Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Σεπτέμβριος, 2014

Ο κόσμος μας

΄Ακουσα τη φωνή σου, να μου λες έλα χωρίς γιατί ήρθα χωρίς γιατί χωρίς να ξέρω άκουσα τη φωνή και ήρθα, εν μορφή Μεγάλους κύκλους και σταυροδρόμια μια επιστροφή, η πηγή,  το πηγάδι,  πλέουσα, πελάγη των ματιών σου, δεμένη  τα χείλη σου μεγάλη μαχαιριά. ω, Ορφέα με τον κρίνο σου μεθάς την πλάση, σαν ονειροδρόμιο μεγάλης Τετάρτης, λεβάντα και γαρύφαλλο σκορπάς, τραγούδι της  ψυχής, κι αγάπη της νυχτιάς,  τι να κλέψω; κραυγές στο πλήθος; λουλούδια;  μηνύματα.. Χορεύεις στον  ήλιο.  Την λύρα την κρέμασε πίσω από την πόρτα και βγαίνει κάθε τόσο για βραδυνές πτήσεις αγάπης,  δυο τρία πιάτα και λίγο τσίπουρο.

Δυο χιλιάδες παιδιά

Εσύ που ξέρεις και με τις λέξεις μου’πανε Εσύ που ξέρεις και μιλάς Μίλα για μας δύο χιλιάδες άνθρωποι χαθήκανε σε μια νυχτιά, μανάδες παιδιά έχασαν κι έφεγγε ο καπνός μέχρι τα σύννεφα όλη νύχτα. δυο χιλιάδες ζευγάρια χέρια εκατομμύρια αγγίγματα δισεκατομμύρια σ’αγαπώ αμέτρητα δειλινά δύο χιλιάδες παιδιά κάηκαν σε μια νύχτα εσύ που ξέρεις και μιλάς μίλα για μας οι στάχτες μας φλόγα  ακόμη καίνε από μαρτυρία της λουίζα λεβί (βέλγιο άνοιξη 2013) ελληνίδα εβραία από τα τρίκαλα,  στην παραμονή της στο μαντχάουζεν ένα βράδυ άκουσαν στο διπλανό στρατόπεδο  την εξόντωση δύο χιλιάδων ρομά σε μια νύχτα

Το ρόδον

Καὶ δὲν ὑπάρχει θάλασσα δὲν ὑπάρχει χώρα Ὅπου τὰ μάτια σου δὲ μιλοῦν γιώργος σαραντάρης Μάτωσε το δάκτυλό μου. Εσύ. Μάτωσε μια και άνθισε. Μάτωσε ένα βράδυ και η προσμονή, και το φιλί λουλούδι εσύ, κλειδί, ο μόνος δρόμος, στο χείλος του γκρεμού εσύ η φυλακή,  χρυσό κλειδί στεφανωμένο. Εσύ, καρδιά μου ολόκληρη, Παρθένα μου ψυχή και νους και σώμα ηλιοκαμένο μες στην αλμύρα παραδομένο. Των ψηλών θαλασσών η μητέρα και της πόρτας η κόρη, εσύ, ρόδο μου αμάραντο, Παρθένα κόρη. Συνάντησα ένα βράδυ τον Ορφέα, κι υπόσχεση μου έδωσε πως στο κορμί σου επάνω θε ν΄ανθίσω πώς στο φιλί σου τον κόσμο όλο ανήμπορος  θα κλείσω σε κλουβί. Ορθάνοιχτη πανάγια μυρωδιά τα μάτια σου σαν ακουμπάς δαφνοστεφανομένη, Τις νύχτες ξαγρυπνάς στο προσκεφάλι μου κι ανθίζω. Τραγούδησε κείνος κι άνθισε χίλια και άλλα τόσα σάρκα και πέταλα άνθη και κρίνα, και χαμηλά μακρόσυρτα, Τα ’παιξε με τη λύρα του κι έτρεξε αίμα πολύ

Υπερασπίζομαι

Κρεμασμένα πανάγια ψηφία, ακατέργαστα για τους αρρώστους των παθών μια τρέλα ψηφία που πολλαπλασιάζονται ή διαιρούνται στο ύψος του αλόγου ταξιδεύει με αλγόριθμους επίπεδα και όνειρα ιδρωμένα στις χούφτες, χωρίς ανάσα θάλασσα απούσα κορμί λειψό,  αναπνοή μου, λες   μα κοιμάσαι μισός,  άερα μου, τι να τα κάνω τα φτερά επάνω στο κατάστρωμα χτίζουμε μες τη γη, και γεωργός  σπέρνω τα ονόματα των τάφων τους.