Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2010

Μικρές συναντήσεις

Στο σώμα σου ζω, με τη γύμνια, Τη γύμνια μελετώ με πάθος. Κι αφοσιώνομαι. Ακροβατώ, μία στα χείλι και μία στα χιόνια. Κάνω τον πόνο, φωνή, και τη στιγμή κάνω αίσθηση. Μια σου μιλώ και σου ζητώ, μια μαρτυρώ, και μια σωπαίνω θλιμμένη. Για όλο το φόβο που είδα στα μάτια σου, έκλαψα. Όλα στα μάτια δίνονται, κι όπως στα μάτια και στα χέρια παρεδόθη. Με όλη τη δύναμη της φωτιάς, και το σκληρό της γής -Μη με ρωτάς πως ξέρω- Στους μυστικούς εκείνους δρόμους είναι ένα φως πλατύ. Είδα απελπισμένες καμπύλες, πλυμένες με δάκρυα στροφές αλήθειες γυμνές και ενοχές, Είδα ντροπές και ζήλειες, λάσπη, επαφές Είδα και άλλα που ήθελες να δεις, μία που δεν βρήκες, μία που φοβήθηκες. Αβασάνιστα να μιλά κανείς για την αγάπη είναι πράμα ασυνήθιστο, το ξέρω, και δύσκολα απαντάται.

Τη νύχτα οι τόποι

Όταν νυχτώνει, οι τόποι όλοι μοιάζουν πολύ. και χώμα που πατώ, μετανάστης του κόσμου ετούτου, πάντα ξένος, το βράδυ που θα κοιμηθώ -δε το ξεχνώ, θυμάμαι- Που έσβησα μια νύχτα με γεμάτο φεγγάρι, Σε μια θάλασσα που αγάπησε το ατέλειωτο χάδι Του μυαλού, και γλυκά που ακούμπησε στο σώμα. Μαγγανοπήγαδο του νου, και η δροσιά του, ξεκούραση. Όταν νυχτώνει ζυγοσταλάζουν τα χαράματα, Και είναι μόνο τότες που αντέχω τη σιωπή, και το τραγούδι της γης. Οι τόποι διαδέχονται ο ένας τον άλλο. Πλημμύρες είδαμε πολλές. Και κεραυνούς, και αστραπές, Η θάλασσα που ενώνει το θέατρο του νου, και στη σκηνή μας ξεσηκώνει, στο χώμα που πατώ τη νύχτα μεριμνώ τα κλειστά στόματα, που δυσκολεύονται να μπουν στο φως της μέρας. Η σιγή τους πόσο με πονά. Φτηνές παρενθέσεις γι ανίκανες συνθέσεις σωμάτων δύο. Όλες εκείνες οι νύχτες, χαμένες. Κι οι τόποι όλοι. Στο χώμα πετώ και πλέω, δεν το ξεχνώ, θυμάμαι, Τις πρώτες στιγμές της γέννησης – ένα λουλούδι, Ένα κύτταρο ζωής. Η αγάπη. Μα πάντ

Τελευταία

Είναι κάτι φορές που νιώθω το σώμα μου όλο ένα σπίτι με χαραμάδες Αφού ανοίγω τα χέρια μου και μπαίνει ο κόσμός όλος Εντός μου, υγραίνω στο άπειρο που με διαπερνά Και στέκει εμπρός μου Αφουγκράζομαι κι αισθάνομαι Έχω ακόμη σώας τα φρένας με τέτοια ομορφιά -με τη ζωή - που μπορώ ακόμη και γράφω Τα κύματα που διαδέχονται το ένα το άλλο Φεύγει ένα εδώ κι άλλο πιο πέρα ‘Ολες οι στιγμές που σφίγγονται στο μηχανοστάσιο του χρόνου, σα μαγγάλι σα παίρνουν ένα προσκεφάλι για φθινόπωρο σε στάση αγνή, βυζαντινή, λιτή κι απόμερη Γιομάτη μύρο τη γή.Αν ήταν δική μας αναρωτιόμαστε. Κι εσύ που γράφεις, αναρωτιέσαι τόσες φορές Μονολογώ, Ακούει κανείς τα νώτα του παλμού του σύμπαντος ή απλά περνάνε από τα μάτια μου σαν γιασεμιά Σαν λίγο να τα άγγιξες, Ίσως και να τα νιώσεις, Τα γιασεμιά να ελαφροπατούν, το ρόδο της άνοιξης Όπως ακριβώς το καλοκαίρι και η ζωή, Γι αυτό τουλάχιστον χαίρομαι Θα πεθαίνω ζωντανή, ερωτευμένη Και κουφή, απότις τόσες χαραμάδες που η ομορφιά σ’ετούτου

Πρόσκληση

(Εμπιστοσύνη) Κι εμείς έτσι να χτίζαμε με τα χέρια μας, μέσα σε όλη αυτή την καταστροφή, πάλι ξανά, το άπειρο. 16.12.010

Past revisited

There is a sadman near by the sea. We call him yellow, and he just smiles He remembered a day that he wore this shirt, yellow. He walks by the bay, and he sings funny songs for the trees and the birds, and the sea that he loves. He sometimes cries, but this he really does not know, it is this sky. Yellow. Suddenly, he realized that he has been living in a dream, A dream that not even its vigorous imagination could not perceive, All this time, he has believing in a candle of love. Yellow. Brussels, 13.12.2010

Όχι άλλα μοιρολόγια

Με σκοτώνουνε μάνα μου Κάθε που σέρνομαι Δεν πέθαναν εκείνοι για μένα Εμένα μου ζητάνε να πεθάνω γι αυτούς Κι εγώ πέθανα μάνα μου Πέθανα κι ακόμη ζω Με λίγες σπίθες σιωπής που μ’απομένουν φωνάζω Εδώ είμαι. Δυνατά. Ακόμη εδώ. Ζωντανή κι όρθια. Πόδια στη γή γαντζωμένα. Και χέρια μαγκωμένα στ’αστέρια, πάνω απ τα σύννεφα Αστέρια τα χέρια, με σύνεργα τον ουρανό Και λυσσάν τα δόντια μου και τρίζουνε, Και λεν πέθανα μάνα μου, Νομίζουν πως πέθανα. Μα είμαι ακόμη ζωντανή. Βρυξέλλες, Δεκέμβριος 2010

Η μικρή μου η καρδιά

Στη σιωπή που έμαθες Θέλεις να μάθω. Τα λόγια που δεν είπες Δε θέλεις να πω. Αυτά που σού καναν άλλοι Κι ο κάθε ζυγός, Χωρίς να ξεχωρίζεις πια μήτε καλό μήτε κακό. Ελευθερία έξω, και θάνατος αργός Κι έτσι πρέπει, έτσι κι αλλιώς και σέρνομαι δες, Μεγαλοπρέπεια σαφώς, Στόμα στυφό. Καίγονται πόλεις, καίγονται χωριά, γυναίκες στα σπίτια Στους δρόμους παιδιά Κι όσο κι αν έτρεξες, τα βράδυα εκείνα, κι αν φώναξες Σου σπάνε τα χέρια, σου δένουν σκοινιά, Καίγεται μέσα σου η μικρή σου η καρδιά. Κι εγώ που κάθομαι και γράφω Τραγούδια που λες, Μια σπίθα άνθρωποι πέντε ή ζωντανοί αν είμαστε αρκετοί; Παλαμάκια χτυπάνε στα σκληρά ναρκωτικά Να πίνουν, να γλεντάνε σε αισθήσεις λιπαρά, Να σιωπούν, άνευ χαράς, καθώς πολιτικώς ορθά. Μόνο χτύποι στην πλάτη, χαϊδευτικά Κι εγώ που χω τα μάτια ακόμη ανοιχτά, στην παράσταση που μόλις άρχισε να μετράει αντίστροφα ξανά, Δεν ξέρω ποιος μένει να χειροκροτήσει Μάλλον κανείς, Είναι κι η λύπη τέτοια Κι ούτε και δάκρυα έμειναν καθόλου

Αποκαθήλωση

Αν γεννιόσουνα πάλι, θα κρυβόμασταν σε μίνθη και κρίνα. Μαζί στα στάχυα. Γεννήθηκα κι εγώ αργά επάνω στις πλάκες αυτές βαδίζοντας Με κάθε θάμα να έχει τη δική του γεύση και υφή, Και παραζάλη. Κι αυτή τη φορά, Για την αρχή του θαύματος είμαι εδώ Για την ανάσταση ήρθα.

Πρόσφυγας

Στο γιό μου Φώτη που δεν θα υπάρξει Γιατί κι εγώ η ίδια δεν γεννήθηκα ποτές Καλοκαίρι 2006, Θεσσαλονίκη

Dominus

Προστάζει κανείς μόνο από αγάπη, Τ αόρατο, να κατοικεί στο σώμα του. Και δεν έδωκεν χρυσάφι, ένα διάβα, μια μικρή ιστορία, Μ’ αγρυπνά στη θάλασσα και πιάνεται μεσ’τους αγκώνες μας σαν κάνουμε έρωτα και γινόμαστε άνθρωποι. . Βρυξέλλες, 1.12.010

Η βαλίτσα

Ένα ρούχο, δυο ζευγάρια κάλτσες κι αλλαξιές για κάποιες μέρες, ένας χάρτης, ένα χαρτονόμισμα για ένα καφέ, λίγο νερό, λίγο ψωμί. Και που την κρύβεις, πιο το όφελος Είναι πάντα εκεί, Είναι φορές που την ξεχνάς, ότι υπάρχει, κι ευτυχείς. Βρυξέλλες, 27.11.010

σε πρώτο πρόσωπο

κι αν δεν υπήρχες, εγώ θα σε είχα βρει. σε κήπους με φρέσκα λουλούδια κάθε εποχής. εικονίσματα που αν δεν υπήρξαν, και δεν υπήρξαν κάποτε., μπορεί, εφόσον δεν είχαν υπάρξει. κι εγώ απλά ανακάλυψα εμένα μα έρχεσαι συχνά και μ’ έπισκέπτεσαι, στις ρίζες των μαλλιών σου μπαίνω, κι αυξάνω. πιο βαθιά ακόμη, στις άκρες των αγκώνων σου έχω περάσει. στα γόνατα σου. στα υπόγεια και στα μπαλκόνια. οι πρώτες ανάσες είναι τα λουλούδια της γης. Τέτοιους κήπους όμως δεν τους φτιάχνει κανείς. Απλά υπάρχουν.

Ακροβασία

Κάνει κρύο, μπαίνει ο χειμώνας Θα κρατήσει λίγο καιρό, και κάποιους μήνες, μετά θα σέρνεται στα πόδια μας για παρηγοριά που εμείς θα ζούμε καλοκαίρι. Γλυκό λοιπόν το πένθος τούτο απόψε Θα κρατήσει μόνο αυτό το βράδυ Εσύ που ξέρεις, εγώ να μην γνωρίζω. Κι αν συγυρίζεις όλα τ’αλάθητα, καθώς του τόπου τα προσκείμενα, Αυτή η περισυλλογή, θα το’χεις νιώσει, γίνεται μεσάνυχτα. Μόνο νύχτα.Μονάχα με τ’άστρα. Βρυξέλλες , 10.11.010

Σ’έρωτα μ’έναν άγγελο

Σταμάτα είπα, να κατέβω, και κατέβηκα, Μα εσύ, δεν έχεις τίποτα να πεις με ρώτησαν. Δεν έχω τίποτα να πω, απάντησα. Είπες, Ναι, Μια φωτογραφία δίπλα σε ένα δέντρο Ενα γεμάτο ποτήρι κρασί,ένα τοπίο που ζήσαμε. Μια νίκη που γευτήκαμε, κι έναν αργό θάνατο. Ενα ταμπλό με τακτικά, χρώματα υγειή, κι έναν άλλο γεμάτο μπουμπούκια,με Χρώματα κι υφάσματα, σ’ένα μπλε θάλασσας, κι ένα όμορφο ουράνιο τόξο, χωρίς τόκο δανεισμένα. Μια μορφή χωρίς καθρέφτη, γιατί εκεί δεν φαίνεται, μόνο πετά. Στον ουρανό, σε κάποια γή, σε θάλασσας φουρτουνιασμένες, και σκάει σαν κύμματα σε βράχια επάνω, φυσικά και ήσυχα, όμορφα. Κινούνται γλάροι κι άλλα πουλιά, ένα μεσημέρι, απομεσήμερο, ή πρωινό, Μια Κυριακή ή ένα Σάββατο, ή στον σταθμό. Μια καλημέρα.Κι όλες οι μέρες μαζί. Τούτο μόνο, το φιλί.Και που πλάγιασε,κι αποκοιμήσε από έρωτα γλυκά φεγγάρια.

