Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2014

Η λεωφόρος

Δεν γνώρισα ποτέ ανθρώπους λεωφόρους Δεν περπάτησα, δεν οδήγησα, Αγαπώ το τραίνο, τις ράγες, τα βαγόνια και την λεβάντα. Εχει χώρο, έχει ανθρώπους, συνοδοιπόρους. Στις λεωφόρους έβλεπα πάντα απέραντη έρημο και πολύ μοναξιά, πολύ σιωπή. Στα τραίνα κανείς σουλατσάρει, συνομιλεί, ζει. Κι αγαπώ να ταξιδεύω με τραίνο στην λεωφόρο της ζωής.

Ποτέ ξανά

Ο ήχος της φωνής σου ποτέ ξανά Η ανάσα η πνοή σου ποτέ, ποτέ ξανά Ξεσκίζεται η σάρκα των δύο σε μία γιορτή, Ποτέ ξανά δεν θα δακρύσω, Ποτέ ξανά με βλέμμα της χαράς ποτέ δεν θα γυρίσω, ανέλπιστα πάντα, σταθερά, χωρίς πάτωμα, επάνω στο σκοινί.

je me suis mise à regarder tes yeux et l'espoir

je me suis mise à regarder tes yeux et l'espoir tes yeux me troublent et quand l'espoir dévore l'image de l'amour des cycle vicieux de tendresse de douceur et de douceur  jaillissent de tes bras et de tes mains Comment puis-je exprimer les rayons du soleil qui couvrent mon visage et mon corps Aimer c est vivre éperdument,   c'est boire la vie avec une paille  jusqu’à  ce qu'elle monte à la tête .. Puis l'amour devient le besoin car se nourrir c'est boire  c'est s'aimer sans dormir  Aimer; c'est trouver de l'ombre quand le soleil tape trop fort C'est le silence de la nuit  perturbé  par un oiseau Aimer c'est l odeur de l herbe après la pluie Tant que cette pluie arrive à se fondre à la mienne  Tant que tes mains arrivent à toucher les choses qui t'entourent Tant que mon prénom arrive à te troubler, Je suis à toi. 

Ξέχασα

Ξέχασα, πως λάμπει ο ήλιος των ματιών σου Ξέχασα τη σιωπή σου το υπέροχο δάκρυ σου Ξέχασα την περισυλλογή των χεριών σου, τη σιωπηλή σου συγκίνηση όταν αγγίζεις τα πράγματα που αγαπώ. Τα ατίθασα μέλη σου στον άνεμο της καταιγίδας, Τα έχασα. Ξέχασα γι αυτό και προχωρώ. Τα ‘χασα όλα, σπίτια, μετοχές, δουλειά, χαρακώματα Σε τίποτε δεν έφερα εξάρες, Μα και δεν μου πήγαινε η τσόχα και ποτέ, Ξέχασα,  κάποιος αέρας μου πήρε τα μαλλιά, και πήρε την ανάσα σου, το λίκνισμά σου και μ άφησε στη θλίψη. Τίποτε δεν θυμάμαι πια.          

Η παράσταση (χρώματα)

Και δεν είναι; το κόκκινο μέσα στη νύχτα το μπλε; βασιλεία στο λαμπρό φως ολόκορμες λαμπάδες κεριά αναμμένα όρια των περάτων θαλασσών. Πλεύσεις; Δεν είναι;       ανώφελο στο φως να κολυμπάνε; αστέρια. Ας είναι…μέρα ρωτάμε κι απαντάμε μέρα νύχτα. Αβρότερα ρόδων, ένα μόνο απάγγελμα      η σιγή και ο θρόμβος των φύλλων.          Το κόκκινο η νύχτα έχοντας πλέον φτάσει πρωινό, γαλάζια θάλασσα το πρωινό έχουμε ακόμη τα χέρια λεπίδες στο φως λευκές αγνές ελπίδες Σκέψεις. Ανεξίτηλα χρώματα. Ακατέργαστα δεσμά τιμωρίας ενόχων στα τάρταρα του πως. Κόκκινο στο σκοτάδι και μπλε στο φως. Σύσφιξη και συνένωση επί ενός εικοσιτετραώρου.       Η απομάκρυνση από τη σχέση τους μας παραδίδει το μωβ κι εμείς αποτασσόμαστε   το τέλος έχοντας ήδη φτάσει στην αρχή. Και δεν είναι; διαδοχή χρωμάτων στα μεσάνυχτα της καρδιάς; Ακατοίκητοι τόποι μα μηδέν εγκατάλειψη. θόρυβος σιωπές και καθρέφτες στα μεσάνυχτα της καρδιάς μας διαδέχονται τρόποι και κερδίζουν ζω

