Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάρτιος, 2010

Άνοιξη

Εκείνοι απλά είπαν γι αυτήν Αυτή τώρα γεννιέται ήσυχα στα μάτια μας εμπρός μας στον αιώνα που προφητεύτηκε ο ερχομός της καθείς γνώστης περνάει απ’τον καθρέφτη και πασχίζει να καθρεφτίσει εκεί τη θάλασσα Λίγο από αυτήν. Αυτή περιπλανιέται χωρίς αντανακλάσεις μήδε γνωρίζοντας, μηδέ ρωτώντας πασχίζοντας κι αγωνιώντας για τ’άνθη της νύχτας και τα πουλιά της ίδιας ώρας Τα νυχτολούλουδα δροσίζουν τις κλίνες της νύχτας γιορτάζοντας κρατώντας συντροφιά σε όσους κοιμήθηκαν με το χαμόγελο της αυγής. Και ξημερώνει. 28.03.010

ΌΛΟΙ ΕΜΕΙΣ

Ο περιπτεράς που έδωσε τα ρέστα, δέκα λεπτά, πίσω Ο νεαρός δημόσιος υπάλληλος που προσπαθεί να εξυπηρετήσει τον πολίτη Η κυρία που έδωσε τη θέση της στο λεωφορείο για να καθίσει κάποιος που είχε ανάγκη Ο συμβασιούχος ταχυδρόμος που προσπαθεί να μάθει τους δρόμους του χωριού Η νεαρή νοσοκόμα που έψαχνε –και βρήκε τελικά και έβαλε– μια επιπλέον καρέκλα Η τηλεφωνήτρια που έδωσε το σωστό αριθμό τηλεφώνου Ο φαρμακοποιός που έκατσε και διάβασε όλη τη συνταγή στην ηλικιωμένη κυρία Ο αστυνομικός που αγκάλιασε ένα μικρό κορίτσι, για να μη πέσει Ο χασάπης που πέταξε το χαμένο λίπος πριν ζυγίσει το κρέας Ο οδηγός λεωφορείου που πατούσε φρένο ήρεμα, με προσοχή στην έγκυο γυναίκα Ο νεαρός επιχειρηματίας που έτρεξε να προλάβει την τράπεζα Ο έμπειρος οικοδόμος που έβαλε το τούβλο σωστά Ο γραφειοκράτης που απέρριψε την άδικη πρόταση προσφυγής Ο οικονομολόγος που γιορτάζει την έξυπνη επένδυση του πελάτη του Η υπεύθυνη λογιστηρίου που χαμογέλασε στο νεαρό νεοφερμένο Ο αξύρι

Περιπολικά

Ψίθυροι δεν ήταν. Ήταν θορυβώδης σειρήνες. Κάνεις ότι δεν τις ακούς. Μπορεί και να φώναξες ακόμη πιο δυνατά και να έκλεισες τα αυτιά σου. Ακούστηκαν ξανά. Προσπαθείς να πείσεις για την απουσία τους. Τα μάτια σου έχουν γίνει κόκκινα από την πίεση και οι φλέβες του λαιμού σου τεντώνονται. Φωνάζεις για να με πείσεις ότι σειρήνες δεν υπάρχουν. Η φωνή σου υπερκαλύπτει κάτι, όχι το γεγονός. Η γειτονιά γίνεται μπλε από τα φώτα. Ο ήχος γίνεται εκκωφαντικός. Τα περιπολικά πλησιάζουν. Δεν είναι περιπολικά. Είναι σειρήνες από πρωινά ασθενοφόρα. Κάποιος μου είπε να κάνω μια ευχή για κάθε ψυχή που πολεμά να μείνει στη ζωή. Αυτό κάνω. 23.03.010