Το κόκκινο χαλί

‘Οσο αγάπησα τα μάτια σου δεν πρόδωσες ποτέ κανέναν, τόσο. ‘Οσο με πόθησες, δεν έδιωξες μακρύτερα κανέναν άλλον. Κι όσες φορές σε βρήκα, να καθρεφτίζεσαι σε μορφή ανθρώπου, φοβήθηκες, Τι πρέπει να γίνω για να σε βρω; ‘Αγγελος; Βρυξέλλες, 2.11.010

Ευτυχής

Αγάπα τον φίλο σου, Ζούμε την εποχή των δεσμών, το αίμα ρέει από πάνω μας στους δρόμους, Χύνεται στα περίπτερα και στους τοίχους, Αγάπα το αίμα σου, Σώματα, Αγάπα το σώμα σου, Ολόκληρο, χτυπημένο ή μισό, Αναπηρικά καροτσάκια, παπούτσια, Αεροπλάνα και Βαπόρια, το Σώμα Σου Αγάπα τον έρωτα, Οποια πόρτα κι αν χτύπησα που έγραφε ελευθερία επάνω, Το σώμα σου υστερόγραφο, Λίγες οι λέξεις των γνωστικών, Κάποιοι στο δρόμο κρατούν ομπρέλλα, Εγώ φορώ καπέλο, Σιχαίνομαι τις ομπρέλλες, Ισως όμως κάποια στιγμή κάνω ειρήνη μαζί τους Αγάπα ν’αγαπάς, Ο ουρανός, τα σύννεφα ταξιδεύουν, Εγώ αγαπώ τους γλάρους, Το τιμόνι, Ο καπετάνιος, Σκέψεις, Φωτιά, Αγάπα με πάθος, Γρήγορες οι στιχομυθίες καλύτερα, κι εγώ θα σου γκρινιάζω πάντα, η αγάπη πάντα απαιτεί, Κάτι λιγότερο, ‘Ολα Αγάπα τον ιδρώτα που χύνεις, Να κάνεις έρωτα, αγάπα.δες που σ’αγαπούν, Τα υπόλοιπα ξέμειναν να διακοσμούν θολά τοπία, Και δεν με αφορούν, κάτι λιγότερο; Αγάπα ότι σε γεμίζει χαρά, Τα μάτια σου,

Γύμνια

Το λοιπόν, δε βρήκαμε καράβι να μας παίρνει. Δεν δέχτηκε κανείς να μας πάρει, Κανείς δε λυπήθηκε την ατυχία μας, Κανείς δε φώναξε στ’όνομα των ανθρώπων - Τους θεούς τους είχαν κι όλας ξεχάσει στον κήπο με τ’αγάλματα. Δε μας λυπήθηκε κανείς, κι εμείς τους εαυτούς μας δε λυπηθήκαμε Τους γιομίσαμε μ’ατόφιο χρυσάφι και μάρμαρο ν’ανασαίνουν πανέμορφοι, Εκείνες τις ώρες που προστάζει ο ήλιος, και ταξιδεύει το καράβι του πόνου. Φώναξες κι εσύ, μα δε σ’άκουσε κανείς. Κι ας φώναζες. Ποιος ο λόγος; Για ποιον άνθρωπο μιλάς; Αυτοί που μένουν πίσω, δεν έχουν να σου πούνε λόγια. Κανείς μας δεν μπήκε σ’αυτό το καράβι, Λες τα λόγια μου είναι αστεία, και σίγουρα διόλου αληθινά. Προτιμάς να με σέρνεις στα μπουντρούμια της αγοράς, Να μ’αφήνεις στις λάσπες και στα δουλοπάζαρα, Καημένε, με τραγουδάς και γελάς, κι αστράφτεις από περηφάνια. Γελάς. Που αναφέρω τη λέξη αγάπη με περιφρονείς. Παραπάνω ακόμη που μπορώ και τη βάζω σε σκέψεις, με κοροιδεύεις., Θα’θελες να μπορούσες κι εσύ, ν

ΓΙΑ ΣΕΝΑ - ΧΙΙΙ

Δεν ξέρω ποιες λέξεις να βρω, Για να φανώ λιγότερα κουτός, Λιγότερα ρομαντικός από σύννεφο, και να μην νιώθεις τις λέξεις υπερβολικές, για εντυπώσεις, Αλλά ήλιος που χαιδεύει το νου, και το σώμα με θάλασσα.

Το μανιφέστο μιας τοπικής διαμαρτυρίας

Κολλημένη στο σασί του μπροστινού αυτοκινήτου, Ζαλίζομαι, το στομάχι μου σφίγγεται, μπορεί να έφυγες, Μπορεί να είσαι ακόμη εκεί, άκουσα τον Αγγελο που έλεγε Για τα φτερά, εσύ πέρασες κι εγώ σταμάτησα να τα μαζέψω Αγγίζεις τη σκέψη μου, και το σώμα αντιδράει, όλόκληρες σταγόνες κρύου ιδρώτα με λούζουν, το φανάρι γίνεται πράσινο, προχωράω, σαν να μην υπάρχουν οι πλανόδιοι, θα τους χτυπήσω, η ζάλη μου, ο ιδρώτας να καίει, πίσω από την πυρκαγιά εσύ, στο πεζοδρόμιο, στη γωνία, στο ποτήρι, θα πέσω, το τέλος, Ζαλίζομαι, κάνει άσχημη ζέστη κι υγρασία, στρίβω, τα μάτια σου, οι τοίχοι χορεύουν ή εγώ, η εικόνα περνάει πάλι από το μυαλό μου, τα βήματα στο πεζοδρόμιο, Ζαλίζομαι, δεν θυμάμαι, σου είπα κάτι τέτοιο, αφηρημένες έννοιες, όχι, όχι, δεν ήταν, η καρδιά μου, Ζαλίζομαι, παγιδεύτηκα, αρρωσταίνω, το στομάχι μου σφίγγεται, κολλημένη στο σασί, γίνετε πορεία , σε ψάχνω, μνήμες ήταν και στιγμές καραδοκούν στο δρόμο να μ’αρπάξουν, κι εγώ κρύβομαι, Ησυχία, έχω κολλήσει το δέκτη μου στα τελευταία ν

Να προσέχεις στο δρόμο

Με ράγισες μια, Μ’εσπασες δυο, τρεις με θρυμμάτισες. Αυτό λοιπόν είναι ο έρωτας!!! Ε, με τόσα γυαλιά που μαζέψαμε τριγύρω, όλο και κάποιος θα κοπεί. 13.10.010 Βρυξέλλες-Αθήνα-Θεσσαλονίκη

Τέταρτη Διάσταση

Εγινες λοιπόν μαύρη ψυχή, Τρόμαξες τόσο, Ποιος καθρέφτης θ’άντεχε στο κοίταγμά σου. Κανένας. Κι ούτε σπίτι, να λες ποτέ ξανά, πως να τολμήσεις. Τετραδιάστατος. Μα, οι διαστάσεις διευρύνθηκαν, δεν στο σφύριξε κανείς; Κρίμα,. Ο αέρας δεν έχει άλλο όνομα παρά το δικό σου, λες, κι η γή δεν έχει άλλη σάρκα παρά τη δικιά σου, τα δέντρα φυλλώματα άλλα από τα βλέφαρά σου δεν έχουν, κι όλη η φύση το φιλί σου. Πότε ξανά. Και να πέφτεις αργά σαν πούπουλο, πτώση και πτήση.

ΔΙΑΤΙΘΕΤΑΙ

Τα δάκρυά σου, Η πληγή μου, Από χαρά δάκρυα, Από αγάπη ο πόνος Μακρυά μου και τόσο κοντά μου, Ηχηρές συμφωνίες σιωπής που φοβάσαι τον κρότο που θα’καναν πέφτωντας, Και τις προσέχεις τόσο! Τα δάκρυά σου, Η πληγή μου, Στέρεψαν, λες δεν ξέρω πια να κλαίω Υπάρχει το στερεύω; Ενα μήλο, Η γραμμή των οριζόντων, το φεγγάρι, Ο αριθμός κι οι επιβάτες, Η γωνία, ο δρόμος, Το φανάρι πράσινο, Οι εκρήξεις, τα χέρια σου, ο Αη Νικόλας. Η πρασινογάλανη θάλασσα, Τα σκαλοπάτια της, Ο χειμώνας που θα’ρθει. Το χαμόγελό σου. «Καλημέρα»

Απαξίωση

Εκείνοι που δεν μίλησαν ποτέ, Πήραν μαζί τους στο τάφο τους θαμμένα μυστικά, Έκλεισαν στην αιωνιότητα τους κλειδιά της ζωής μας, Εγωϊστικά, απροκάλυπτα, μας κράτησαν έξω από την νόηση μιας πραγματικότητας στην οποία συμμετείχαμε, κι ας είχαμε δικαίωμα να μάθουμε - που ψάξαμε να βρούμε το γιατί - Κι αυθαιρετούν λοιπόν, χάρην της εξουσίας της προσμονής, με την απουσία του λόγου και με σιγή, για όσα δεν δύνανται, και δεν μπορούν να αντικρύσουν, σε απόσταση καμία από τη γή, χωμένοι μέσα που θάφτηκαν για να μην τους δεις.... How pathetic indeed! Βρυξέλλες, 8.10.010

Ο Ικέτης τη Νύχτα

Σαν ύστερη γραφή, στα χέρια σου θα βάλω, ένα πινέλο-λέξεις , . Να ζωγραφίσεις στο σώμα μου, -όπως πάντα - ένα λαμπερό αστέρι. Χρωματίζεις αρχίζοντας με μαύρο ουρανό τον πόνο σου, - βρίθει το κόκκινο , κι ο πόθος.Επάνω σκούρο χρώμα.Νύχτα. «Λείπω κι ο αέρας σε μαστιγώνει» λες «το νιώθω». Τρεις φορές μετά περνάς την ανάσα σου επάνω στον καμβά. Τρεις φορές ξεφυσάς, τρεις φορές σκοτώνεις, Τρεις φορές, ξανά, χαιδεύεις τη γη.Νύχτα κι εκεί. Κοιτάς το έργο, στο σώμα σου ζωγραφίζω σκέφτεσαι. «-‘Ομορφη..;!!!» Σου ξεφεύγει. Σταματάς να μιλάς. Σιωπή.Γελάς, άλλωστε είναι πειράγματα. Μετά πετάς, γράφεις, Εξομολογήσου, οι ΕΙΚΟΝΕΣ είναι ΠΑΝΤΑ ΠΑΡΟΥΣΕΣ, Το έργο βυθίζεται μέσα σου, η ορμή του φανερώνει φωνήεντα, Βλέπεις; Βαθιές της ελπίδας μετά οι πινελιές, Πιείτε στον έρωτα,στη ζωή, η μάχη της για ν’ανασάνει, βαθύ πράσινο, Καίγεσαι στον μαύρο ουρανό. Το σώμα στέκει θολό στη σχισμή των οριζόντων. Θέλεις να ξεχάσεις οτι υπάρχει.Οι χαραμάδες στα μάτια μου. Να τις ξεχάσεις (;). Γραμμές απόλυτες, κι αργέ

Κρυφτούλι

Ενα νεαρό παιδί, μου’χει κλέψει την καρδιά. Την ψάχνω στα καλώδια, και ψάχνω στα νερά, και την ψάχνω, μα όλο λείπει μέσ’τους κήπους. - ΤΑ ΚΡΥΦΑ ΜΕΣΟΠΕΛΑΓΑ -

Κάθε φορά που πρέπει να φεύγω

Κάθε φορά που πρέπει να φεύγω, λίγο, για να μ’αγαπάς, πολύ , είναι θέμα αντοχής, -no risk Γιατί είναι εύκολο ν’αγαπάει κανείς, Ω, στ’αλήθεια τόσο εύκολο ν’αγαπάει κανείς. Πυροβόλησα τις λέξεις στον αντίθετο τοίχο, Για να φτάσουν σε σένα, λίγο πολύ, ίσως, γιατί , ω! τόσο, μα τόσο εύκολα σ’αγαπάει στ’αλήθεια κανείς. Να μου λες να μιλώ σε όλους γύρω μου, ν’ακούς εσύ, Και να φεύγω λίγο μου λες, κι εσύ «σ’αγαπώ», «πολύ, πολύ» -λίγο πιο πολύ Που είναι εύκολο μωρό μου, τόσο εύκολο ν’αγαπάει κανείς. Να κάνω πως κοιτάζω τον καθρέφτη, για να με κοιτάς, κλεφτές ματιές, εσύ. Να τριγυρίζεις γύρω μου, λίγο λίγο, και πολύ, Και δήθεν τυχαία, να μ’ακούς που λέω, «μα,! είναι εύκολο ν’αγαπάει κανείς» αν είναι να’ρθει, θε να’ρθει... Κάθε φορά που πρέπει να φεύγω, για να μ’αγαπάς πολύ. Αθήνα 26.09.010

Ποια μέρα

Ποια ήταν η μέρα άνθρωπε που κάθισες, να δεις, Και να σκεφτείς, Πως να'ναι η τελευταία σου η ώρα, -Ή όταν θα’ρθει Θυμάσαι που ‘παιζες παιδί στα δέντρα χάμου και γελούσες. Καμία σκέψη για το θάνατο. -Πολύ μακριά ο θάνατος. Ποια μέρα κάθισες και κοίταξες τριγύρω τι σε σώνει, Και πόσο από το χώμα αυτό λίγο είσαι μακριά -Σε προστατεύει η απόσταση, Πόσο λίγο μακριά είναι το χώμα αυτό από σένα, ελάχιστα, Που πέρασες, και μπήκες κι ήταν πρωί μετά που μίσεψες και πήγες. Πως με κοιτάς περήφανα έτσι και με χαιρετάς, Στο φέρετρο εγώ, η εσύ - Ποιος ξέρει Πρώτος ποιος θα ξαπλώσει. Και ποιος στον άλλο δάκρυα στην πέτρα θα στεγνώσει. Κι εκείνες τις μέρες που ζήλεψα, τη φύση να ρουφήξω, αγάπη, και το σώμα, επάνω στο χώμα να σου κάνω έρωτα θέλησα. 'Αλλο απ'αυτό δεν ξέρω να κάνω. 26.09.010

Ο ποταμός

Από τη θάλασσα, αγάπη λες, πως πας στον ποταμό, στον έρωτα, Με μιαν κρυφή ελπίδα, τον πόθο της πηγής, μια σπίθα δίψα, Κι έπειτα; Κανείς. Οι άγγελοι μαζέψαν ότι άπλωσαν, και τη σκληρή τη θάλασσα, που πλάγιασε στον ουρανό για να στεγνώσει. Δεν άντεξαν την τόση γύμνια. Κρύφτηκαν σε ένα χαμηλό σπιτάκι. Απ’όπου ακούγεται το κελάρισμα του νερού απ'τα ανοιχτά κόκκινα παράθυρα. 24.09.010

Στον όμορφο τόπο περπάτησα

‘Εναν τόσο όμορφο τόπο. Πώς κλείσαμε την καρδιά μας, μάτια μου, και δεν τον εκοιτάξαμε. Πρόσφορα τα πέλαγα, μα τα λεηλατούμε. Μέρες και νύχτες, εποχές, και το φεγγάρι που ξεχάσαμε να δούμε, 'Ονειρα βαφτίσαμε τα φτερωτά σημεία, πουλιά και σπαρταράνε. Χύνεται η αγάπη μου πικρέ μου, κι ακούμπησα, για δες, στα κυπαρίσσια τα ψηλά να ξαποστάσω. Όλες οι θύμησες, μου σφυρίζουν με τα φύλλα, και μου μιλούν, και αντηχούν. Λίγο πιο πριν, λίγο μετά. Εναν τόσο όμορφο τόπο Πώς βασανίζουμε. Και πώς κρατάμε, καρδούλα μου, Τα μάτια μας κλειστά. Αθήνα, 24.09.010

If beauty

A Fragile dream you are my love. You smell like the snow in a winter noon. Followed by those who search for the sun, for those who search for you. Up high to the sky, here they come, I can see a walking line, see through the sky see through the sky. So tender is the sky. If beauty there is, then, these are the sounds. 23.09.010

ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΚΑΤΕΒΑΣΕΙ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ;!

ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ. ΕΝΑ, ΔΥΟ. ΕΝ ΔΥΟ.ΜΕ ΡΥΘΜΟ. ΣΑΚΟΥΛΑ. ΣΑΚΟΥΛΕΣ, ΚΟΜΜΑΤΙΑ, ΚΟΥΤΑΚΙΑ, ΚΟΥΤΙΑ κι ΑΠΟΦΑΓΙ Α, ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ. Ανακύκλωση;! ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ, ΕΝΑ ΧΕΡΙ, ΕΝΑ ΜΠΡΑΤΣΟ, ΕΝΑ ΜΑΤΙ, ΕΝΑ ΠΟΔΙ ; ΕΝΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙ ΑΝΤΙΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ. (ΑΣΤΕΡΙΑ ΑΠΟ ΧΩΜΑ ΚΑΙ ΝΕΡΟ;) ΟΙ ΘΙΑΣΑΡΧΕΣ, ΕΠΙΚΟΥΡΟΙ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ, ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΤΟΥ ΠΟΤΕ, ΜΑΛΩΝΟΥΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ: «ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΚΑΤΕΒΑΣΕΙ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ;!» «Ε;!!!» Αθήνα, 18.09.010

Μικρόκοσμος

Μην κτυπάτε καμία πόρτα, Έφυγε ο αμαξάς, πήγε στην άμαξα Έφυγε κι ο ταχυδρόμος, δίδει γράμματα. ‘Εφυγε ο φούρναρης της γειτονιάς, Και στο περίπτερο ο άνθρωπος μόνος. Στον χρυσοχόο ξέμεινε κάποιο υλικό, Μα δεν έκανε δουλειά. Ο Στρατηγός με τον Παπά μπήκαν στην άμαξα. Το γράμμα ήταν πολύ βαρύ για χώνεψη, Ερμηνεύτηκε ως κλάψα τυμβωρύχου – τόσες σελίδες. Ο συγγραφέας καταθέτει τη θέση του για την παράκτια επίθεση ενός απίθανου μέλλοντος, γεμάτη από ύλες ατόμων που δεν είχαν ουδεμία σχέση με το παρόν. Ο κλειδαράς προσέγγισε με τον καλύτερο τρόπο την κατάσταση, Έσυρε, έσπασε, κόπιασε, εξετέθη... –Η πόρτα όμως δεν άνοιξε. Ο καλλιτέχνης από το απέναντι μπαλκόνι ετοιμάζει εδώ και δύο χρόνια την καινούργια του δουλειά που δεν θα δείξει ποτέ. Η κα Τασία έκοψε μερικά λεμόνια για το αυγολέμονο. Ο ποιητής μουτζούρωσε άδειες σελίδες, ότι είδε κι ένιωσε, - Ματαίως.Δεν τον πίστεψαν Τα περιστέρια τακτοποίησαν τα ψίχουλα που έπεσαν από το τραπέζι. Κι ο τζογαδόρος στη γωνία, που κράτησε τις λανθασμένες

Τα παραδοτέα

Πολύ κοντά, μακριά σου, Σε ένα σημείο του χάρτη μικρό Μια σπίθα γης και γύρω πέλαγο Χωρίς πιξίδα, Με σώμα ακέφαλο και βομβαρδισμένη μνημοσύνη αγίων Που ξεφύτρωσαν από, ποιος ξέρει ποιαν ευχή ή ποιαν ανάγκη, Δεν έδωσαν σημασία, κοντοστάθηκαν, πέρασαν άφησαν βότσαλα σε μια παραλία, ή ακόμη ακόμη λέξεις, πλέξεις σε έναν αραχνούφαντο ουρανό. 15.09.010

‘Ενας Τζέντλεμαν

Εκείνος ο κύριος Που διαγράφηκε στη σκιά του τοίχου Με το ψηλό καπέλο, Με χαιρέτισε διακριτικά. Κι έπειτα, απλά, έφυγε. -ΜΕΣΟΠΕΛΑΓΑ-

Το φιλί σου

Είπαμε τόσα πολλά, λίγα περίσσεψαν Εχτές και πάλι, Αναρωτιέμαι πάλι για τα μακρυά σου δάκτυλα, και την υφή στα χείλι, που ένιωσα. Περπατώ στους δρόμους και το σκέφτομαι, συνομιλώ με τα χέρια σου. Σε σκέπτομαι. και που γελάω, Με τα χείλι, και την πνοή σου, Δροσίζομαι μ’ένα μεγάλο ποτήρι λευκό κρασί. Διαδρομές μέχρι την ευχαρίστηση σου. Η αφιέρωση δεν θα’χε ποτέ νόημα χωρίς το φιλί σου. Μακριά που φεύγεις για να’ρθεις κοντά μου . Τα χείλι σου αυθαιρετούν κι αυθόρμητα νιώθεις αλλιώς. Και λες για τον αέρα, τη βροχή σου πως σε μεθούν, κι ακούμπησα τυχαία στο κουμπί σου κι έπεσα λιγάκι πιο βαθιά, αγνά, μεσ’τη ψυχή σου. 11.09.010

Φαντασία

Κήποι απέραντοι Κι ένα λιβάδι, μεγάλο σα θάλασσα, και βελουδένιο. Σαν να’ναι η χλόη όλη ένα χαλί, - και, ζαβολιά, αν το τραβήξεις Να πέσεις στα χέρια μου, που θα’χω ανοίξει. 10.09.010

Αεράκι

Κρυφά κι ολοφάνερα, μία πίσω, και μία πάλι εδώ μπροστά σου, Είπες κάτι; Ό,τι. Κι η ησυχία, απέραντη. άραγε την ακούει κανείς; Μα το κυριότερο, οτι ακούς εσύ. Αόρατοι ρυθμοί, γεμάτα συγκίνηση χάδια, Απόσταση γεμάτη ήχους, χωρίς υποσχέσεις. Μια ανώνυμη απλή επαφή . «Πώς σε λένε;» και «Ποιό είναι τ’ονομά σου». Κι αν είχα βάλει λέξεις, ίσως να είχε χαθεί. Μα, στ’αλήθεια αγόρι μου, στον κόσμο της σιωπής σου πήγα, και γύρισα πάλι πίσω, και ό,τι ξέρω μ’αυτές τις θάλασσες σε έλυσα, εν λευκώ, χωρίς πανί, χωρίς σώμα. Καράβι π’αρμενίζει με τον άνεμο, άραξε στα κύματα ενός πελάου πράσινου, κι είναι λέει κάπως έτσι κι η ζωή, ένας παράδεισος. Κορυφώνεται στην σιωπή, Mα αν σ’εύρουν οι λέξεις του και τις καλοδεχτείς, μυρτιά και δάφνες. 6.09.010

Φθινόπωρο

Κι εγώ πως να σιωπήσω για τον κόσμο σου, Γλυκός, φορές θλιμμένος, σιωπηλός. Από μια θλίψη που έπεσε από τ’άστρα, Πόσο μπορεί κανείς να νιώσει τ’άστρα όταν σβήνουν, Εκεί σε αγαπάω πιο πολύ. Κι ας πέφτουν μεσ’τη θάλασσα και σβήνουν, ή σαν αφήνουν τα κλαδιά ενός δέντρου και σιγίζουν αμίλητα, αστέρια. φφφφ...ένας μικρός αέρας, στάλες βροχής κι η σιωπή ένα όνειρο. Αχ, σεπτέμβρη πάρε με, πάρε με και γλυκοχάϊδεψέ με, Πόσο στεγνά γίνονται τα χέρια σου και τα δάκρυα μου τούτη την εποχή, Αν τ’άγγιζες θα σε βασάνιζαν. Και διόλου μην τα κοιτάς. Ανέπαφα και τα δυο. Απ’ τον γαλάζιο ουρανό και μέχρι τη γη, και ως το χώμα, έχω χαράξει μια μεγάλη, λεπτή, φωτεινή, διάφανη διαδρομή. Κι είναι αυτός, ο μόνος τρόπος που νοώ για να μιλήσω για τον κόσμο σου. Επέρασεν η ώρα γλυκέ μου, εσβήσανε τ’αστέρια, κάνει κρύο. Πάμε μέσα . 6.09.010

Το κλουβί

Είναι μέρες τώρα, που σου λέω Κράτα στο χάρτη σου ένα τόσο δα μικρούλη μέρος, Βρες εκεί στο χάρτη σου ένα μικρό νησί. Και πόσα και τόσα μέρη χαρτογράφησες και είδες... Ηπιαμε αύγουστο κι είμαστε ακόμη μεθυσμένοι, Μη με παρεξηγείς. Θου, τέτοιες λέξεις πως βρήκαν δρόμο κι ήρθαν! Δες εδώ κάτω χαμηλά στο χάρτη σου, Υπάρχει ένα μικρό νησί που λέγεται ευτυχία, Και για πες δηλαδή, εσύ που φτιάχνεις τον χάρτη, Γιατί; γιατί να μη θέλεις να το δεις; Οτι υπάρχει. κι αν πάλι εσύ, που τόσα κάμεις, κι ας πούμε, δεν μπαίνεις και στον κόπο να το πείς, εμείς γιατί να μένουμε μακριά της; Υπάρχει λόγος; Κι ακόμη κυριότερο, γιατί να θέλουμε να πιστεύουμε ότι το είχες κρυψει; Περισσεύει κανεις; Κι αφού τίποτε δεν είναι τυχαίο, Τότε γιατί όλοι εμείς; Περισσεύει στ'αλήθεια κανείς στην ευτυχία; 5.09.010

Μόνο χέρια

Τώρα που είμαι εδώ δικιά σου, Τώρα που δεν έχω πια φτερά, Μόνο χέρια. Δες. Σκόνη που δεν έχει φύγει απ’τους ώμους μου πετάω, ήταν ήδη τόσο μεγάλο το ταξίδι. Οπως κι αν έφτασα μη με παρεξηγείς, έφτασα, όρθια ακόμη, ζωντανή. Γεμάτη δάκτυλα. Εμαθα λοιπόν πως ν’αγαπάω. 3.09.010

Κοινωνικές συμβάσεις

Κι έπρεπε έτσι να πέσουνε οι τοίχοι, Να γυμνωθεί η ζωή. Να μείνουμε , όπως πάντα, με όλα όσα ποθήσαμε, Με κούρασαν τόσες φανφάρες, τόσα λόγια, φασαρία που χαλούσε το τραγούδι των πουλιών. Κι όσο κι αν έστηνες αυτί, δυσκολευόσουνα ν’ακούσεις. Τόσος τόπος, τόση βουή. Εχει μια ησυχία απόψε, κι απολαμβάνω τις κοπιαστικές κινήσεις της επιβίωσης με ηρεμία, Ναι στ’αλήθεια άλυτες πολλές οι υποθέσεις, κάθε μέρα, Επικίνδυνες προσκρούσεις σωμάτων, η τάν η επι τάς. Μα να, ξετύλιξες το δώρο της ζωής, κι έχεις στα χέρια μόνο πιάσει ότι σου είναι αλήθεια. Το αμπαλάζ έχει κάπου χαθεί αλλά δεν ξέρουμε που πήγε. Κι εύχομαι τώρα ένα τραγούδι που να λέει για να μην σβήσει από τη μνήμη μας αυτή η αλήθεια. Πάντα ήταν αλλιώς η αλήθεια, πάντα υπήρχε, μα τώρα ίσως που τα στερνά μας κόκκαλα έχουν ποτίσει, να βάλουμε τα γυαλιά μας στην άκρη, μήπως και δούμε τον ήλιο ξανά. Κι αν είναι κάτι να παραδώσουμε κι εμείς μετά, να’ναι ίσως πως υπήρξε αυτό το αμπαλάζ, και καμία πληροφορία γι αυτό. Σαν να το είχαμε σχεδόν

Αιχμαλωσία

Δεν έφταιγαν ποτέ που ήτανε πουλιά τα μάτια σου, - στο’χω πει;, ξεμαλλιασμένες οι αισθήσεις σου, ή σκληρά πετρωμένα τα χαμόγελα σου. «Δεν έχω κάτι πιο πολύτιμο από το σώμα μου», - πληγές γεμάτο, είπες μετά, και να, μπροστά σου αφήνομαι. Χωρίς ντροπή. Τα χέρια που’ναι σαν φτερά θυμούνται πως πετούν από τα κρίνα μάτια σου, κι αυτά γελούν ολόκληρα δυο φωτιές που καίουν, ή σαν μια φλόγα που είχε μόλις πάρει πάλι φωτιά. - Αέρας εγώ και να πυρώνει Η άνοιξη, το καλοκαίρι,..... οι εποχές, τα χρώματα. Οι καθαροί ήχοι του μετάλλου όταν προσκρούει επάνω μας η ζωή, και αναδύουνε κύματα και μουσική. Κι όποιος ακούει τα κύματα, είναι που δέθηκε στη θάλασσα μ’ένα μακρύ σχοινί. Και τραγουδάει.Απλά, το τραγούδι της ζωής. 2.09.010

Επιμηθείς

Τι απλά που μιλάς για τα φυλλοκάρδια μου, Σαν τόσο απλό, και δεν το πρόσεξα, το αεράκι που στράβωσε το στύλο της τέντας στη βεράντα. Ποιες είναι οι λέξεις που βρίσκουν πάλι το νόημά τους; Κι η ζωή μου, ποιες στιγμές; Πάει καιρός που δεν ξαπόστασα να δω τα φύλλα που χορεύουνε στη φύση, Και τα κλαδιά που γέρνουνε, μήνα σεπτέμβρη. Κι εκείνα τα λόγια τα δικά σου, τα όμορφα, τα πλάνα, - τα τόσο απλά κοχύλια στη χούφτα μου, Μά, μάλλον ειναι πως τ’απλά τα βρίσκει ο κόσμος άκυρα, - όταν γι αυτά μιλας Κι εσένα αφελή. Κάθε μέρα. 2.09.010

Η κίτρινη γραμμή

Επάνω της ακροβατείς γελώντας. - έχεις ήδη επιλέξει για χέρια τα φτερά σου - κι έτσι γυρίζεις και κοιτάς, μια δεξιά, μι’αριστερά σου. κι εγώ αγκάλιασα στα γόνατά μου ανάμεσα την κίτρινη γραμμή Μόνο να την περπατήσει θα μπορούσε κανείς. Κι είχαμε ήδη βγει από το τούνελ. 1.09.010

