Η νόησή μου συρρικνώνεται και μαζεύεται ανάμεσα στα μάτια μου. Σιωπά. Η μυστική φωνή που μιλά για μένα - ποθεί συνήθως ν΄αρθρώνει εκείνη τις λέξει ς- τώρα σιωπά. Το φως μπαίνει από τις χαραμάδες των κελιών ενός ψυχιατρείου ή μιας βαρετής κάμαρας. Η σιωπή το αποδέχεται παθητικά. Ετσι κάπως κι εγώ πρέπει κάποια στιγμή να μάθω να σιωπώ. 'Ολοι σιωπούν. Καταλαβαίνεις; Το μαθαίνει κανείς ψηλαφώντας τα σώματά στον χρόνο πόσο είναι αυτό σύνηθες στη ζωή. Σε κάνουν να καταλάβεις. Προσπαθούν να σε κάνουν να καταλάβεις. Καμιά φορά δεν τα καταφέρνουν. Το φως μπαίνει από τις χαραμάδες κατά εκεί που ξυπνάει ο ήλιος για τη νέα μέρα. Καμιά φορά δεν θέλεις να καταλάβεις. Δεν συμφωνείς. Ας χυθεί λοιπόν το καζάνι φωνάζεις, ας γίνει η έκρηξη, τι άλλο πιο τρομερό μπορούμε να περιμένουμε τελικά στην βαρετή τούτη κάμαρα, που τόσο γλυκά και όμορφα θα άνθιζαν δυο λέξεις... Καταλαβαίνεις; Δεν είναι παρά οι λέξεις που σε οδηγούν. Αχ αυτή η ...
Ο ποιητής χρεώθηκε να τραγουδάει