Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάιος, 2010

Εκείνοι κι εμείς

Για τα μάτια σου μόνο, και τη θάλασσα που καθρεφτίζεται, επέζησα του φωτός Των ημερών τα έργα, των σκοτεινών της νύχτας ανέμων, κατρακύλισαν πέτρες, και χτίσανε σπίτια Βγήκανε στον κόσμο αγνοί κι αθώοι, τετελεσμένοι. Σε ένα περβάζι Σε ένα μπαλκόνι, Να μαρτυρούνε τον ήλιο σε πείσμα αιώνων Να ροδαλίζουνε κήπους Να στεφανώνουνε ουρανούς με δάφνες Να λες δεν πειράζει, Εγώ σ’αγαπάω 30.05.010

L’Éphémère

Un vent a soufflé, Nous pensions que ca n’allait jamais arriver Les jours passaient dans un espace temporel familier Puis le vent a soufflé sans prévenir, sans autorisation, sans aucune information préalable. Les arbres ont eu le plus peur. Nous les hommes, nous sommes des animaux comestibles au vent. Nous transformons un élément physique à un fait qui perdure comme cet été qui va rester dans notre mémoire, comme cet été de l’éphémère, sans autorisation, sans aucune information préalable ayant comme seul arme le changement des saisons 26.05.010

Η βόλτα

Και που θα’τρεχες, μικρέ εξερευνητή, να μάθεις κάτι άλλο από το θαύμα του σύμπαντος. 24.05.010

Βουλωμένο γράμμα

«...Κωφάλαλα τ’αγάλματα. Κωφάλαλα και τα ποιήματα.Νύχτωσε.» Γιάννης Ρίτσος Νύχτωσε Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτ α Κατανόηση στα συναισθήματα αδυσώπητη, Ανάλυση σκέψεων σε βαθμό κακουργήματος, Έγιναν ήχοι και σου απαντώ. Πώς ταξιδεύουν οι σκέψεις λες μέσα στις λέξεις σου Από τους ήχους του λιμανιού μέχρι και το φεγγάρι σου απαντώ εγώ. Βαθειές ανάσες κι εκπνοές. Νύχτα και παρακάλεσες, Μα κρύφτηκε στο φεγγάρι του ήλιου το φως. Απέστρεψες, έτρεξες, αρνήθηκες. Τα χείλια σφαλισμένα σ’ένα παφλασμό κυμμάτων. Οι ήχοι της καρδιάς και της φλέβας που πάλλεται. Η μουσική του τοπίου της ίριδος Ξυπνάνες οι φωνές κι ακούγονται μετά στο ξημέρωμα πουλιά 22.05.010

Ερχεται

Ξεχύνεται σαν πανικός πάλι καλοκαίριασε Τα μάτια σου – θυμάσαι Θυμήθηκες; Σαν να μην το είχες ξεχάσει ποτές. Καλοκαίρι. Παρακολουθώντας την εποχή Να αλλάζει και το καλοκαίρι να έρχεται Τα χώματα βράζουν ήδη, κι η θάλασσα τρίβεται στον ήλιο Νέους και ζωντανούς μας βρίσκει πάντα αυτή η εποχή Καλοκαίρι. Κι έρωτα. 22.05.010

Εαρινός Θίασος

Παίξε, παίξε ντέφι κι εγώ θα χορεύω Χοπ, χοπ Με πήδους και με σάλτους Να σας διασκεδάζω Και όπως είπατε, και καλημέρα σας Και να χαμογελώ Παίξε, παίξε ντέφι Κι όργανα Στριφογυρνώ Χορεύω Χοπ ξανά Και χόπ και πάλι Και στα δυο πόδια ‘Οσα μας χωρίζουν όλους από τη γή. Χοπ, Χοπ. 20.05.010