Λίθοι

Κι αν είχες ποτέ την ευτυχία, πως θα τον έκαμες τον παράδεισο; Δεν θα έκοβες λεμόνια, να ραίνεις τον πόνο, Και την αγάπη να ευωδιάζει; -Αχ, η αγάπη Ελευθερία, κι ελπίδα καμιά Δεν θα του βαζες μια βάρκα, άγνωστη, να κυματίζει στ’ακρογυάλι; Με μιαν άγκυρα αθέατη κι ένα μακρύ σκοινί, ελαφριά και ήσυχη η βάρκα να ζαλίζεται στα κύματα. Δεν θα’βαζες τον ήχο, πανσέληνο και μήνα αύγουστο, με τ’αεράκι του βουνού να σου χαιδεύει το λαιμό; Με μπλέ βελούδινα χάδια στο σώμα, άλλοτε γκρι κι άλλοτε πράσινα, μα πάντα ευγενή, προσεκτικά μαζί σου. Πες μου πως είδες τον παράδεισο; Παρατημένες ενοχές έξω απ’τις πύλες, με λαμπερές ζητωκραυγές; και πάντα νίκες; Αχ, ο παράδεισος είναι στρωμένος με άνθη, πέταλα , που ζήσανε και τώρα δα πεθαίνουν. Πριν απο λίγο κάποια πάτησα. Με χαμόγελο, και δάκρυα, ο παράδεισος. Μια προέκταση της μνήμης ή της σημασίας των στιγμών, παρόντος και μέλλοντος, που όλες τους γραφτηκαν στα φύλλα της καρδιάς μας ασυνείδητα και μας σημάδεψαν. - Σκάνδαλο κανείς να βάζει λέξεις στον παρ

Δεσμώτες

Να κοιμηθούμε πάλι στους δρόμους εκείνης της πόλης, στη γή επάνω, με την όμορφη ατέρμονη βόλτα των στέρεων ασωμάτων πλάι μας, κυκλικά, σαν βελούδινο φιλί, χείλι απαλά σαν το ροδάκινο σα δίνουν. Αυτό που έχω να σου πω, αστεράκι μου, Δεν είδαμε τις σκιές μας στον ήλιο ποτές πως φέγγουν. Στο λιμάνι ατάραχα πως ανεμίζει ένα πανί, αστεράκι μου, δεν είδαμε.απόρησα. Τις ανάσες μας που ήσαν πιο καυτές στον ήλιο της γης, ολόκληρες, φρεσκοκομμένες. Εκείνες δεν φώναξαν.Δεν είπαν τίποτα. Η περιβάλλουσα όραση δεν ανταποκρίθη. Κι εκείνα τα φώτα αστεράκι μου, μέσα στη νύχτα, ήταν χαράματα. Και λες αυγερινέ των δρόμων της πόλης τούτης, συγγνώμη παραστράτησα. Δεν θα το ξανακάνω. Πουλιά και θάμνοι με το κουπί στο χέρι που προσπέλασα, ο ήλιος πριν πέσει τραγούδαγε το τραγούδι της νύχτας, για ότι μας δένει, και ότι στα χέρια του κρατεί με πόθο και δύναμη, ελπίζει. Αστεράκι μου έχει καιρό που δεν είδα σταυροδρόμια. Μα εσύ από τον ουρανό και τα σύννεφα που παίζουνε κι όλο μαλώνουν , Τι ν’ακούσεις, τι να πει

Σκλάβοι

Ελεύθερα πολιορκημένοι Την αφοσίωση στο φως κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει Με διαμαντένιους στεναγμούς και πόνους, Εκεί, στην άλλη πλευρά, ακαμάτηδες αέρηδες τρικύλιζαν στα σύννεφα αστεράκι μου. Στον βυθό του ουρανού που φέγγεις συ αστεράκι μου, Πε μου. Νοσεί η επιδερμίδα της αστάθειας κι έλαμψε -χαραμάδα- αστεράκι μου. Αστεράκι μου, μονολογώ. 29.08.010

Συνάντηση II

‘Επειτα ο χρόνος πέρασε χωρίς να ρωτήσει κανέναν Κάθησε παραδίπλα κρατώντας νωχελικά στο στόμα του ένα λουλούδι Και πιάσαμε κουβέντα για το εφήμερο για το καλοκαίρι, και τι είναι αυτό που μας κρατά στη ζωή. 3.08.010

Δάκρυα τ’ουρανού (πανσέληνο)

Βρέχει στα περιβόλια τ’ουρανού. Σύννεφα σε τούτα τ’αλώνια κι αραχνούφαντοι πόνοι. Ποιος το περιμένε πως δάκρυζε ο Θεός. Πολύβουη σιωπή και μπόρα. Κι αν δεν ήταν οι αχτίδες στο πέλαο να χρυσίζουν -πανσέληνο βράδυ- θα ‘λεγες η φύση όλη δάκρυζε, ή έσπαγε σε κομμάτια πετρωμένα κι άκαμπτα κι ήταν απ’τις ρωγμές που έσταζαν σταγόνες. Το φεγγάρι κρύφτηκε μετά, από φόβο και θλίψη. Κοιτώντας το, στο βάθος, εμπέρδεψα τις πέτρες, τον ήλιο,τ’αστέρια και τη νύχτα, τα δάκρυα με τη θάλασσα. 25.07.010

Το τηλεφώνημα

Ναι; Κλείσε, θα σε πάρω εγώ. Δρόσισε, ναι. Οχι, δεν θα προλάβω αύριο. Πες μου, μ’αγαπάς; Ναι, κι εγώ φοβάμαι, το φεγγάρι γεμίζει κι απόψε. Πες μου θα περάσεις να σε δω; Ναι, κι εμένα μου’ λειψες πολύ . Καλά, θα τα πούμε κι αύριο, αν βολέψει. Να προσέχεις. Καληνύχτα. Σ’αγαπώ. 20.07.010

Μικρή λιτανεία

Καίγονται οι πατούσες του στις πέτρες του βυθού Τα χιλιόμετρα που έχουν γράψει στα πόδια του. Τα χέρια με στόμφο γροθιά. Κάποιοι περαστικοί βλέπεις να μεταφέρονται με κάποιο σκοπό. Η θάλασσα, τα νησιά, Και τα μεγάλα παπόρια ανάμεσα. Στο δρόμο προς την Αγιά Μαρίνα. 17.07.010

Μικρό Τραγούδι σε Τρεις Πράξεις

Σκίστηκαν τα φτερά του στον ήλιο και στο φως, τον άδραξε η αγκαλιά της θάλασσας. Στον ίδιο χώρο, τις ίδιες στιγμές, έμαθε, δεκαετίες μετά, την προσοχή που συνέτασαν τα μπλε του μάτια. Δεν είναι ο χρόνος που πέρασε, είναι το κομμάτι παράδεισος που λείπει. Θα ήθελε να είχε κλείσει την πόρτα, και να τον είχε φιλήσει με πάθος. Δεν συζήτησε ποτέ την ποσότητα των πόθων που καθημερινά συναντούσε κι αδυνατούσε να χειριστεί ευπρεπώς. Εκτός από τα σύνορα, γνώριζε και το άπειρο της θάλασσας, Γι αυτό μελαγχολούσε. Κατέλαβε τις διαγώνιες ρωγμές μία μία και τις έβαλε να πλύνουν τα χέρια τους. Τα κλειδωμένα, πίσω από την πόρτα, αντικείμενα έκαναν πια πολύ θόρυβο. 9.07.010

Συνάντηση

Σε σκιερό μέρος Τη στιγμή που έλαμπε μια μελαγχολία κι ένας ήλιος έδυε Ελεγε Προς τα που να πάω Δεν ήξερε τον δρόμο Κι όμως συνέχιζε να περπατάει. Δεν είχε προορισμό κανένα, Εσκυβε κάποιες στιγμές και πετούσε τις πέτρες που τον ενοχλούσαν στο πέρασμά του. Απόφευγε όσο μπορούσε τις λακούβες. Σχεδόν το διασκέδαζε. Λοξοδρόμησε μέσα στο δάσος γιατί του φάνηκε ο λόφος να κλείνει στη θάλασσα. ‘Εβγαλε δυο αναστεναγμούς. Σκόνταψε σε ένα κομμάτι ξύλο. Γύρισε, το κοίταξε και του άρεσε η αίσθηση στην παλάμη, το γυμνό κομμάτι ξύλου είχε φτιαχτεί για το χέρι του. Κι έμεινε εκεί μέρες, στα χέρια του, στο βάδισμα, στο απόβραδο στην εξέλιξη μιας πνοής ή στην πλοκή μιας απίθανης υπόθεσης, όπως και να’ναι, στη συνέχεια της ιστορίας ανακαλύπτουμε το κομμάτι ξύλου να έχει βρει μια βολικότατη θέση ανάμεσα σε μια πόρτα και στο κούφωμα, για να αφήνει το δροσερό αεράκι να βολτάρει ανέμελα τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού.Και δεν χρειάστηκε ούτε να κλείσει τη πόρτα, κι ούτε να ψάξει πολύ να το βρει, γιατί το

Πόρτα

Ψάχναμε το φεγγάρι Κι εκείνο κοκκινομύριζε κι ήταν ολόκληρο σαν δροσερό ροδάκινο, μπροστά μας, τις στιγμές που τυχήσαμε να δούμε. Με μερικές απλές κινήσεις των βλεφάρων ή των χεριών, η κατανόηση των πνευμάτων κυκλοφορεί μοιραία στ’ακρογυάλι τούτης της λέξης.

σχεδίες κι όνειρα

ένα διάφανο κόκκινο καλοκαιρινό πανωφόρι και ένα ακατέργαστο ακόμη χαμόγελο, με μαύρη φόδρα, πλέει στο πέλαγο της μνήμης στάθηκε κι αφουγκράστηκε τους ήχους που έκλεψαν τις λέξεις του, κι απόθεσαν στη θέση τους έναν σωρό σιωπή. 30.06.010

Σκιές κι εφτάστιχα

Ξαπλώνουν στο νού μου, σιωπηλά οι εικόνες σου, - οι σκέψεις σου -. Ποιος να το φανταζότανε στ’αλήθεια πως νιώθω το σώμα σου. Αν σου το έλεγα, θα το αρνιόσουνα. Ακόμα κι εσύ. 23.06.010

ΠΕΤΑΕΙ, ΠΕΤΑΕΙ Ο ΓΑΙΔΑΡΟΣ; Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ

Οταν αγαπάμε και νοιαζόμαστε έναν άνθρωπο: 1.Το πιο πολύτιμο που μπορεί να μας δώσει είναι χρόνος κι αναπνοή από τη ζωή του. Σεβόμαστε τον χρόνο αυτό που μας προσφέρει και το δείχνουμε έμπρακτα με τρόπο ώστε να λάβει το μήνυμα. Αύριο μπορεί να μην υπάρχει (πια). 2.Δεν τον εκμεταλλευόμαστε ακόμη κι αν νομίζουμε πως (μας) το ζητάει. Δεν γεμίζουμε με τις αδυναμίες του. Ολοι στο ίδιο χώμα θα καταλήξουμε. Ποιος ο λόγος; 3.Οταν μας μιλάει, του μιλάμε. Οταν μας καλημερίζει, του απαντάμε: «Καλημέρα».Υπάρχει για μας, κι εμείς γι αυτόν. Ανεξέλεγκτα. Φυσικά. 4.Οταν μπαίνει σε χώρο που είμαστε ήδη, σηκωνόμαστε να τον χαιρετίσουμε.Αν είμαστε καθιστοί. Μα κι ένα χαμόγελο, κι ένα βλέμμα πολλές φορές αρκεί. Φορές τον περιμένουμε ώρες σε μια αίθουσα αναμονής, να’ρθει. 5.Μερικές φορές κάνουμε (ή δεν κάνουμε) κάτι μόνο και μόνο για να μην τον στεναχωρήσουμε. Μερικές φορές, ο πόνος του από την ηδονή μας είναι πιότερα βαθύς. Πικρός. 6.Δεν τον εμπαίζουμε. Δεν τον ταλαιπωρούμε.Με σκοπό. Δεν τον αφήνουμε να μ

Σε τιμή ευκαιρίας

Σέρνομαι στις πόρτες, Σύρθηκα στις ράγες, Γεμάτο το τραίνο, Σταθεροί, γνωστοί ρυθμοί. Ανασαίνω στα πλακόστρωτα, με πέντε κέρματα στην τσέπη, κατηφορίζω, κι η ελπίδα «Πάρτε καλέ κύριε ένα ποίημα» Σφιγμένα χείλια και σιωπή. «Καλό παιδί» τι ειρωνία και ένα χτύπημα στην πλάτη, Οι άνεργοι της ευτυχίας: «Καλό παιδί, καλό παιδί...» 20.06.010

Ανάστημα (Παραδοσιακό)

Τ΄αδέρφια μου τα σύννεφα Μου στείλανε, καλέ μου Μου στείλανε, καλέ μου, μήνυμα Να’χω ψυχή μικρή, δοσμένη λίγο, Τ’αδέρφια μου στον ουρανό, Μηνύσαν και στη θάλασσα , Πως μίλησαν σε μένα, Μάτια να μην κοιτώ, καλέ μου. Γιατί ψυχή αν έχεις δώσει, Ψυχή πίσω σου παίρνουν. Να μην κοιτώ στα μάτια, καλέ μου. Να μην κοιτώ. Ξεσήκωσαν τη θάλασσα Ξεσήκωσαν και τ’άστρα. Ξεσήκωσαν τα γιασεμιά, Ξεσήκωσαν τις πέτρες. Τ΄αδέρφια μου τα σύννεφα Μου στείλανε, καλέ μου Μου στείλανε, καλέ μου, μήνυμα Να μην πιστεύω λέξεις. Γιατί οι λέξεις λέγονται, Κι οι πέτρες εκυλούνε. Κι οι πέτρες χτίζουν σπίτια, καλέ μου, Κι οι λέξεις τα γκρεμίζουν. Κι οι πέτρες τότ’εβρόντησαν, Κείνα τα σπίτια τρίξαν. Τα σύννεφα μου μήνυσαν Λούλουδια πως μαραίνουν, Μαράθηκαν τα γιασεμιά, κι εγώ δεν είχα ψυχή άλλη να δώσω, καλέ μου. Τ’αστέρια κει που άκουαν, τις πέτρες και τις λέξεις, εκλάψανε, και βρέξανε τη θάλασσα, βρέξαν και τα λουλούδια. 17.06.010

Φεγγαράδα

Οι στάλες είναι σαν το σώμα μου, η γη μου σαν μαντεμένια τα μαλλιά μου τα μάτια μου κρυστάλλινα ανθρώπινα από τα χέρια μου η αγάπη ο εραστής μου ξεχάστηκε, - σεργιανίζει ανέμελα και ήσυχα στον πόθο. με πιάνουν τα γέλια, ρέουν ποτάμια οι αχτίδες, με θήλασαν μια νύχτα με φεγγάρι έτσι έμαθα να ταξιδεύω στον ήλιο σου έκτοτε.