Ελεύθερος στίχος

Χαίρε βάθος αμέτρητο με τα μάτια ανοιχτά όλα όσα εμαρτύρησαν στο βάθος τούτο - τέτοιες ώρες σκίζομαι πέφτω κάτω, κλαίω, παραμιλώ σιωπηλά χαμόγελα, καμία έκφραση. μα τα χαμόγελα και σιωπηλά λένε κάτι. Ακούγονται. Η αγάπη είναι από τους πιο πολύκροτους άηχους ήχους. Πιο δυνατός απ’ολους, το κελάηδισμα των πουλιών. Κι ένα βάθος αμέτρητο που αν καταφέρεις και τ’ακούσεις αγκαλιάζεσαι λίγο με τη γή και ξεκουράζεσαι πάλι. μία έκφραση: η ακατάπαυστη ανάγκη της ομορφιάς να υπάρχει και μια θάλασσα κι έναν ουρανό μπλέ για να καθρεφτίζεσαι σιωπηλά τα χαμόγελα κι ανέκφραστα ακούει κανείς; η αγάπη είναι; Ένα όμορφο πρωινό καλοκαίρι στη θάλασσα Άηχος ήχος. - Δεν έκανε ποτέ πολύ φασαρία. ούτε η άνοιξη έκανε πολύ φασαρία, απλά ήρθε. η ακριβή μας η αγάπη φύσηξε σαν αεράκι μεθάει τον κόσμο άκου, χαμόγελα. ποιος τάχα έχει γράψει αυτή την μουσική; Ένα όμορφο πρωινό καλοκαίρι στη θάλασσα. ποιος βρήκε τέτοιες όμορφες εικόνες να ταιριάζουν στις λέξεις; ποιος τέτοιες αδιαίρετες γεύσεις έπλασε; Τα χέρια ψηλά κα

Ο Μακρυγιάννης, ο Ηράκλειτος και η θάλασσα

Για όλα φταίει αυτή η θορυβώδης κομπανία πιστέψτε με. Ο Μακρυγιάννης πρώτα απ’όλα. Ο Μακρυγιάννης που βρήκε εκείνες τις κραυγές για να ονειρευτεί και να μας δώσει κι εμάς ένα όνειρο. Εκείνη την εικόνα. Την εικόνα της ομόνοιας του και του μαζί. Ένα όραμα κι αξιοσύνη. Κι ας μην χλευάσει όμως κανείς. Μια όμορφη εικόνα για μια ταυτότητα. Μπερδεμένη η γνώση με την ποίηση. Η απλότητα με την ουσία. Η δυνατότητα με τη μορφή. Μια απλή μορφή αρκεί. Ο Ηράκλειτος και το νησί πλεούμενο στη θάλασσα της ύπαρξης - της αγάπης αν είμαστε από τους τυχερούς. Κι η θάλασσα. 16.03.010

Εκείνο το βράδυ

Με τα λουλούδια να έχουν βρει με τη βραδινή δροσιά τη θέση τους στον κήπο, τα νεύματα των μυημένων στις συνομιλίες της νύχτας, και κάποιες τρομαγμένες λέξεις, έκατσα κι έγραψα για τα όσα είχα ακούσει και είχα δει. Ένα δοχείο ραγισμένο σε χίλια κομμάτια, που περίμενε ένα άγγιγμα χρόνια τώρα. Πήγε να σπάσει απ’ τον αέρα. Τελικά δεν έσπασε. Ένας κύριος – κατά τα άλλα κύριος σοβαρός, κύριος αξιοπρεπής, με προσπέρασε με βήμα αργό, σταθερό. Ακούμπησε ελαφρώς στο ραγισμένο βάζο το δείκτη του δεξιού του χεριού, το βάζο άρχισε να κουνιέται και μετά έπεσε. Γύρισε και μου χαμογέλασε με νόημα. Η ματιά μου επάνω στα πράγματα έχει έκτοτε λίγο από το χαμόγελό του και ένα κομμάτι γυαλί. 14.03.010