Ανάσες

(Την ίδια εκείνη μέρα η έξοδος ) Κατεβαίνω στη στροφή, Πιάνομαι από τον τοίχο, Και διπλώνομαι από τον πόνο στα δυο Είναι μια λύπη, Κρίμα, τι κρίμα. Και το τι , ήρθε κι έκατσε με πάθος στο στομάχι μου Τόσο. Δεν έχω θυμό άλλο, δεν έχω Δεν έχω θυμό, ή κατηγόρια, Ούτε και καυμό. Πέρασαν και τα δάκρυα, Στέρεψαν, δεν έχω άλλα. Εχω μείνει διπλωμένη στα δύο, Αυτός ο πόνος που ψάχνει δρόμο να βγει. Κι αυτή η λύπη. Των σπαραγμών και των λυγμών το ρούφηγμα. Εισπνέοντας τη σκοτεινιά του κόσμου Κι οι μέρες, να διαδέχονται η μία την άλλη, Κι η αγάπη τότε ένα βαρίδιο ελαφρύ, σκοτεινό, αναπάντεχο κι ολότελα μόνο. Εισπνέοντας την σκοτεινιά του κόσμου. Ποιά δάκρυα, σε ποιόν τοίχο, ποιο βράδυ, ποια νύχτα Ηταν εκείνη τη μέρα. Εκείνη τη μέρα η εκπνοή. Κι η αγάπη τότε ένα βαρίδιο ελαφρύ, Ελαφριό σαν σύννεφο που προσπαθείς και παλεύεις να πετάξει στις ψυχές των ανθρώπων αγαπάς Κατεβαίνω στη στροφή, Ορθώνομαι πάλι, αναδιπλώνομαι με ένα βλέμμα που έχει μέσα του γροθιά, στο στήθος μόνο λουλούδια, άνθοι στιλπνά

Πάτα το κουμπί

Ξέρετε, Η ζωή μου είναι στα χέρια μου Κι εγώ τη γιατρεύω Στον ανθρώπινό μου παράδεισο Και μετά στη θάλασσα. Για να μπορώ να πω, Ότι και να γίνει, Η ζωή μου, Την έζησα.

Το έπαθλο

Ένα τσιγάρο δρόμος, ματωμένα γόνατα, λαβωμένη καρδιά, μύρα από λουλούδια την άνοιξη κι ακόμη ένας μεγάλος γαλανός ουρανός με λίγα σύννεφα είναι το έπαθλο η ψυχή μας, της ζωής μας ο παράδεισος.

Το κεφάλαιο που έκλεισε

Εχει μαζέψει μύρο, έχει μαζέψει και μπάλσαμο γλύφει τις πληγές του τρομαγμένο, με μεγάλο στόμφο και λόγια πολλά. Στ’αλήθεια πότε κανείς δε ζήτησε τα πάντα τα πάντα εδόθη στο φως κι αυτός ο ήλιος που δεν τιθασεύεται οργώνει το στέρνο, κι οργώνει το σύμπαν όλο. Κι αν είναι να ζήσουμε, στο καλοκαίρι μας, κελαηδούνε πουλιά και ν’ακούγετ’η θάλασσα και να σωπαίνει μετά όλη. Στ’αλήθεια πότε κανείς δε ζήτησε τα πάντα τα πάντα μπερδεύτηκαν και γίναν ένα ολόκληρο. Ολόκληρες μέρες κι ολόκληρες νύχτες να δίνουν καρπούς, Διαλεγόμαστε με τις λέξεις, Τις σκέψεις τα όμορφα δειλινά πλάι σε μια θάλασσα γεμάτη κι ολόκληρη. Λέξεις και πάλι λέξεις. Το κεφάλαιο, η άνω τελεία, μια παύλα, ένα ερωτηματικό και μια απάντηση. Απάντηση μία. Κανένας δεν μίλησε. Κι ερώτησαν «γιατί;» κανένας δεν ήξερε να μας πει «το κεφάλαιο κλείνει». 10.05.010