Σε φέρνει ο άνεμος

Από ποιά κύματα, ποιές μικρούλες λέξεις, ποιά καμώματα των άστρων, τους ήχους, - ποιούς;- που γυρίζουν και σφυροκοπούν στον άνεμο. Ποιός άνεμος σε φέρνει. Σε μυρωδάτες νύχτες, σιωπηλές και μόνες, δροσερές, γλυκιές χτυπημένες, πληγές, φύσηξε κι έφυγαν, έφυγαν όλες. Κι οι ουλές μου, ψεγαδιασμένο μου κορμί, Κι η αγάπη, ανθρώπινη. Κι ο άνεμος, εσένα. 16.05.010

Ψίθυροι

Από όλα τα καλά του κόσμου ετούτα Πανιά στον άνεμο, Καλοκαιρινά πρωινά Την θάλασσα γεμάτη στεναγμούς και γαλήνη Τα βράχια και τον έρωτα. Κι εσύ ένας απο αυτούς επάνω στην πέτρα. Πρωινά με φως και να χρυσίζει ο ήλιος σαν να ονειρεύεσαι Κι εσύ να ζεις. Κι ο ουρανός χρώμα πρωτόγνωρο, χρώμα καινούργιο. Μέρα καινούργια. Κι απλώνεσαι στα πανιά και χάνεσαι, κι απλώνεσαι στα σεντόνια, κι είναι καλοκαίρι και φυσάει ένα αγέρι... Στην αυτοκρατορία των στιγμών μνήμης ή σύλληψης, απαλά ή μεγάλες σε ένταση σιωπηλές ανεμώνες, σιωπηλά και τα κύματα νησιά, λιμάνια, ταξίδια. Και ο ήχος σου, ανασαίνεις ξανά. Η μία μετά την άλλη, δυο, τρεις, πέντε, δέκα κι άλλες τόσες στιγμές. Οι μνήμες που έχουν λιώσει επάνω στα μάρμαρα, Και λιώνουν και στο κορμί μου επάνω, Τούτο το λουλούδι, Τούτος ο βράχος. Σήμερα, το όμορφο δειλινό, Ακούς; Κύματα. Κι αυτές οι στιγμές που γίνονται ζωή, Ζωή σου, Κι εκείνος ο άλλος κόσμος, Κόσμος σου. Και κάθε φωνή που σ’έχει τυλίξει, και κάθε σκέψη, και τυλιχτεί, μετά αφήνεται, κι αφήνε

Σταγόνες

Βλέμματα γεμάτα στο ποτήρι, εικόνα που πίνεις μέσα στο άπειρο δεν έχει αρχή και τέλος δεν έχει. Σκοτάδι μυστικό. Κι εκεί, σταγόνες φως. 14.06.010

Illusions

Is it enough? Wavering in the open sea? Without sailors, a boat of no river, an unforgettable hope, an old remembrance of a future event that was born today for people of the past. 8.06.010

Τα χρωστούμενα

Μαζεύτηκαν σε μια σειρά, όλοι τους. Ενας, ένας περνούσε και άφηνε ένα κέρμα. Το κέρμα στριφογύριζε επάνω στο τραπέζι και μετά σιωπούσε. Περνούσε ο επόμενος. Και ο επόμενος. Τα κέρματα μαζεύτηκαν, τα έβαλε ο άνθρωπος στην τσέπη. Καληνύχτισε όσους είχαν μείνει θαμώνες στο μαγαζί και γύρισε την πλάτη του προς την πόρτα. Την άνοιξε κι έφυγε. Την επόμενη μέρα, απόγεμα θα ήταν πάλι, πήγε και κάθισε στο τραπέζι κοντά στην πόρτα, από την άλλη μεριά της σόμπας. Πάλι ένας ένας άρχισαν κάποιοι να σηκώνονται, και χωρίς μιλιά, άφηναν πάλι ένα κέρμα στη γωνία του τραπεζίου διαγώνια του. Οταν η σειρά σταμάτησε, έβαλε πάλι τα κέρματα στην τσέπη του παντελονιού του και έκλεισε την πόρτα πίσω του τελευταίος, αμίλητος. Δεν ξαναπήγε την επόμενη, ούτε την μεθεπόμενη μέρα. Κι όσοι δεν τον είδαν, χάρηκαν γιατί τους καθότανε βαριά τα χρωστούμενα, και προτιμούσαν να μην τον βλέπουν. 1.06.010

Εκείνοι κι εμείς

Για τα μάτια σου μόνο, και τη θάλασσα που καθρεφτίζεται, επέζησα του φωτός Των ημερών τα έργα, των σκοτεινών της νύχτας ανέμων, κατρακύλισαν πέτρες, και χτίσανε σπίτια Βγήκανε στον κόσμο αγνοί κι αθώοι, τετελεσμένοι. Σε ένα περβάζι Σε ένα μπαλκόνι, Να μαρτυρούνε τον ήλιο σε πείσμα αιώνων Να ροδαλίζουνε κήπους Να στεφανώνουνε ουρανούς με δάφνες Να λες δεν πειράζει, Εγώ σ’αγαπάω 30.05.010

L’Éphémère

Un vent a soufflé, Nous pensions que ca n’allait jamais arriver Les jours passaient dans un espace temporel familier Puis le vent a soufflé sans prévenir, sans autorisation, sans aucune information préalable. Les arbres ont eu le plus peur. Nous les hommes, nous sommes des animaux comestibles au vent. Nous transformons un élément physique à un fait qui perdure comme cet été qui va rester dans notre mémoire, comme cet été de l’éphémère, sans autorisation, sans aucune information préalable ayant comme seul arme le changement des saisons 26.05.010

Η βόλτα

Και που θα’τρεχες, μικρέ εξερευνητή, να μάθεις κάτι άλλο από το θαύμα του σύμπαντος. 24.05.010

Βουλωμένο γράμμα

«...Κωφάλαλα τ’αγάλματα. Κωφάλαλα και τα ποιήματα.Νύχτωσε.» Γιάννης Ρίτσος Νύχτωσε Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτ α Κατανόηση στα συναισθήματα αδυσώπητη, Ανάλυση σκέψεων σε βαθμό κακουργήματος, Έγιναν ήχοι και σου απαντώ. Πώς ταξιδεύουν οι σκέψεις λες μέσα στις λέξεις σου Από τους ήχους του λιμανιού μέχρι και το φεγγάρι σου απαντώ εγώ. Βαθειές ανάσες κι εκπνοές. Νύχτα και παρακάλεσες, Μα κρύφτηκε στο φεγγάρι του ήλιου το φως. Απέστρεψες, έτρεξες, αρνήθηκες. Τα χείλια σφαλισμένα σ’ένα παφλασμό κυμμάτων. Οι ήχοι της καρδιάς και της φλέβας που πάλλεται. Η μουσική του τοπίου της ίριδος Ξυπνάνες οι φωνές κι ακούγονται μετά στο ξημέρωμα πουλιά 22.05.010

Ερχεται

Ξεχύνεται σαν πανικός πάλι καλοκαίριασε Τα μάτια σου – θυμάσαι Θυμήθηκες; Σαν να μην το είχες ξεχάσει ποτές. Καλοκαίρι. Παρακολουθώντας την εποχή Να αλλάζει και το καλοκαίρι να έρχεται Τα χώματα βράζουν ήδη, κι η θάλασσα τρίβεται στον ήλιο Νέους και ζωντανούς μας βρίσκει πάντα αυτή η εποχή Καλοκαίρι. Κι έρωτα. 22.05.010

Εαρινός Θίασος

Παίξε, παίξε ντέφι κι εγώ θα χορεύω Χοπ, χοπ Με πήδους και με σάλτους Να σας διασκεδάζω Και όπως είπατε, και καλημέρα σας Και να χαμογελώ Παίξε, παίξε ντέφι Κι όργανα Στριφογυρνώ Χορεύω Χοπ ξανά Και χόπ και πάλι Και στα δυο πόδια ‘Οσα μας χωρίζουν όλους από τη γή. Χοπ, Χοπ. 20.05.010

Ανάσες

(Την ίδια εκείνη μέρα η έξοδος ) Κατεβαίνω στη στροφή, Πιάνομαι από τον τοίχο, Και διπλώνομαι από τον πόνο στα δυο Είναι μια λύπη, Κρίμα, τι κρίμα. Και το τι , ήρθε κι έκατσε με πάθος στο στομάχι μου Τόσο. Δεν έχω θυμό άλλο, δεν έχω Δεν έχω θυμό, ή κατηγόρια, Ούτε και καυμό. Πέρασαν και τα δάκρυα, Στέρεψαν, δεν έχω άλλα. Εχω μείνει διπλωμένη στα δύο, Αυτός ο πόνος που ψάχνει δρόμο να βγει. Κι αυτή η λύπη. Των σπαραγμών και των λυγμών το ρούφηγμα. Εισπνέοντας τη σκοτεινιά του κόσμου Κι οι μέρες, να διαδέχονται η μία την άλλη, Κι η αγάπη τότε ένα βαρίδιο ελαφρύ, σκοτεινό, αναπάντεχο κι ολότελα μόνο. Εισπνέοντας την σκοτεινιά του κόσμου. Ποιά δάκρυα, σε ποιόν τοίχο, ποιο βράδυ, ποια νύχτα Ηταν εκείνη τη μέρα. Εκείνη τη μέρα η εκπνοή. Κι η αγάπη τότε ένα βαρίδιο ελαφρύ, Ελαφριό σαν σύννεφο που προσπαθείς και παλεύεις να πετάξει στις ψυχές των ανθρώπων αγαπάς Κατεβαίνω στη στροφή, Ορθώνομαι πάλι, αναδιπλώνομαι με ένα βλέμμα που έχει μέσα του γροθιά, στο στήθος μόνο λουλούδια, άνθοι στιλπνά

Πάτα το κουμπί

Ξέρετε, Η ζωή μου είναι στα χέρια μου Κι εγώ τη γιατρεύω Στον ανθρώπινό μου παράδεισο Και μετά στη θάλασσα. Για να μπορώ να πω, Ότι και να γίνει, Η ζωή μου, Την έζησα.

Το έπαθλο

Ένα τσιγάρο δρόμος, ματωμένα γόνατα, λαβωμένη καρδιά, μύρα από λουλούδια την άνοιξη κι ακόμη ένας μεγάλος γαλανός ουρανός με λίγα σύννεφα είναι το έπαθλο η ψυχή μας, της ζωής μας ο παράδεισος.

Το κεφάλαιο που έκλεισε

Εχει μαζέψει μύρο, έχει μαζέψει και μπάλσαμο γλύφει τις πληγές του τρομαγμένο, με μεγάλο στόμφο και λόγια πολλά. Στ’αλήθεια πότε κανείς δε ζήτησε τα πάντα τα πάντα εδόθη στο φως κι αυτός ο ήλιος που δεν τιθασεύεται οργώνει το στέρνο, κι οργώνει το σύμπαν όλο. Κι αν είναι να ζήσουμε, στο καλοκαίρι μας, κελαηδούνε πουλιά και ν’ακούγετ’η θάλασσα και να σωπαίνει μετά όλη. Στ’αλήθεια πότε κανείς δε ζήτησε τα πάντα τα πάντα μπερδεύτηκαν και γίναν ένα ολόκληρο. Ολόκληρες μέρες κι ολόκληρες νύχτες να δίνουν καρπούς, Διαλεγόμαστε με τις λέξεις, Τις σκέψεις τα όμορφα δειλινά πλάι σε μια θάλασσα γεμάτη κι ολόκληρη. Λέξεις και πάλι λέξεις. Το κεφάλαιο, η άνω τελεία, μια παύλα, ένα ερωτηματικό και μια απάντηση. Απάντηση μία. Κανένας δεν μίλησε. Κι ερώτησαν «γιατί;» κανένας δεν ήξερε να μας πει «το κεφάλαιο κλείνει». 10.05.010

Μέσα σ’ένα βράδυ

Μέσα σε ένα βράδυ έγιναν τόσα πολλά. Το ντόμινο έσκασε. Η καλημέρα του πρωινού, Το μήνυμα στο τσαλακωμένο χαρτί που συμμάζεψες, -Που έλεγες δεν θα συμβούν ποτέ - Και ο διαολεμένος βαρδάρης που φώναζε μήπως ακούσεις, Η ίδια λέξη που είπε κάποιος και σου φάνηκε γνωστή, μετά, την άκουσες πάλι και πάλι . Δευτερόλεπτα-εικόνες της ζωής σου, αυτής της λέξης. Ενα ανασήκωμα του χεριού σε μια συζήτηση δήθεν τυχαία. Η λέξη που έφτασε πλέον στην ωρίμανσή της και σου ζητάει δικαιώματα. Κι είναι παντού, και δεν μπορείς να την αγνοήσεις. Πολλές φορές την μπέρδεψες με τις εκφωνήσεις. -Έλεγες δεν θα συμβεί ποτέ - Αλλά στ’αλήθεια, τη λέξη έψαχνες. Κι αυτή σε βρήκε. Κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί από τις δίκαιες λέξεις για πολύ καιρό. 10.05.010

Ανυπεράσπιστη

Ξέχασα μια μέρα την ταυτότητά μου στην πίσω τσέπη του τζην και πλύθηκε Γδαρμένη, ξεφτυσμένη, στις άκριες το πλαστικό έχει φύγει ο αριθμός φαίνεται μετα βίας η φωτογραφία έχει ρυτίδες η υπογραφή έχει κρυφτεί το όνομα της μητρός μου μπερδεύεται με τα σύμφωνα το πατρικό μου αχνοφαίνεται η χρονολογία γεννήσεως μου που χάλασε θα μπορούσε να ήταν το μόνο καλό. Και τι να κάνω μια καθαρή ταυτότητα να κουβαλώ, Και που να πάω, Ξεφτυσμένη κι ανυπεράσπιστη ταυτότητά μου Βουβά στον περίγελο δεν μιλώ, ούτε σωπαίνω. Βαθιά πονώ. 7.05.010

