Το λοιπόν, δε βρήκαμε καράβι να μας παίρνει.
Δεν δέχτηκε κανείς να μας πάρει,
Κανείς δε λυπήθηκε την ατυχία μας,
Κανείς δε φώναξε στ’όνομα των ανθρώπων
- Τους θεούς τους είχαν κι όλας ξεχάσει στον κήπο με τ’αγάλματα.
Δε μας λυπήθηκε κανείς,
κι εμείς τους εαυτούς μας δε λυπηθήκαμε
Τους γιομίσαμε μ’ατόφιο χρυσάφι και μάρμαρο ν’ανασαίνουν πανέμορφοι,
Εκείνες τις ώρες που προστάζει ο ήλιος,
και ταξιδεύει το καράβι του πόνου.
Φώναξες κι εσύ, μα δε σ’άκουσε κανείς. Κι ας φώναζες.
Ποιος ο λόγος; Για ποιον άνθρωπο μιλάς;
Αυτοί που μένουν πίσω, δεν έχουν να σου πούνε λόγια.
Κανείς μας δεν μπήκε σ’αυτό το καράβι,
Λες τα λόγια μου είναι αστεία, και σίγουρα διόλου αληθινά.
Προτιμάς να με σέρνεις στα μπουντρούμια της αγοράς,
Να μ’αφήνεις στις λάσπες και στα δουλοπάζαρα,
Καημένε, με τραγουδάς και γελάς, κι αστράφτεις από περηφάνια.
Γελάς. Που αναφέρω τη λέξη αγάπη με περιφρονείς.
Παραπάνω ακόμη που μπορώ και τη βάζω σε σκέψεις, με κοροιδεύεις.,
Θα’θελες να μπορούσες κι εσύ, να νιώσεις
να μπορούσες λίγο να ελπίζεις, Λίγο να νιώθεις ζωντανός κι έτσι να πράξεις
λιγότερα γυμνός στα μάτια μου.
Μη φοβάσαι. Σε βλέπω μόνο εγώ.
Είμασταν πάντα μόνο οι δυό μας στην προκυμαία.
Χωρίς μαντήλι.
Δεν δέχτηκε κανείς να μας πάρει,
Κανείς δε λυπήθηκε την ατυχία μας,
Κανείς δε φώναξε στ’όνομα των ανθρώπων
- Τους θεούς τους είχαν κι όλας ξεχάσει στον κήπο με τ’αγάλματα.
Δε μας λυπήθηκε κανείς,
κι εμείς τους εαυτούς μας δε λυπηθήκαμε
Τους γιομίσαμε μ’ατόφιο χρυσάφι και μάρμαρο ν’ανασαίνουν πανέμορφοι,
Εκείνες τις ώρες που προστάζει ο ήλιος,
και ταξιδεύει το καράβι του πόνου.
Φώναξες κι εσύ, μα δε σ’άκουσε κανείς. Κι ας φώναζες.
Ποιος ο λόγος; Για ποιον άνθρωπο μιλάς;
Αυτοί που μένουν πίσω, δεν έχουν να σου πούνε λόγια.
Κανείς μας δεν μπήκε σ’αυτό το καράβι,
Λες τα λόγια μου είναι αστεία, και σίγουρα διόλου αληθινά.
Προτιμάς να με σέρνεις στα μπουντρούμια της αγοράς,
Να μ’αφήνεις στις λάσπες και στα δουλοπάζαρα,
Καημένε, με τραγουδάς και γελάς, κι αστράφτεις από περηφάνια.
Γελάς. Που αναφέρω τη λέξη αγάπη με περιφρονείς.
Παραπάνω ακόμη που μπορώ και τη βάζω σε σκέψεις, με κοροιδεύεις.,
Θα’θελες να μπορούσες κι εσύ, να νιώσεις
να μπορούσες λίγο να ελπίζεις, Λίγο να νιώθεις ζωντανός κι έτσι να πράξεις
λιγότερα γυμνός στα μάτια μου.
Μη φοβάσαι. Σε βλέπω μόνο εγώ.
Είμασταν πάντα μόνο οι δυό μας στην προκυμαία.
Χωρίς μαντήλι.
Σχόλια
Κάπου ξεκαρφώνουν απ’ το πρωί.
Απ’ τ’ ανοιγμένα μνήματα βγαίνουνε κρίνα
κι ο ήλιος μέσ’ στη συννεφιά
σα Λάζαρος με σάβανο.
Έπειτα λάμπουν οι στολές των πεθαμένων
το μετάξι, τα χρυσαφικά, τα λεμονάνθια
όλα τ’ ανώφελα των ενταφιασμών
και τα μικρά σκεύη του κάτω κόσμου.
Τώρα τους βλέπω.
Πηγαίνουν σιγά, πλάι στα κυπαρίσσια
προσέχοντας μήπως δρασκελίσουν
το σχήμα που τους έδωσε ο θάνατος
απλώνοντας τ’ αδύναμα χέρια τους
ν’ αγγίξουν λίγο φως ή τον αγέρα
αυτόν που ανασαίνουμε.
Φτωχά σαγόνια, φαγωμένα χαμόγελα.
Δεν ξέρουνε πώς να φερθούν·
γυρίζουν αφηρημένοι εκεί
κατά το μέρος που ολοένα ξεκαρφώνουν.
Θυμούνται.
*
Δεν είναι πόνος, μήτε ξεκούραση καν·
μονάχα σα να σε κατεβάζουν προσεχτικά απ’ το πρωί
χωρίς να τους δίνεις φρίκη
μέσα σ’ ένα άσπιλο σεντόνι και το νιώθεις
καθώς μετατοπίζουν τις σκάλες από καρφί σε καρφί
ώσπου μένουν τα τέσσερα σημεία στον άνεμο
γυμνά, ματωμένα.