δεν είναι τα σύννεφα,

δεν είναι τα σύννεφα, είναι οι σταγόνες, η ορμή, τώρα που το σώμα - σκαρί σκληρό- έμαθε ν΄απορροφά τους κραδασμούς, και που βρέχει, δεν έχει και καμία σημασία,

Ο κόσμος μας

΄Ακουσα τη φωνή σου, να μου λες έλα χωρίς γιατί ήρθα χωρίς γιατί χωρίς να ξέρω άκουσα τη φωνή και ήρθα, εν μορφή Μεγάλους κύκλους και σταυροδρόμια μια επιστροφή, η πηγή,  το πηγάδι,  πλέουσα, πελάγη των ματιών σου, δεμένη  τα χείλη σου μεγάλη μαχαιριά. ω, Ορφέα με τον κρίνο σου μεθάς την πλάση, σαν ονειροδρόμιο μεγάλης Τετάρτης, λεβάντα και γαρύφαλλο σκορπάς, τραγούδι της  ψυχής, κι αγάπη της νυχτιάς,  τι να κλέψω; κραυγές στο πλήθος; λουλούδια;  μηνύματα.. Χορεύεις στον  ήλιο.  Την λύρα την κρέμασε πίσω από την πόρτα και βγαίνει κάθε τόσο για βραδυνές πτήσεις αγάπης,  δυο τρία πιάτα και λίγο τσίπουρο.

Δυο χιλιάδες παιδιά

Εσύ που ξέρεις και με τις λέξεις μου’πανε Εσύ που ξέρεις και μιλάς Μίλα για μας δύο χιλιάδες άνθρωποι χαθήκανε σε μια νυχτιά, μανάδες παιδιά έχασαν κι έφεγγε ο καπνός μέχρι τα σύννεφα όλη νύχτα. δυο χιλιάδες ζευγάρια χέρια εκατομμύρια αγγίγματα δισεκατομμύρια σ’αγαπώ αμέτρητα δειλινά δύο χιλιάδες παιδιά κάηκαν σε μια νύχτα εσύ που ξέρεις και μιλάς μίλα για μας οι στάχτες μας φλόγα  ακόμη καίνε από μαρτυρία της λουίζα λεβί (βέλγιο άνοιξη 2013) ελληνίδα εβραία από τα τρίκαλα,  στην παραμονή της στο μαντχάουζεν ένα βράδυ άκουσαν στο διπλανό στρατόπεδο  την εξόντωση δύο χιλιάδων ρομά σε μια νύχτα

Το ρόδον

Καὶ δὲν ὑπάρχει θάλασσα δὲν ὑπάρχει χώρα Ὅπου τὰ μάτια σου δὲ μιλοῦν γιώργος σαραντάρης Μάτωσε το δάκτυλό μου. Εσύ. Μάτωσε μια και άνθισε. Μάτωσε ένα βράδυ και η προσμονή, και το φιλί λουλούδι εσύ, κλειδί, ο μόνος δρόμος, στο χείλος του γκρεμού εσύ η φυλακή,  χρυσό κλειδί στεφανωμένο. Εσύ, καρδιά μου ολόκληρη, Παρθένα μου ψυχή και νους και σώμα ηλιοκαμένο μες στην αλμύρα παραδομένο. Των ψηλών θαλασσών η μητέρα και της πόρτας η κόρη, εσύ, ρόδο μου αμάραντο, Παρθένα κόρη. Συνάντησα ένα βράδυ τον Ορφέα, κι υπόσχεση μου έδωσε πως στο κορμί σου επάνω θε ν΄ανθίσω πώς στο φιλί σου τον κόσμο όλο ανήμπορος  θα κλείσω σε κλουβί. Ορθάνοιχτη πανάγια μυρωδιά τα μάτια σου σαν ακουμπάς δαφνοστεφανομένη, Τις νύχτες ξαγρυπνάς στο προσκεφάλι μου κι ανθίζω. Τραγούδησε κείνος κι άνθισε χίλια και άλλα τόσα σάρκα και πέταλα άνθη και κρίνα, και χαμηλά μακρόσυρτα, Τα ’παιξε με τη λύρα του κι έτρεξε αίμα πολύ