Θρήνος στον ήλιο

Επειδή γνώρισα στις φλέβες μου τη φρίκης της Ελένης, Επειδή έμαθα να αρθρώνω αταίριαστες λέξεις - αλλά τις παράτησα -, Επειδή έκοψα στη σκέψη μου το γόρδιο δεσμό - και ξέρω ότι γίνεται - ‘Ακουσα τον ήχο της θάλασσας. Τα δάκρυά μου μύρωσαν το πλατάνι, και κάθε μία πέτρα ένα δάκρυ αιώνιο. Μια λέξη αρχαία, ένας βυζαντινός ψαλμός. Βουήζει η θάλασσα. Κι αυτές οι λέξεις - γεμάτες με τόσα σημάδια-, Με τόσες έννοιες, Προχωρούν, Απόψε πάλι, Ακόμη ζωντανοί. Σ’αυτές τις λέξεις. Μια μέρα σαν βάρος ακουβάλητο που σώζεται στους ώμους. Κι είναι τόσο σιωπηλή η βουή της θάλασσας. Και τόσο δυνατή. Εχει καθίσει με τα πλοία στο λιμάνι, Εχει λιώσει στις αλμυρές πέτρες του ήλιου, Εχει μαζέψει το μούστο και έχει ποτίσει όλο το χώμα. Και η πιο απόμερη γωνιά της καρδιάς μου είναι ποτάμι με βασιλικό και καλοκαίρι. Και πως μυρίζει. Στις ρίζες μου κυλάει το χώμα. Ο ήλιος ο ηλιάτορας, το πυροφάνι, και οι μεθοδικοί ρυθμοί των κυμάτων της θάλασσας. Ασυνείδητα ο ρυθμός τους είναι κι αυτός μπλεγμένος στη σκέψη μου. Θρ

Στη σκιά του Φωτόδενδρου

Το καλοκαίρι που φυτρώνει μέσα μας Το δοκίμασα σαν καρπό. Κάποιοι αυτό το λένε ζωή. Κάποιοι άλλοι στέκουν με επιχειρήματα και σιωπή, Η ελευθερία του να είσαι άνθρωπος, γιατί υπάρχει θεός. 4.05.010

Πως ελευθερώθηκα

Για την αγάπη Σου ζήτησα φωτιά, κάπνιζες Σου έπιασα το χέρι όταν με άναβες Χαμογέλασα, Εσκυψα ελαφρά το κεφάλι, ακούμπησαν τα δάχτυλά μου στα μάτια σου. ‘Ητανε καλοκαίρι κι αφόρητη ζέστη. Δεν είπαμε πολλά. Δεν χρειάστηκε. Κάναμε έρωτα σαν να πεθαίναμε την ίδια στιγμή Τόσο φως. Την άλλη μέρα εσύ έφευγες. Εγώ δεν περίμενα τίποτα. Ημουν στη αποβάθρα του τρένου, έβλεπα το τρένο να φεύγει, στημένη όρθια. Εσύ που έφευγες. Κάποιος καλός λόγος θα υπήρχε. Μετά με πήρες τηλέφωνο να μου τον πεις. Και είπαμε να πάμε παρέα στη θάλασσα στις 5 του μηνός. 3.05.010

Πέτρες

Οι λιαχτίδες, το φως του ήλιου, καλοκαίρι που ζέστανε τη καρδιά μου τα κλείδωσα μαζί με τη θάλασσα μέσα μου, Τα τραγούδια που σιγά τραγουδούσα τις φράσεις, τις λέξεις τούτες, τα όνειρά μου. Ποια απ’όλα να αγγίξουν μνήμες. Ο χρόνος κυλάει και χάνεται. Κι οι μέρες εκείνες, τα λόγια που ήχησαν, και δεν επιστρέφουν. Κείνα που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Που δεν τα είπες και γι αυτό δεν τ’άκουσα. Σκύβοντας το κεφάλι, προχώρησα. Είχα χρόνια πια σταματήσει να μιλάω. Μέσα στη σιωπή κρύφτηκαν ηλιαχτίδες και η θάλασσα μου. 3.05.010

Επιβίωση

Οχι δεν είναι ανησυχία, Το προσωπό σου, Μια απορία κι η αίσθηση ενός συμπλέγματος σκέψης που αφουγκράζεται. Ενας πρωτόγονος ερωτισμός - η απόλυτη προτεραιότητα της επιβίωσης. Χωρίς χώρο για έρωτα ή συναισθήματα, Ενας μικρό νησί κυνισμού στο οποίο ναυάγισες, ευχάριστα. Μια λαίλαπα ανθρώπων που δίνουν και παίρνουν μεθοδικά Ενα κρεβάτι γεμάτο φλόγες κι ιδρώτα Πιο ψηλά, πιο γρήγορα – λίγο πιο γρήγορα Μια απόσταση πίσω από τα μαύρα γυαλιά Ξέρω και ξέρεις. Ας μην χρονοτριβούμε. Ενας μικρός συμβιβασμός κι ακόμη μια μέρα, Ενα λεπτό χαμόγελο νόησης. Δίνεις και παίρνεις. Το όνομά σου, την ταυτότητά σου, τα πλάνα σου. Δεν άκουσα, δεν ξέρω, και δεν μίλησα. Δεν ήμουνα εκεί. Το σώμα μου ήταν. Στα αποκαλυπτήρια θα είμαι ντυμένη στα μαύρα, Θα κάνω ότι δε σε γνώρισα ποτέ Θα έχω ήδη μνήμες αγοριών στο στήθος μου Θα τρέχω πλάι πλάι με τα κύματα ‘Ορθια, Ορεξάτη, Στον ίδιο ρυθμό, Με ένα κίτρινο τριαντάφυλλο στο χέρι. ‘Οταν επιστρέφω στο σπίτι μου θα γράφω ποιήματα, Για τον έρωτα και το χρόνο, Για την έντ

Χωρίς τις λέξεις

‘Ορια, αυτά που βάζουμε εμείς, όχι οι άλλοι. Σύννεφα, αυτά που μας δροσίζουν και μας ποτίζουν -όχι τα άλλα Αισθήσεις,Κι αυτά που μας κάνουν καλό Λύπες,αυτές που είναι δίκαια χαμένες μάχες ‘Ερωτας,αυτός που ελευθερώνει, όχι ο άλλος. Λύτρωση, Αγάπη και πάθη. Ζωή πως όμορφα γιορτάζεις το ταξίδι σου. Θάλασσα, αυτή που καθρεφτίζω τον ήλιο τη μέρα τη νύχτα το φεγγάρι -'Ερωτας ξαφνικός με την θάλασσα;- Ειλικρινή συγκυρία, ένας ευγενής συνδυασμός χαράς με λύπη. ‘Ερωτας ξαφνικός με την θάλασσα. 27.04.010

Άνθρωπος

Προκλητικές εκδηλώσεις Το σώμα κινούμενο Ένας έλεγχος που δεν υπήρξε ποτέ Η ανάδρομη πορεία της φύσης Βράδυα Σαββάτου χωρίς ελπίδα Χωρίς απαίτηση Προκλητικές παρομοιώσεις Το σώμα ανθρώπινο Κάτι το διαφορετικό Αφημένο στην άκρη της σκάλας ν’ ανέβεις να φτάσεις ψηλά και να πέσεις πάλι. Ένα χαμόγελο της Κυριακής Και το σώμα πάλι κινείται Δεν προκύπτει σωστά η εξίσωση Άγνωστα και μόνα τα βήματα μας Ο δρόμος συνεχώς ανασαίνει. Λίγο ακόμη κουράγιο – αλλιώς δεν θα ‘σουν εδώ Κι άλλη μια μέρα. Πρόσκληση. Ακόμα ένα βήμα - μάλλον για την αγάπη. Κι αν είναι αυτό που μας κρατάει ζωντανούς, όταν όλα τα φώτα θα έχουν σβήσει; Προκλητικές οι δηλώσεις. Το σώμα συνεχίζει να κινείται Αναδιπλώνεται, αντιστέκεται, ταπεινώνεται. Το σώμα το μόνο εργαλείο για να εκφράσεις αυτό που λες εσύ ζωή. Με τα μάτια, με το στόμα και τις κινήσεις των χεριών. -Η ανάγκη μας για το πολύτιμο περνάει από το δέρμα και από τα δάκτυλα.- Αποτυπώνονται επάνω μου πράγματα, αλλά δεν κρύβομαι. Θα έρθουν νύχτες ακόμη και μέρες Για να σ

Ελευθερία κινήσεων

Ενας βραδυνός περίπατος στη θάλασσα ευδαιμονία του ήχου των κυμάτων -κι οι στίχοι-, δροσίζουν τα μπράτσα, δροσίζουν τα μάτια Δοκιμάζουν σταγόνες, από ατμόσφαιρα και θάλασσα. Και λίγο αλάτι. Το κορμί που ανοίγει στην νύχτα να μπει., μ’αλαφριά βήματα, σε αυθόρμητες αποστάσεις και ταξιδεύει θαρρείς στη μέση απ’τον χρόνο. Αφήνεται στη δροσιά της θάλασσας στο ίδιο σημείο και στο υπάρχον παρόν. Το κορμί που εκπέμπει τη γλύκα αυτή Την ίδια τούτη θέρμη, μία ειλικρίνεια, με καθόλου λέξεις. Σιωπηλά και βραδιάζει, Ένα κορμί και πάλλεται γεμάτο ζωή. 24.04.010

Απόψε η νύχτα είναι σαν καλοκαίρι

Απόψε η νύχτα είναι σαν καλοκαίρι Το φεγγάρι αυτό ατέλειωτο - δε λέει να σταματήσει να γεμίζει Τ’αστέρια δένουν ξεκάθαρα με τη βραδυνή πολιτεία. Η νύχτα τρυπώνει στα μυαλά των ανθρώπων. Κι όταν την νιώθουν, Μια τέτοια νύχτα. Το φως του φεγγαριού είναι κι αυτό ατέλειωτο. Φωτίζει με μανία τα σπίτια και τις ψυχές μας. Στη γη αυτή ο ήλιος. Στη νύχτα τ’αστέρια σαν κεριά Και το φως του φεγγαριού η ταπεινότερη αχτίδα φωτιάς. Απόψε η νύχτα είναι σαν καλοκαίρι. 24.04.010

‘Ενα καλοκαίρι

Με περίμενες εκεί στην άκρη της θάλασσας, Στις μεγάλες πέτρες στο παλιό λιμάνι Ητανε καλοκαίρι και άπλετο φως Είχες πει λέξεις πολλές. Τόσες πολλές που δεν χρειαζότανε να πούμε κάτι άλλο Ουτε καν καλημέρα. Συναντηθήκαμε. Τα ρόδα άνθιζαν, Οι γλάροι – ούτε που τους είχα προσέξει σκίζανε έναν ουρανό καταγάλανο Είχες μια μουσική παρουσία ανθρώπινη και γλυκιά με χαιρέτησες μ’ένα χαμόγελο κι οι λέξεις απούσες ‘Αρχισα να σου διηγούμαι πως έφτασα μόνη. Πως ικέτεψα, τραγούδησα, παρακάλεσα, έκλαψα, μα πως κανένας δεν με ακολούθησε. Κάθε μία πληγή είναι μία σταγόνα στη σιωπή παγιδευμένη στο ματωμένο σου χαμόγελό. «’Ελα» μου είπες, Περπατήσαμε ώρα πολύ σιωπηλοί Ανεβήκαμε έναν λόφο με χώμα και πεύκα Μύριζε το καλοκαίρι μέσα απ’τα πεύκα σου και κάτω η θάλασσα καταγάλανη. «Τουλάχιστον ήρθες εσύ.» «Δεν περίμενα να έρθει και κάποιος άλλος μαζί σου. Κι εγώ μόνος μου ήρθα.» Περπατήσαμε ξανά στο πλακόστρωτο δρόμο, κατηφορίσαμε σε κάτι πλατείες, η μέρα τελείωνε και το καλοκαίρι το ανάπνεε θαρρείς η φύση, Ο

Παρτιτούρα για ένα όνειρο

Ελάχιστες μνήμες ανασαίνουν τις μέρες της άνοιξης. Γιατί τέτοιες μέρες, γεννιούνται οι μνήμες. Γίνονται όλες δρόμος για να τις διαβείς. Μέρες που δημιουργούν τις αναμνήσεις του μέλλοντος. Κάθε κίνησή σου στηρίζει την θετική έκβαση της υπόθεσης. Κάθε λέξη φωνάζει την ανάγκη για το ποθητό αποτέλεσμα. Να φτάσεις ν’αγγίξεις τις αναμνήσεις που θέλεις, Ν’αγγίξεις τη δυνατότητα αυτών να υπάρξουν. Ελπίζεις. Να τα καταφέρεις. Οχι δεν ελπίζεις. Θα μπορούσε να ήταν ελπίδα. Αλλά δεν είναι. Είναι η φωτιά που έκαψε τις ελπίδες σου όλες κι εσύ είσαι ακόμη ζωντανός. Δεν σου έχουν μείνει άλλα δάκρυα για να τις κλάψεις. Τραγουδάς με μια ήσυχη ανεμελιά, σε μια τεράστια ησυχία, που διακόπτουν μόνο μερικά βήματα ενός ξένου που μπαίνει στο κατώφλι ενός σπιτιού. «τοκ, τοκ» χτυπάει την πόρτα. -Δεν σε ξέρω, όμως γνωρίζω τον προορισμό σου.- Οχι δεν ελπίζεις. Ανακατέβεις εικόνες από μυρωδικά και μπαχάρια κι ανεβοκατεβαίνεις πατώματα. -‘Ενα ειλικρινές χαμόγελο στον αέρα με κάνει και μένα να τα χάνω- Οι λέξεις συν

Ερωτικό ΙΙ

Το μυαλό τεντωμένες χορδές και το κορμί σου τα πλήκτρα του πιάνου . Τρυπώνω με πρόκληση να ξεδιπλώσω κρυμμένες πτυχές της σκέψης σου. Τα δάκτυλά μου τα χω στείλει και σ’αναζητούν για να σε φέρουνε τρυφερά στην ώριμη μέρα μια μέρα φωτεινή. Μετά έρχεται η έκπληξη. Σαν λες εσύ χαμηλόφωνα, « οι ψίθυροι είν’το τραγούδι μου, και το ακούς μονάχα εσύ» . 18.04.010

