Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Σεπτέμβριος, 2010

Κρυφτούλι

Ενα νεαρό παιδί, μου’χει κλέψει την καρδιά. Την ψάχνω στα καλώδια, και ψάχνω στα νερά, και την ψάχνω, μα όλο λείπει μέσ’τους κήπους. - ΤΑ ΚΡΥΦΑ ΜΕΣΟΠΕΛΑΓΑ -

Κάθε φορά που πρέπει να φεύγω

Κάθε φορά που πρέπει να φεύγω, λίγο, για να μ’αγαπάς, πολύ , είναι θέμα αντοχής, -no risk Γιατί είναι εύκολο ν’αγαπάει κανείς, Ω, στ’αλήθεια τόσο εύκολο ν’αγαπάει κανείς. Πυροβόλησα τις λέξεις στον αντίθετο τοίχο, Για να φτάσουν σε σένα, λίγο πολύ, ίσως, γιατί , ω! τόσο, μα τόσο εύκολα σ’αγαπάει στ’αλήθεια κανείς. Να μου λες να μιλώ σε όλους γύρω μου, ν’ακούς εσύ, Και να φεύγω λίγο μου λες, κι εσύ «σ’αγαπώ», «πολύ, πολύ» -λίγο πιο πολύ Που είναι εύκολο μωρό μου, τόσο εύκολο ν’αγαπάει κανείς. Να κάνω πως κοιτάζω τον καθρέφτη, για να με κοιτάς, κλεφτές ματιές, εσύ. Να τριγυρίζεις γύρω μου, λίγο λίγο, και πολύ, Και δήθεν τυχαία, να μ’ακούς που λέω, «μα,! είναι εύκολο ν’αγαπάει κανείς» αν είναι να’ρθει, θε να’ρθει... Κάθε φορά που πρέπει να φεύγω, για να μ’αγαπάς πολύ. Αθήνα 26.09.010

Ποια μέρα

Ποια ήταν η μέρα άνθρωπε που κάθισες, να δεις, Και να σκεφτείς, Πως να'ναι η τελευταία σου η ώρα, -Ή όταν θα’ρθει Θυμάσαι που ‘παιζες παιδί στα δέντρα χάμου και γελούσες. Καμία σκέψη για το θάνατο. -Πολύ μακριά ο θάνατος. Ποια μέρα κάθισες και κοίταξες τριγύρω τι σε σώνει, Και πόσο από το χώμα αυτό λίγο είσαι μακριά -Σε προστατεύει η απόσταση, Πόσο λίγο μακριά είναι το χώμα αυτό από σένα, ελάχιστα, Που πέρασες, και μπήκες κι ήταν πρωί μετά που μίσεψες και πήγες. Πως με κοιτάς περήφανα έτσι και με χαιρετάς, Στο φέρετρο εγώ, η εσύ - Ποιος ξέρει Πρώτος ποιος θα ξαπλώσει. Και ποιος στον άλλο δάκρυα στην πέτρα θα στεγνώσει. Κι εκείνες τις μέρες που ζήλεψα, τη φύση να ρουφήξω, αγάπη, και το σώμα, επάνω στο χώμα να σου κάνω έρωτα θέλησα. 'Αλλο απ'αυτό δεν ξέρω να κάνω. 26.09.010

Ο ποταμός

Από τη θάλασσα, αγάπη λες, πως πας στον ποταμό, στον έρωτα, Με μιαν κρυφή ελπίδα, τον πόθο της πηγής, μια σπίθα δίψα, Κι έπειτα; Κανείς. Οι άγγελοι μαζέψαν ότι άπλωσαν, και τη σκληρή τη θάλασσα, που πλάγιασε στον ουρανό για να στεγνώσει. Δεν άντεξαν την τόση γύμνια. Κρύφτηκαν σε ένα χαμηλό σπιτάκι. Απ’όπου ακούγεται το κελάρισμα του νερού απ'τα ανοιχτά κόκκινα παράθυρα. 24.09.010

Στον όμορφο τόπο περπάτησα

‘Εναν τόσο όμορφο τόπο. Πώς κλείσαμε την καρδιά μας, μάτια μου, και δεν τον εκοιτάξαμε. Πρόσφορα τα πέλαγα, μα τα λεηλατούμε. Μέρες και νύχτες, εποχές, και το φεγγάρι που ξεχάσαμε να δούμε, 'Ονειρα βαφτίσαμε τα φτερωτά σημεία, πουλιά και σπαρταράνε. Χύνεται η αγάπη μου πικρέ μου, κι ακούμπησα, για δες, στα κυπαρίσσια τα ψηλά να ξαποστάσω. Όλες οι θύμησες, μου σφυρίζουν με τα φύλλα, και μου μιλούν, και αντηχούν. Λίγο πιο πριν, λίγο μετά. Εναν τόσο όμορφο τόπο Πώς βασανίζουμε. Και πώς κρατάμε, καρδούλα μου, Τα μάτια μας κλειστά. Αθήνα, 24.09.010

