μέσα απ’τα πεύκα σου και κάτω η θάλασσα καταγάλανη.
«Τουλάχιστον ήρθες εσύ.»
«Δεν περίμενα να έρθει και κάποιος άλλος μαζί σου.
Κι εγώ μόνος μου ήρθα.»
Περπατήσαμε ξανά στο πλακόστρωτο δρόμο,
κατηφορίσαμε σε κάτι πλατείες,
η μέρα τελείωνε και το καλοκαίρι το ανάπνεε θαρρείς η φύση,
Οι μυρωδιές των λουλουδιών της νύχτας, με μεθούν.
‘Ισως έτσι να μπορεί κανείς να βάζει
με τον καλύτερο τρόπο
σε λέξεις την αγάπη.
Ο ήλιος έχει αφήσει τη ζέστη του στη νύχτα
κι η αγάπη έχει τρυπώσει στη σιωπή της.
Οι ψίθυροι των πουλιών είναι διακριτικοί.
Τα άνθη εκείνο το βράδυ είχαν μια γλύκα απαράμιλλη
Σ’άφησα σε ένα σταυροδρόμι και με χαιρέτησες με το ίδιο χαμόγελο
Πιο πλατύ,
λίγο πιο πλατύ,
πιο όμορφο.
Ευχαριστώντας την όμορφη μέρα
σ’ένα ελαφρύ κούνημα του χεριού.
21.04.010
Σχόλια