Αγώνας ενός συναισθήματος για επιβίωση

Πόσο λυπάμαι για τα λόγια που δεν κύλισαν στον μαξιλάρι της χαράς ψύχρα που πέρασε σαν αγκάθι ενώ το φεγγάρι έλουζε τις πληγές άνοιξη ήταν και τι να ένιωθε ο ταξιδεμένος περιδιαβαίνει το ωραίο με μια κλίμακα συναισθημάτων για όσα δεν κατάφερε ποτέ να πει σε λέξεις ή να κανει τραγούδι Οι μέρες εκείνες του ήλιου που με χώρισαν από το φως της νύχτας κατρακυλούνε τώρα σαν ένα αποτέλεσμα μνήμης επάνω στις πέτρες Η μέρα που αρχίζει και το φεγγάρι που κρύφτηκε πίσω από σωρούς θαλασσινών φυτών κι ανατέλλει μονάχο στο έλεος μιας ευγνωμοσύνης που δεν άκουσα κι ούτε που ειπώθηκε ποτέ εκείνη η λέξη, που όσο και να την καλημερίζεις δεν καταδέχεται ταξίδι χωρίς να έχεις ήδη πάρει το εισιτήριο επιστροφής Αδιάκοπα ένας καινούργιος σταθμός που τόσο μοιάζει μ’εκείνον του πριν ώρες υπομονής μεγάλες χωρί δίχτυ και παραγάδι σαν να’χε ξεχαστεί ο ψαράς πάνω απ’τη θάλασσα ν’ακούει μόνος τον ήχο των κυμάτων ήσυχα το απόβραδο όπως ακούει κανείς τον ήχο των πουλιών την άνοιξη κι ονειρεύεται λαικές συμφωνίες

Εσωτερικές Αιμμοραγίες

Στα μακρινά σου τα πέρατα ρίχνω παραγάδι Στη θάλασσα που πλάνεψες και σε παιδεύει ο βυθός σου ξαστέρωτος και τρυφερός γεμάτος αγκάθια και με μάτωσαν 11.04.010

Ομοιώματα

Πριν από πόσα δάκρυα κύλισε και το δικό μου το δάκρυ και που φοριέται πανωφόρι στο δέρμα μου και που χαιδεύετε στις στάχτες του ήλιου κάποια σημεία του είναι ολότελα αστάθμητα κάποια άλλα γεμάτα αλάδωτους υπολογισμούς και στα δικά σου τα μάτια σκιές καραβοκύρης στο δικό μου καράβι κι εσύ που μόλις κατάλαβες αρπάζεις κατάστρωμα οι ίδιες λέξεις μ’άλλη χροιά το ίδιο σώμα η ίδια καρδιά την ίδια μέρα άλλη χρονιά 9.04.010

Άνοιξη

Εκείνοι απλά είπαν γι αυτήν Αυτή τώρα γεννιέται ήσυχα στα μάτια μας εμπρός μας στον αιώνα που προφητεύτηκε ο ερχομός της καθείς γνώστης περνάει απ’τον καθρέφτη και πασχίζει να καθρεφτίσει εκεί τη θάλασσα Λίγο από αυτήν. Αυτή περιπλανιέται χωρίς αντανακλάσεις μήδε γνωρίζοντας, μηδέ ρωτώντας πασχίζοντας κι αγωνιώντας για τ’άνθη της νύχτας και τα πουλιά της ίδιας ώρας Τα νυχτολούλουδα δροσίζουν τις κλίνες της νύχτας γιορτάζοντας κρατώντας συντροφιά σε όσους κοιμήθηκαν με το χαμόγελο της αυγής. Και ξημερώνει. 28.03.010

ΌΛΟΙ ΕΜΕΙΣ

Ο περιπτεράς που έδωσε τα ρέστα, δέκα λεπτά, πίσω Ο νεαρός δημόσιος υπάλληλος που προσπαθεί να εξυπηρετήσει τον πολίτη Η κυρία που έδωσε τη θέση της στο λεωφορείο για να καθίσει κάποιος που είχε ανάγκη Ο συμβασιούχος ταχυδρόμος που προσπαθεί να μάθει τους δρόμους του χωριού Η νεαρή νοσοκόμα που έψαχνε –και βρήκε τελικά και έβαλε– μια επιπλέον καρέκλα Η τηλεφωνήτρια που έδωσε το σωστό αριθμό τηλεφώνου Ο φαρμακοποιός που έκατσε και διάβασε όλη τη συνταγή στην ηλικιωμένη κυρία Ο αστυνομικός που αγκάλιασε ένα μικρό κορίτσι, για να μη πέσει Ο χασάπης που πέταξε το χαμένο λίπος πριν ζυγίσει το κρέας Ο οδηγός λεωφορείου που πατούσε φρένο ήρεμα, με προσοχή στην έγκυο γυναίκα Ο νεαρός επιχειρηματίας που έτρεξε να προλάβει την τράπεζα Ο έμπειρος οικοδόμος που έβαλε το τούβλο σωστά Ο γραφειοκράτης που απέρριψε την άδικη πρόταση προσφυγής Ο οικονομολόγος που γιορτάζει την έξυπνη επένδυση του πελάτη του Η υπεύθυνη λογιστηρίου που χαμογέλασε στο νεαρό νεοφερμένο Ο αξύρι

Περιπολικά

Ψίθυροι δεν ήταν. Ήταν θορυβώδης σειρήνες. Κάνεις ότι δεν τις ακούς. Μπορεί και να φώναξες ακόμη πιο δυνατά και να έκλεισες τα αυτιά σου. Ακούστηκαν ξανά. Προσπαθείς να πείσεις για την απουσία τους. Τα μάτια σου έχουν γίνει κόκκινα από την πίεση και οι φλέβες του λαιμού σου τεντώνονται. Φωνάζεις για να με πείσεις ότι σειρήνες δεν υπάρχουν. Η φωνή σου υπερκαλύπτει κάτι, όχι το γεγονός. Η γειτονιά γίνεται μπλε από τα φώτα. Ο ήχος γίνεται εκκωφαντικός. Τα περιπολικά πλησιάζουν. Δεν είναι περιπολικά. Είναι σειρήνες από πρωινά ασθενοφόρα. Κάποιος μου είπε να κάνω μια ευχή για κάθε ψυχή που πολεμά να μείνει στη ζωή. Αυτό κάνω. 23.03.010

Ελεύθερος στίχος

Χαίρε βάθος αμέτρητο με τα μάτια ανοιχτά όλα όσα εμαρτύρησαν στο βάθος τούτο - τέτοιες ώρες σκίζομαι πέφτω κάτω, κλαίω, παραμιλώ σιωπηλά χαμόγελα, καμία έκφραση. μα τα χαμόγελα και σιωπηλά λένε κάτι. Ακούγονται. Η αγάπη είναι από τους πιο πολύκροτους άηχους ήχους. Πιο δυνατός απ’ολους, το κελάηδισμα των πουλιών. Κι ένα βάθος αμέτρητο που αν καταφέρεις και τ’ακούσεις αγκαλιάζεσαι λίγο με τη γή και ξεκουράζεσαι πάλι. μία έκφραση: η ακατάπαυστη ανάγκη της ομορφιάς να υπάρχει και μια θάλασσα κι έναν ουρανό μπλέ για να καθρεφτίζεσαι σιωπηλά τα χαμόγελα κι ανέκφραστα ακούει κανείς; η αγάπη είναι; Ένα όμορφο πρωινό καλοκαίρι στη θάλασσα Άηχος ήχος. - Δεν έκανε ποτέ πολύ φασαρία. ούτε η άνοιξη έκανε πολύ φασαρία, απλά ήρθε. η ακριβή μας η αγάπη φύσηξε σαν αεράκι μεθάει τον κόσμο άκου, χαμόγελα. ποιος τάχα έχει γράψει αυτή την μουσική; Ένα όμορφο πρωινό καλοκαίρι στη θάλασσα. ποιος βρήκε τέτοιες όμορφες εικόνες να ταιριάζουν στις λέξεις; ποιος τέτοιες αδιαίρετες γεύσεις έπλασε; Τα χέρια ψηλά κα

Ο Μακρυγιάννης, ο Ηράκλειτος και η θάλασσα

Για όλα φταίει αυτή η θορυβώδης κομπανία πιστέψτε με. Ο Μακρυγιάννης πρώτα απ’όλα. Ο Μακρυγιάννης που βρήκε εκείνες τις κραυγές για να ονειρευτεί και να μας δώσει κι εμάς ένα όνειρο. Εκείνη την εικόνα. Την εικόνα της ομόνοιας του και του μαζί. Ένα όραμα κι αξιοσύνη. Κι ας μην χλευάσει όμως κανείς. Μια όμορφη εικόνα για μια ταυτότητα. Μπερδεμένη η γνώση με την ποίηση. Η απλότητα με την ουσία. Η δυνατότητα με τη μορφή. Μια απλή μορφή αρκεί. Ο Ηράκλειτος και το νησί πλεούμενο στη θάλασσα της ύπαρξης - της αγάπης αν είμαστε από τους τυχερούς. Κι η θάλασσα. 16.03.010

Εκείνο το βράδυ

Με τα λουλούδια να έχουν βρει με τη βραδινή δροσιά τη θέση τους στον κήπο, τα νεύματα των μυημένων στις συνομιλίες της νύχτας, και κάποιες τρομαγμένες λέξεις, έκατσα κι έγραψα για τα όσα είχα ακούσει και είχα δει. Ένα δοχείο ραγισμένο σε χίλια κομμάτια, που περίμενε ένα άγγιγμα χρόνια τώρα. Πήγε να σπάσει απ’ τον αέρα. Τελικά δεν έσπασε. Ένας κύριος – κατά τα άλλα κύριος σοβαρός, κύριος αξιοπρεπής, με προσπέρασε με βήμα αργό, σταθερό. Ακούμπησε ελαφρώς στο ραγισμένο βάζο το δείκτη του δεξιού του χεριού, το βάζο άρχισε να κουνιέται και μετά έπεσε. Γύρισε και μου χαμογέλασε με νόημα. Η ματιά μου επάνω στα πράγματα έχει έκτοτε λίγο από το χαμόγελό του και ένα κομμάτι γυαλί. 14.03.010

Η σπειροειδής καμπύλη

Όταν αλλάζουν οι εποχές Και έρχεται χειμώνας Που δεν ξέρεις ακόμη - και πώς να φανταστείς Πλεγμένος ακόμη με τα πανωφόρια του φθινοπώρου - μπορεί και να κρυώνεις κάποια βράδυα Τις μέρες που θ’ακολουθήσουν, και αν θα βρέχει Τα πουλιά μερικές φορές σου μιλάνε για την άνοιξη Για τον ήλιο τον πρωινό σε χαμηλές θερμοκρασίες Θυμήσου υπάρχει η άνοιξη Υπάρχει το καλοκαίρι. Χωρίς τη θάλασσα πως ν’αντικρίσεις ουρανό. - έλαμπαν τα μάτια σου στο «Καφέ Βικτώρια». Θορυβώδης μορφές και μια δύναμη για πρόοδο. Μια φυσική εξάντληση στα χαρακώματα των ασωμάτων. Όταν αλλάζουν οι εποχές Κι έρχεται η μέρα, Έχει μαζί της κάτι από τη νύχτα του πριν Λογοδοτεί για τον ήλιο του τώρα Και προετοιμάζει το καλοκαίρι του μετά. Αν ήταν η θάλασσα που είχε σφραγίσει τα μυστικά μας; Η θάλασσα που ανταλλάσει κουβέντες με τον ήλιο, και παρατάσσει το διαυγή βυθό της. Δεν κρύφτηκε ποτέ η θάλασσα. Κι αλλάζουν οι εποχές - κι έχουμε μάθει αιώνες τώρα τον κύκλο τους. Παραδίδουν τα δώρα τους στην επόμενη κάθε φορά. Κι ιδιαίτερα,

Το τηλεγράφημα

«Αδέρφια μου, απέθανε ο από μηχανής θεός.» Λίγες στιγμές απέμειναν ακόμη. Γυναίκες με μαύρα κλαίνε στην άκρη απ’το ποτάμι. Κι οι άντρες κατέβηκαν να πνίξουν τον καημό τους πλάι στη θάλασσα. Έβγαλε καιρό κι απλά την εκοιτάνε τρομαγμένοι, σκεφτικοί. Οι ώρες-σκέψεις που τους ξημερώνουν κάνουν τώρα το σεργιάνι τους στον κόσμο, αυτό το ταξίδι, Η χαρά του καινούργιου και μιας μελλοντικής ανακάλυψης, ο πόνος της απώλειας, ο φόβος στο άγνωστο, η αγκαλιά της Κυριακής, τα ανοιξιάτικα πρωινά μ’έναν αγιάτρευτα σκανταλιάρη ήλιο να πιλατεύει μαζί με την Πανδώρα, συνένοχος, τα αυγουστιάτικα χαμόγελα περαστικών - ήσαν συλλέκτες κοχυλιών στην άμμο. Μεγάλες ανησυχίες καθρεφτίζονται στα μάτια παρόντων πολλών. Απέθανε ο από μηχανής θεός. Μα μετά κάποιος φώναξε «είμαστε ελεύθεροι!» Κι οι πιο γνωστικοί χαμογέλασαν. Ένας ένας, αυθόρμητα, με βήμα αργό, άρχισαν να κατηφορίζουν προς τη θάλασσα Πάντα με το ελαφρό χαμόγελο στα χείλι σκύβοντας το κεφάλι για χαιρετισμό σ’όσους αντάμωναν στο δρόμο κι εκείνους που

Μόνο φωνήεντα;

Αφού έφτασα στη γή να περπατήσω, Ξέρω το τέλος μου θα’ρθει κι αυτό. Κι άρχισα να ξεθάβω ένα ένα εκείνα τα χρόνια που γεμάτα τραύματα σκάλωναν στους φθόγγους μας. Κι άρχισα ν’ανοίγω τις πόρτες, και σπρώχνω τα παράθυρα για να μπει φως. 3.03.010