Μέσα σ’ένα βράδυ

Μέσα σε ένα βράδυ έγιναν τόσα πολλά. Το ντόμινο έσκασε. Η καλημέρα του πρωινού, Το μήνυμα στο τσαλακωμένο χαρτί που συμμάζεψες, -Που έλεγες δεν θα συμβούν ποτέ - Και ο διαολεμένος βαρδάρης που φώναζε μήπως ακούσεις, Η ίδια λέξη που είπε κάποιος και σου φάνηκε γνωστή, μετά, την άκουσες πάλι και πάλι . Δευτερόλεπτα-εικόνες της ζωής σου, αυτής της λέξης. Ενα ανασήκωμα του χεριού σε μια συζήτηση δήθεν τυχαία. Η λέξη που έφτασε πλέον στην ωρίμανσή της και σου ζητάει δικαιώματα. Κι είναι παντού, και δεν μπορείς να την αγνοήσεις. Πολλές φορές την μπέρδεψες με τις εκφωνήσεις. -Έλεγες δεν θα συμβεί ποτέ - Αλλά στ’αλήθεια, τη λέξη έψαχνες. Κι αυτή σε βρήκε. Κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί από τις δίκαιες λέξεις για πολύ καιρό. 10.05.010

Ανυπεράσπιστη

Ξέχασα μια μέρα την ταυτότητά μου στην πίσω τσέπη του τζην και πλύθηκε Γδαρμένη, ξεφτυσμένη, στις άκριες το πλαστικό έχει φύγει ο αριθμός φαίνεται μετα βίας η φωτογραφία έχει ρυτίδες η υπογραφή έχει κρυφτεί το όνομα της μητρός μου μπερδεύεται με τα σύμφωνα το πατρικό μου αχνοφαίνεται η χρονολογία γεννήσεως μου που χάλασε θα μπορούσε να ήταν το μόνο καλό. Και τι να κάνω μια καθαρή ταυτότητα να κουβαλώ, Και που να πάω, Ξεφτυσμένη κι ανυπεράσπιστη ταυτότητά μου Βουβά στον περίγελο δεν μιλώ, ούτε σωπαίνω. Βαθιά πονώ. 7.05.010

Θρήνος στον ήλιο

Επειδή γνώρισα στις φλέβες μου τη φρίκης της Ελένης, Επειδή έμαθα να αρθρώνω αταίριαστες λέξεις - αλλά τις παράτησα -, Επειδή έκοψα στη σκέψη μου το γόρδιο δεσμό - και ξέρω ότι γίνεται - ‘Ακουσα τον ήχο της θάλασσας. Τα δάκρυά μου μύρωσαν το πλατάνι, και κάθε μία πέτρα ένα δάκρυ αιώνιο. Μια λέξη αρχαία, ένας βυζαντινός ψαλμός. Βουήζει η θάλασσα. Κι αυτές οι λέξεις - γεμάτες με τόσα σημάδια-, Με τόσες έννοιες, Προχωρούν, Απόψε πάλι, Ακόμη ζωντανοί. Σ’αυτές τις λέξεις. Μια μέρα σαν βάρος ακουβάλητο που σώζεται στους ώμους. Κι είναι τόσο σιωπηλή η βουή της θάλασσας. Και τόσο δυνατή. Εχει καθίσει με τα πλοία στο λιμάνι, Εχει λιώσει στις αλμυρές πέτρες του ήλιου, Εχει μαζέψει το μούστο και έχει ποτίσει όλο το χώμα. Και η πιο απόμερη γωνιά της καρδιάς μου είναι ποτάμι με βασιλικό και καλοκαίρι. Και πως μυρίζει. Στις ρίζες μου κυλάει το χώμα. Ο ήλιος ο ηλιάτορας, το πυροφάνι, και οι μεθοδικοί ρυθμοί των κυμάτων της θάλασσας. Ασυνείδητα ο ρυθμός τους είναι κι αυτός μπλεγμένος στη σκέψη μου. Θρ

