Στη χώρα
Με θαλασσί, βαθύ πορφυρογέννητο πέπλο μ’ αγκάλιασες,
με μάγεψες,
με τη βελούδινη άμμου επ’ αφή.
Πιότερο απ’όλα με μαγεύουν οι παπαρούνες την άνοιξη.
Οι φωνές της κοιλιάς σου, στον Όλυμπο.
Η κρυστάλλινη μουντάδα σου, οι ακτίνες του φεγγαροσκεπαστή.
Μα, ανασαίνω τώρα από τα βαριά χτυπήματά σου.
Σκεπάζομαι στο περιστύλιο.
Αφουγκράζομαι τις σιωπές σου.
Τις αφορμές σου.
Που τις ακούω τις σιωπές σου, δάγκωσα τη γλώσσα μου.
Και μόνο τραγουδάω.
Η θερμοκρασία ανεβαίνει πολύ.
Ανασαίνω τώρα από τα βαριά χτυπήματά σου.
Ανασαίνω τώρα από τα βαριά χτυπήματά σου.
Κινήσεις στον κόσμο σου.
Μιλώ στην άηχη γλώσσα σου,
μα προφέρονται κι οι σκέψεις - λέξεις -
Μεταφράζω τις σιωπές σου.
Οι αφορμές σου.
Σηκώνω φορές το μέτωπο και σηκώνεται ένας άνθρωπος
από τα τέσσερα στα δύο πόδια.
Σηκώνω φορές τα μάτια μου
κι αποτινάζω το μανδύα της σιωπής.
Θυμάσαι που με κοίταξες στα μάτια;
Σε είχα δει κι εγώ τότε.
Θυμάσαι που μου πρόσταξες να σκύψω.
Έσκυψα.
Μυρίζει η ώρα τα τέσσερα πόδια δύο να γίνονται, να ορθοσταθούν.
Τις νιώθεις τις σιωπές σου που ηχούν; που αντιδρούν;
Τι κι αν τις κλείνεις απελπισμένα στις χούφτες σου.
Γίνεται η σιωπή ψίθυρος, κι οι ψίθυροι κραυγές
Σταυρούλα Γάτσου
Με θαλασσί, βαθύ πορφυρογέννητο πέπλο μ’ αγκάλιασες,
με μάγεψες,
με τη βελούδινη άμμου επ’ αφή.
Πιότερο απ’όλα με μαγεύουν οι παπαρούνες την άνοιξη.
Οι φωνές της κοιλιάς σου, στον Όλυμπο.
Η κρυστάλλινη μουντάδα σου, οι ακτίνες του φεγγαροσκεπαστή.
Μα, ανασαίνω τώρα από τα βαριά χτυπήματά σου.
Σκεπάζομαι στο περιστύλιο.
Αφουγκράζομαι τις σιωπές σου.
Τις αφορμές σου.
Που τις ακούω τις σιωπές σου, δάγκωσα τη γλώσσα μου.
Και μόνο τραγουδάω.
Η θερμοκρασία ανεβαίνει πολύ.
Ανασαίνω τώρα από τα βαριά χτυπήματά σου.
Ανασαίνω τώρα από τα βαριά χτυπήματά σου.
Κινήσεις στον κόσμο σου.
Μιλώ στην άηχη γλώσσα σου,
μα προφέρονται κι οι σκέψεις - λέξεις -
Μεταφράζω τις σιωπές σου.
Οι αφορμές σου.
Σηκώνω φορές το μέτωπο και σηκώνεται ένας άνθρωπος
από τα τέσσερα στα δύο πόδια.
Σηκώνω φορές τα μάτια μου
κι αποτινάζω το μανδύα της σιωπής.
Θυμάσαι που με κοίταξες στα μάτια;
Σε είχα δει κι εγώ τότε.
Θυμάσαι που μου πρόσταξες να σκύψω.
Έσκυψα.
Μυρίζει η ώρα τα τέσσερα πόδια δύο να γίνονται, να ορθοσταθούν.
Τις νιώθεις τις σιωπές σου που ηχούν; που αντιδρούν;
Τι κι αν τις κλείνεις απελπισμένα στις χούφτες σου.
Γίνεται η σιωπή ψίθυρος, κι οι ψίθυροι κραυγές
Σταυρούλα Γάτσου
Σχόλια