Παρανάλωμα

Ο ωραίος ήλιος, εσύ; Από ποια αγνή πανάγαθη χώρα το ‘σκασε ο ουρανός σου; Τόσος ουρανός πως στέκετε; δες Και πως τον κρατάς στους ώμους σου; Φορές ανήμπορος να τον αντέξεις. Τόσος ουρανός κι απλώνει τα μπράτσα του, και στέλνει. Σεμνά τα χέρια τεντώνονται να τον αγγίξουν, χέρια σε ικεσία χωρίς ντροπή. Τα πόδια πάλι, ριζωμένα στο χώμα δονούνται. Στην παλλόμενη γη. Κι η γή μας χορεύει. Συνάμα σκάζουνε πάλι από τον αφρό ήχοι και κύματα. Ενώνονται με το τραγούδι των φύλλων παρέα κι ο ταχυδρόμος αέρας απ’όσα φαράγγια διάβηκε. Έρχονται επισκέπτες στο σπίτι μου τη θάλασσα. Εκεί που ‘γιαίνουν οι πληγές μου, κι ολημερίς που βλέπω τον ήλιο. Ώρες τώρα έστεκα πάλι κι έβλεπα το βυθό της να ξεγυμνώνεται αδιάντροπα. Κι άκουγα κι από εκεί μέσα πιο βαθιά ακόμη τους χορούς της γή, εκεί στην εκταφή του ανθρώπινου χρέους. Τέλος, πιο βαθιά ακόμη μέσα στο χώμα, βρήκα την καρδιά μου να πάλλεται κι αυτή. ικέτιδα κόρη στις ηλιαχτίδες που την έθρεψαν. Μια πυρκαγιά. 27.02.010

Δέκατος τρίτος στίχος

Για σένα ραγισμένη Αγκάλιασα Στην άμμο κάθισα. Στους κόκκους άμμου Με περιτριγύριζαν όνειρα και σημάδια. Πολλά σημάδια. Αποτελειώθηκα να χαμογελάω στη θάλασσα. Το χρέος μου στον ήλιο. 22.02.2010

Προσανατολισμοί

Είναι μια γλώσσα που έμεινε στη φωνή μου δαγκωμένη χρόνια και χρόνια και γούρνιαζε στην αγκαλιά μου κάποιες νύχτες και άκουγα κι εγώ σαν θύμηση μου έμοιαζε αρχαία, μακρινή λέξεις και πέρατα ήχους στο βάθος μια γλώσσα γνώριμη πεταλωμένη με τις μυρωδιές του πεύκου και την αλμύρα της θάλασσας Κάποιες ψυχές συνάντησα στο δρόμο Κάποιες καρδιές Που ψάχνανε να φτάσουν στην αρχαία Ολυμπία Με δάφνες και στέφανα Και λίγο θυμάρι από τα πέρα βουνά πώς να’ναι, πότε έγινε που είχαν κρυφτεί και πως με βρήκανε, πως με νανούριζαν, και σε ποιον ύπνο πως και μου μίλησαν γιατί, δεν ξέρω ακόμα. Κι άρχισα πάλι να την μιλώ τυχαία τ’αυτιά μου αναγνώρισαν και η καρδιά μου κατάλαβε. Μπορεί να έψαχνα. Αλλά στ’αλήθεια τίποτε δεν μπορεί να βρει κανείς, εάν δεν το’χει ήδη ταξιδέψει γιατρέψει, ομολογήσει, μάρτυρας των καρπών. Με τα χρώματα και με τις εικόνες τις μυρωδιές και τις διετελέσεις στωικών χορών και με τους ήχους του αέρα και των πουλιών πάνω από τη θάλασσα ένα παιδί που ζει πλάι στο κύμα κι οι φίλοι μου; π

Το τελευταίο τραγούδι

Έπειτα από τη λάμψη, ένα νέο δοχείο Γεμάτο φως Κλείνουμε τα μάτια μερικές φορές Και φυσάει Και γεννιόμαστε πάλι ξανά μ’ένα χαμόγελο που το κρατάμε σφιχτά μα χωρίς βία Περπατάμε στο δρόμο κατηφορίζουμε ανεμόσκαλές σκαρφαλώνουμε βράχια οργώνουμε τα πέλαγα και σαν βραδιάζει μαζευόμαστε στη φωτιά και χαζεύουμε το φεγγάρι το αυγουστιάτικο κι η κάθε ρίζα μας θάβεται πιο βαθιά στο χώμα το καλοκαίρι ο παράδεισος η θάλασσα. 18.01.010

Αστέρια κι άγγελοι

Όμορφο βράδυ φωτιές – φωνές ένας πυρήνας που λιώνοντας - τρεχούμενο μάγμα - πήζει πασπαλίζοντας τον ουρανό. 14.02.010

Εκεί

Κι έτσι έκλεισα τα βλέφαρα σε έναν τόπο που γυροφέρνει γύρω γύρω από την ουρά του χωρίς να καταφέρνει να την πιάσει μέσα στο κρύο σηκώνοντας τα μάτια ψηλά στον ουρανό αντικρύζω τα πουλιά που το’χουν βάλει για τα ζεστά μέρη της άνοιξης πετούν δείχνοντας τον νότο. 13.01.010

Αύγουστος

Τα μήλα είχανε ήδη δώσει τη θέση τους στα συντριβάνια. Οι γοργόνες του γυαλού που τραγουδούν πλέκουν τον ίσκιο σου. Μεγάλη ποδιά πήχες, πήχες πετροκέρασα κι ολάνθιστα κρίνα. Ανασαίνουν στους σταθμούς σαν τα τρένα που σταμάτησαν λίγο κι αναπνέουν τον ενθουσιασμό της επόμενης στάσης δοσμένα στο ταξίδι και στους επιβάτες. Εάν ο κρίνος μπορούσε να μιλήσει θα τραγούδαγε για τα τοπία που είδα με τα ραπίσματα που εζησε, χωρίς έλεος, από τους δειλούς εγωπαθείς. Τα δειλινά πάλι οργώνουν τους κάμπους τα πτερωτά ψάρια για να βρουν λίγη τροφή λίγο αίμα για τη θάλασσα. Τότες ο ήλιος δεν είχε πλαγιάσει ακόμη μαζί της στα πούπουλα. Στο πληθωρικό μου σπίτι έχει μόνο πούπουλα. Στην αριστερή πλευρά του γινομένου πάραυτα, έχουν μείνει λευκά ίχνη σαν κυκλάμινα, μπλεγμένα με τις σταγόνες του, καθρεφτίζει όποιον τα παρατηρεί. 11.02.010

Νυχτερινό

Μαζεύτηκαν όλα τα κομμάτια μου μέσα σε έναν πράσινο κύκλο, γέμισε ξαφνικά, θόλωσε με ένα θαλάσσιο απυρόβλητο υγρό πυρ σ’ένα φωτεινό χρώμα εκείνο που κάνει τις σκιές να υπάρχουν μέσα στο αμυδρό φως. 03.02.010

Αντιπερισπασμός

Μια εκδήλωση, μια αθωότητα ένα ερμητικά κλεισμένο μυστικό - κι ας μην το πίστεψες Κι αυτές οι λέξεις που ίσως σε βρίσκουν ν’ ακούς τα λόγια μου. Είδα κι εγώ εκείνη τη σκιά, άκουσα εκείνους τους άτεχνους ήχους. Κι αν ακόμη αναρωτιέσαι αν μ’ακούς ή μάλλον καλύτερα εάν εγώ σε ακούω τότε πάρε τις σκέψεις μου στο κήπο σου και κάνε τες τριαντάφυλλα μόνο κάποιες μέρες που θα είναι πρωί και θα λούζονται στον ανοιξιάτικο ήλιο σκέψου και μένα. Κι εγώ θα χαμογελάω τότε. Τώρα βαδίζω απλά, κουνώντας το κεφάλι σφραγίζοντας το στόμα ρίχνοντας μόνο δολώματα για οικειοθελώς ερωτευμένους με τη ζωή. Έτσι, εκεί τυχαία βάζω κάποιες λέξεις στο χαρτί και ναι σε ακούω. Πάντα σε άκουγα. Κι απλά σου μιλάω. Ίσως ακούς. 01.02.010

Ακόμη μια νύχτα

Κάθε μέρα που πεθαίνουμε και γεννιόμαστε πάλι. στα σχοινιά μας επάνω αγκαλιασμένοι οι κόμποι αντέχουν. Στα σπλάχνα μου ο πυρετός δε λέει να σταματήσει. - να ξυπνούσαμε λέει και να ‘ταν άνοιξη - Ελευθερώθηκα. Φοβήθηκα το θάνατο - θα’ρθει, δεν θα’ρθει; - Στο μεταξύ μπορώ και πλέκω στεφάνια διάφανα σε κήπους, στοιβάζω τα δακρυά μου στο σώμα σου να σε ποτίζω παρθενογέννητη κάθε ξημέρωμα. 30.01.010

Η Συμφωνία

Το σφύριγμα μιας πέτρας σε έναν μεγάλο διάδρομο Σαν να πετούσες την πέτρα στη θάλασσα Και κάνει γκέλες. Υγρό νερό κι αλάτι. Αυτό το σφύριγμα μ’έκανε και γύρισα είδα τα μάτια σου, άκουσα τα δευτερόλεπτα της σιωπής σου. Τις σκέψεις που γίνανε λέξεις γιατί είχες ακούσει τη φωνή μου. Τι λέξεις μετά που ακολούθησαν γιατί είχες ακούσει τη φωνή σου. Μετά ακόμη κι άλλες λέξεις. Λέξεις που έγιναν χάδια. Χάδια που έγιναν φιλιά. Φιλιά κι έγινε έρωτας Στο αμυδρό φως ενός ήλιου μεσημεριάτικου μέσα σ’ένα πηγάδι. Μια αγάπη απλή, γεμάτη μπάλσαμο. Ήχοι βαθιάς ανάσας που αναδύονται από τον λαιμό Ήχοι. Χέρια κεριά στις ώρες τις νυχτερινές. Μετά ακόμη κι άλλες λέξεις. Οι λέξεις να στροβιλίζουν στο πάτωμα Σαν ένα κέρμα που έχεις ρίξει και περιμένεις να δεις κορόνα ή γράμματα. Δεν έχει σημασία. Ψάχνεις κι άλλους ήχους, όσους είχα, σου τους έδωσα, όσες έχω σκέψεις σου δίνω. Τριφωνίες του πνεύματος, του σώματος, των αισθήσεων. 27.01.010

Τότε, αύριο και τώρα

Πώς να αφήσει κανείς τα περασμένα Τις μνήμες εκείνες που μένουν ακόμη - σήμερα θυμήθηκα χρόνια πριν τον καλοκαιρινό αέρα σε μια παραλιακή πόλη της μεσογείου Οι μνήμες που αντέχουν στον χρόνο. Κι ας έχεις μάθει τόσα, Κι ας έχεις σπάσει φράγματα, Του ήχου ή της σιωπής. Τέτοιες μνήμες, που θα μπερδευτούν στα πόδια σου αύριο στις μυρωδιές και στο φως μερικές φορές χάνονται και να’ρχονται πάλι πίσω ξανά για να πιάσουν από το χέρι θρύψαλα των ονείρων σου και να τα κάνουν βάρκες, πλεούμενα στα πέλαγα Σ’εκείνο το νησί πρωτόπλαστα ναυαγός που άκουγα όταν μου λεγαν για ‘κείνο το νησί ένα σημάδι. κι όσο πιο πολύ φως τόσο πιο πολύ θάλασσα όσο πιο πολύ η γη τόσο πιο πολύ κι η θάλασσα κι όσες φορές χάνονται έρχονται πάλι πίσω ξανά για να σε πιάσουν από το χέρι για να τα κάνεις βάρκες, πλεούμενα. μετά, μόνο η θάλασσα. 26.01.010

Αντικρυστός

Ένας ο δρόμος κι ασταμάτητος Εννόησεν η καρδιά μου Πίσω ή μπροστά Πως κοιτάς, Ένας ο δρόμος. Δροσερές μέρες, γεμάτες λουλούδια - πίσω ή μπροστά αν βλέπεις - μεθυσμένοι από λόγια τρελοί πιότερο με τον χορό όλοι οι σταυροί που κείτουν παράμερα σπαρμένοι σπόροι της άνοιξης λέξεις φλέβες που πάλλονται στον ουρανό πάλλονται στα μάτια με βαθιές στροφές στο χώμα και πιότερη γη για πιότερο ουρανό πιότερη θάλασσα. Μητέρα Ποίηση. 23.01.010

Εις στον ανθόκηπο

Οι έρωτες. Και πέρα από εκείνο το λουλούδι που σε γιάτρεψε, ένα στεφάνι εκεί στον κάμπο, ένα στέμμα Μια όμορφη γλυκειά κίτρινη άνοιξη Μα είναι χιόνι Η χειμώνας σαν ξεραμένο καλοκαίρι Κι η άνοιξη μυρίζει Κι η παπαρούνα φυτρώνει. Πόσο χρόνο παίρνει να φυτρώσει μια παπαρούνα. 20.01.010

Μια γυναίκα επάνω σε τακούνια

Μια γυναίκα επάνω σε τακούνια, Πρέπει να ξέρει να περπατά Όχι να παραπατάει ούτε να πετάει Να περπατά. Να προχωρά στο δρόμο Και – περπατώντας στα ψηλά τακούνια - να γυρίζει μόνο, αν είναι τα πειράγματα αστεία. Και μόνο εάν αυτά την κάνουν και χαμογελά. Κι ας μην το δείχνει. Μια γυναίκα επάνω στα τακούνια έχει κλείσει ψυχές πολλές στην αγκαλιά της κι έχει γιατρέψει. Δεν αλλάζει τη φύση της, κι είναι κι αυτή η βαθιά γνώση της ήττας. Και το μάζεμα, επάνω στα ψηλά τακούνια. Το βήμα πάντα στρωτό. Πάντα ψύχραιμο. Μια γυναίκα επάνω σε τακούνια, όρθια Με τον ίδιο συνεχόμενο ήχο των τακουνιών τοκ, τοκ…. Ένας αθόρυβος απλά ασυνείδητος Που τον θυμάσαι πολλά χρόνια μετά. Κι έτσι θα περπατάει μια γυναίκα επάνω σε τακούνια. Κάπως έτσι υφαίνει τις πληγές και τον πόνο ο χρόνος. Περπατώντας αργά, συγκεντρωμένη στον ήχο των τακουνιών συγκαλούνται λένε πνεύματα που σου μιλούν χρόνια μετά. Μια γυναίκα επάνω σε τακούνια, Μαθαίνει να περπατά Όχι να παραπατά ούτε να πετά. Να περπατά. 18.01.010