Στη σκιά του Φωτόδενδρου

Το καλοκαίρι που φυτρώνει μέσα μας Το δοκίμασα σαν καρπό. Κάποιοι αυτό το λένε ζωή. Κάποιοι άλλοι στέκουν με επιχειρήματα και σιωπή, Η ελευθερία του να είσαι άνθρωπος, γιατί υπάρχει θεός. 4.05.010

Πως ελευθερώθηκα

Για την αγάπη Σου ζήτησα φωτιά, κάπνιζες Σου έπιασα το χέρι όταν με άναβες Χαμογέλασα, Εσκυψα ελαφρά το κεφάλι, ακούμπησαν τα δάχτυλά μου στα μάτια σου. ‘Ητανε καλοκαίρι κι αφόρητη ζέστη. Δεν είπαμε πολλά. Δεν χρειάστηκε. Κάναμε έρωτα σαν να πεθαίναμε την ίδια στιγμή Τόσο φως. Την άλλη μέρα εσύ έφευγες. Εγώ δεν περίμενα τίποτα. Ημουν στη αποβάθρα του τρένου, έβλεπα το τρένο να φεύγει, στημένη όρθια. Εσύ που έφευγες. Κάποιος καλός λόγος θα υπήρχε. Μετά με πήρες τηλέφωνο να μου τον πεις. Και είπαμε να πάμε παρέα στη θάλασσα στις 5 του μηνός. 3.05.010

Πέτρες

Οι λιαχτίδες, το φως του ήλιου, καλοκαίρι που ζέστανε τη καρδιά μου τα κλείδωσα μαζί με τη θάλασσα μέσα μου, Τα τραγούδια που σιγά τραγουδούσα τις φράσεις, τις λέξεις τούτες, τα όνειρά μου. Ποια απ’όλα να αγγίξουν μνήμες. Ο χρόνος κυλάει και χάνεται. Κι οι μέρες εκείνες, τα λόγια που ήχησαν, και δεν επιστρέφουν. Κείνα που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Που δεν τα είπες και γι αυτό δεν τ’άκουσα. Σκύβοντας το κεφάλι, προχώρησα. Είχα χρόνια πια σταματήσει να μιλάω. Μέσα στη σιωπή κρύφτηκαν ηλιαχτίδες και η θάλασσα μου. 3.05.010

Επιβίωση

Οχι δεν είναι ανησυχία, Το προσωπό σου, Μια απορία κι η αίσθηση ενός συμπλέγματος σκέψης που αφουγκράζεται. Ενας πρωτόγονος ερωτισμός - η απόλυτη προτεραιότητα της επιβίωσης. Χωρίς χώρο για έρωτα ή συναισθήματα, Ενας μικρό νησί κυνισμού στο οποίο ναυάγισες, ευχάριστα. Μια λαίλαπα ανθρώπων που δίνουν και παίρνουν μεθοδικά Ενα κρεβάτι γεμάτο φλόγες κι ιδρώτα Πιο ψηλά, πιο γρήγορα – λίγο πιο γρήγορα Μια απόσταση πίσω από τα μαύρα γυαλιά Ξέρω και ξέρεις. Ας μην χρονοτριβούμε. Ενας μικρός συμβιβασμός κι ακόμη μια μέρα, Ενα λεπτό χαμόγελο νόησης. Δίνεις και παίρνεις. Το όνομά σου, την ταυτότητά σου, τα πλάνα σου. Δεν άκουσα, δεν ξέρω, και δεν μίλησα. Δεν ήμουνα εκεί. Το σώμα μου ήταν. Στα αποκαλυπτήρια θα είμαι ντυμένη στα μαύρα, Θα κάνω ότι δε σε γνώρισα ποτέ Θα έχω ήδη μνήμες αγοριών στο στήθος μου Θα τρέχω πλάι πλάι με τα κύματα ‘Ορθια, Ορεξάτη, Στον ίδιο ρυθμό, Με ένα κίτρινο τριαντάφυλλο στο χέρι. ‘Οταν επιστρέφω στο σπίτι μου θα γράφω ποιήματα, Για τον έρωτα και το χρόνο, Για την έντ