Κι αν είχες ποτέ την ευτυχία, πως θα τον έκαμες τον παράδεισο; Δεν θα έκοβες λεμόνια, να ραίνεις τον πόνο, Και την αγάπη να ευωδιάζει; -Αχ, η αγάπη Ελευθερία, κι ελπίδα καμιά Δεν θα του βαζες μια βάρκα, άγνωστη, να κυματίζει στ’ακρογυάλι; Με μιαν άγκυρα αθέατη κι ένα μακρύ σκοινί, ελαφριά και ήσυχη η βάρκα να ζαλίζεται στα κύματα. Δεν θα’βαζες τον ήχο, πανσέληνο και μήνα αύγουστο, με τ’αεράκι του βουνού να σου χαιδεύει το λαιμό; Με μπλέ βελούδινα χάδια στο σώμα, άλλοτε γκρι κι άλλοτε πράσινα, μα πάντα ευγενή, προσεκτικά μαζί σου. Πες μου πως είδες τον παράδεισο; Παρατημένες ενοχές έξω απ’τις πύλες, με λαμπερές ζητωκραυγές; και πάντα νίκες; Αχ, ο παράδεισος είναι στρωμένος με άνθη, πέταλα , που ζήσανε και τώρα δα πεθαίνουν. Πριν απο λίγο κάποια πάτησα. Με χαμόγελο, και δάκρυα, ο παράδεισος. Μια προέκταση της μνήμης ή της σημασίας των στιγμών, παρόντος και μέλλοντος, που όλες τους γραφτηκαν στα φύλλα της καρδιάς μας ασυνείδητα και μας σημάδεψαν. - Σκάνδαλο κανείς να βάζει λέξεις στον παρ...
Ο ποιητής χρεώθηκε να τραγουδάει