Η σπειροειδής καμπύλη

Όταν αλλάζουν οι εποχές Και έρχεται χειμώνας Που δεν ξέρεις ακόμη - και πώς να φανταστείς Πλεγμένος ακόμη με τα πανωφόρια του φθινοπώρου - μπορεί και να κρυώνεις κάποια βράδυα Τις μέρες που θ’ακολουθήσουν, και αν θα βρέχει Τα πουλιά μερικές φορές σου μιλάνε για την άνοιξη Για τον ήλιο τον πρωινό σε χαμηλές θερμοκρασίες Θυμήσου υπάρχει η άνοιξη Υπάρχει το καλοκαίρι. Χωρίς τη θάλασσα πως ν’αντικρίσεις ουρανό. - έλαμπαν τα μάτια σου στο «Καφέ Βικτώρια». Θορυβώδης μορφές και μια δύναμη για πρόοδο. Μια φυσική εξάντληση στα χαρακώματα των ασωμάτων. Όταν αλλάζουν οι εποχές Κι έρχεται η μέρα, Έχει μαζί της κάτι από τη νύχτα του πριν Λογοδοτεί για τον ήλιο του τώρα Και προετοιμάζει το καλοκαίρι του μετά. Αν ήταν η θάλασσα που είχε σφραγίσει τα μυστικά μας; Η θάλασσα που ανταλλάσει κουβέντες με τον ήλιο, και παρατάσσει το διαυγή βυθό της. Δεν κρύφτηκε ποτέ η θάλασσα. Κι αλλάζουν οι εποχές - κι έχουμε μάθει αιώνες τώρα τον κύκλο τους. Παραδίδουν τα δώρα τους στην επόμενη κάθε φορά. Κι ιδιαίτερα,

Το τηλεγράφημα

«Αδέρφια μου, απέθανε ο από μηχανής θεός.» Λίγες στιγμές απέμειναν ακόμη. Γυναίκες με μαύρα κλαίνε στην άκρη απ’το ποτάμι. Κι οι άντρες κατέβηκαν να πνίξουν τον καημό τους πλάι στη θάλασσα. Έβγαλε καιρό κι απλά την εκοιτάνε τρομαγμένοι, σκεφτικοί. Οι ώρες-σκέψεις που τους ξημερώνουν κάνουν τώρα το σεργιάνι τους στον κόσμο, αυτό το ταξίδι, Η χαρά του καινούργιου και μιας μελλοντικής ανακάλυψης, ο πόνος της απώλειας, ο φόβος στο άγνωστο, η αγκαλιά της Κυριακής, τα ανοιξιάτικα πρωινά μ’έναν αγιάτρευτα σκανταλιάρη ήλιο να πιλατεύει μαζί με την Πανδώρα, συνένοχος, τα αυγουστιάτικα χαμόγελα περαστικών - ήσαν συλλέκτες κοχυλιών στην άμμο. Μεγάλες ανησυχίες καθρεφτίζονται στα μάτια παρόντων πολλών. Απέθανε ο από μηχανής θεός. Μα μετά κάποιος φώναξε «είμαστε ελεύθεροι!» Κι οι πιο γνωστικοί χαμογέλασαν. Ένας ένας, αυθόρμητα, με βήμα αργό, άρχισαν να κατηφορίζουν προς τη θάλασσα Πάντα με το ελαφρό χαμόγελο στα χείλι σκύβοντας το κεφάλι για χαιρετισμό σ’όσους αντάμωναν στο δρόμο κι εκείνους που

Μόνο φωνήεντα;

Αφού έφτασα στη γή να περπατήσω, Ξέρω το τέλος μου θα’ρθει κι αυτό. Κι άρχισα να ξεθάβω ένα ένα εκείνα τα χρόνια που γεμάτα τραύματα σκάλωναν στους φθόγγους μας. Κι άρχισα ν’ανοίγω τις πόρτες, και σπρώχνω τα παράθυρα για να μπει φως. 3.03.010