Μυρίζουν οι κρίνοι κάθε που στάζουν οι σταγόνες
Τα δάκρυα της ψυχής μου,
Ο πόνος απ΄το κομμάτι που λείπει. Εσύ.
Έκοψα από τη σάρκα μου και σου’δωσα να πιεις λίγο νερό.
Η θλίψη στο βλέμμα μου σου θυμίζει τη θλίψη του κόσμου,
Η απελπισία στα λόγια μου, το θάνατο.
Η ζωή παραθέτει γκρίζες εικόνες να περνούν,
Ο ποιητής θλιμμένος και ουτοπικός.
Γιατί μόνο έτσι γνωρίζουμε τους ποιητές.
Με θλίψη και φεγγάρι.
Ω, Αγαπημένα μου άστρα,
κι αγαπημένε μου ουρανέ
Που βλέπω τυφλός,
με την καρδιά μου.
Ω και πόσο αγαπώ τη ζωή. Μ’όση δύναμη μπαίνεις σαν τον αγέρα στα παράθυρα, και σπάς.
Τα φτερά με συνοδεύουν στο διάβα μου τόσο
που αναρωτιέμαι μήπως είμαι πουλί
και μαδάω.
Σαν ένα μεγάλο ποίημα που δεν θα τελειώσει ποτέ.
Ήταν τότε, και θα’ρθουν πάλι κι άλλοι.
Όπως εμείς.
Στον άνεμο, στη γή, στ αστέρια
Να σταματήσεις την αγάπη
Να σταματήσεις τη γή να γυρίζει;
Κι εσένα μαζί;
Το χορό της άνοιξης;
Τα πουλιά τη νύχτα;
Πυκνότητα του σώματος η ψυχή μου,
έτσι όπως κείνοι οι παλαβοί ποιητές,
λαβωκαμένοι από τον απέραντο ήλιο,
από τη γεύση του ατελεύτητου
και το ξημέρωμα της πρώτης μέρας.
Κι αγαπώ να κοιτάζω πάντοτε να περνάνε από δίπλα μου
Στο μέσον της καρδιάς μου.
Φτερωτά καράβια με πυξίδα τ’άπειρο.
Βρυξέλλες, 4.03.011
Τα δάκρυα της ψυχής μου,
Ο πόνος απ΄το κομμάτι που λείπει. Εσύ.
Έκοψα από τη σάρκα μου και σου’δωσα να πιεις λίγο νερό.
Η θλίψη στο βλέμμα μου σου θυμίζει τη θλίψη του κόσμου,
Η απελπισία στα λόγια μου, το θάνατο.
Η ζωή παραθέτει γκρίζες εικόνες να περνούν,
Ο ποιητής θλιμμένος και ουτοπικός.
Γιατί μόνο έτσι γνωρίζουμε τους ποιητές.
Με θλίψη και φεγγάρι.
Ω, Αγαπημένα μου άστρα,
κι αγαπημένε μου ουρανέ
Που βλέπω τυφλός,
με την καρδιά μου.
Ω και πόσο αγαπώ τη ζωή. Μ’όση δύναμη μπαίνεις σαν τον αγέρα στα παράθυρα, και σπάς.
Τα φτερά με συνοδεύουν στο διάβα μου τόσο
που αναρωτιέμαι μήπως είμαι πουλί
και μαδάω.
Σαν ένα μεγάλο ποίημα που δεν θα τελειώσει ποτέ.
Ήταν τότε, και θα’ρθουν πάλι κι άλλοι.
Όπως εμείς.
Στον άνεμο, στη γή, στ αστέρια
Να σταματήσεις την αγάπη
Να σταματήσεις τη γή να γυρίζει;
Κι εσένα μαζί;
Το χορό της άνοιξης;
Τα πουλιά τη νύχτα;
Πυκνότητα του σώματος η ψυχή μου,
έτσι όπως κείνοι οι παλαβοί ποιητές,
λαβωκαμένοι από τον απέραντο ήλιο,
από τη γεύση του ατελεύτητου
και το ξημέρωμα της πρώτης μέρας.
Κι αγαπώ να κοιτάζω πάντοτε να περνάνε από δίπλα μου
Στο μέσον της καρδιάς μου.
Φτερωτά καράβια με πυξίδα τ’άπειρο.
Βρυξέλλες, 4.03.011
Σχόλια