If beauty

A Fragile dream you are my love. You smell like the snow in a winter noon. Followed by those who search for the sun, for those who search for you. Up high to the sky, here they come, I can see a walking line, see through the sky see through the sky. So tender is the sky. If beauty there is, then, these are the sounds. 23.09.010

ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΚΑΤΕΒΑΣΕΙ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ;!

ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ. ΕΝΑ, ΔΥΟ. ΕΝ ΔΥΟ.ΜΕ ΡΥΘΜΟ. ΣΑΚΟΥΛΑ. ΣΑΚΟΥΛΕΣ, ΚΟΜΜΑΤΙΑ, ΚΟΥΤΑΚΙΑ, ΚΟΥΤΙΑ κι ΑΠΟΦΑΓΙ Α, ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ. Ανακύκλωση;! ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ, ΕΝΑ ΧΕΡΙ, ΕΝΑ ΜΠΡΑΤΣΟ, ΕΝΑ ΜΑΤΙ, ΕΝΑ ΠΟΔΙ ; ΕΝΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙ ΑΝΤΙΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ. (ΑΣΤΕΡΙΑ ΑΠΟ ΧΩΜΑ ΚΑΙ ΝΕΡΟ;) ΟΙ ΘΙΑΣΑΡΧΕΣ, ΕΠΙΚΟΥΡΟΙ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ, ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΤΟΥ ΠΟΤΕ, ΜΑΛΩΝΟΥΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ: «ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΚΑΤΕΒΑΣΕΙ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ;!» «Ε;!!!» Αθήνα, 18.09.010

Μικρόκοσμος

Μην κτυπάτε καμία πόρτα, Έφυγε ο αμαξάς, πήγε στην άμαξα Έφυγε κι ο ταχυδρόμος, δίδει γράμματα. ‘Εφυγε ο φούρναρης της γειτονιάς, Και στο περίπτερο ο άνθρωπος μόνος. Στον χρυσοχόο ξέμεινε κάποιο υλικό, Μα δεν έκανε δουλειά. Ο Στρατηγός με τον Παπά μπήκαν στην άμαξα. Το γράμμα ήταν πολύ βαρύ για χώνεψη, Ερμηνεύτηκε ως κλάψα τυμβωρύχου – τόσες σελίδες. Ο συγγραφέας καταθέτει τη θέση του για την παράκτια επίθεση ενός απίθανου μέλλοντος, γεμάτη από ύλες ατόμων που δεν είχαν ουδεμία σχέση με το παρόν. Ο κλειδαράς προσέγγισε με τον καλύτερο τρόπο την κατάσταση, Έσυρε, έσπασε, κόπιασε, εξετέθη... –Η πόρτα όμως δεν άνοιξε. Ο καλλιτέχνης από το απέναντι μπαλκόνι ετοιμάζει εδώ και δύο χρόνια την καινούργια του δουλειά που δεν θα δείξει ποτέ. Η κα Τασία έκοψε μερικά λεμόνια για το αυγολέμονο. Ο ποιητής μουτζούρωσε άδειες σελίδες, ότι είδε κι ένιωσε, - Ματαίως.Δεν τον πίστεψαν Τα περιστέρια τακτοποίησαν τα ψίχουλα που έπεσαν από το τραπέζι. Κι ο τζογαδόρος στη γωνία, που κράτησε τις λανθασμένες

Τα παραδοτέα

Πολύ κοντά, μακριά σου, Σε ένα σημείο του χάρτη μικρό Μια σπίθα γης και γύρω πέλαγο Χωρίς πιξίδα, Με σώμα ακέφαλο και βομβαρδισμένη μνημοσύνη αγίων Που ξεφύτρωσαν από, ποιος ξέρει ποιαν ευχή ή ποιαν ανάγκη, Δεν έδωσαν σημασία, κοντοστάθηκαν, πέρασαν άφησαν βότσαλα σε μια παραλία, ή ακόμη ακόμη λέξεις, πλέξεις σε έναν αραχνούφαντο ουρανό. 15.09.010

‘Ενας Τζέντλεμαν

Εκείνος ο κύριος Που διαγράφηκε στη σκιά του τοίχου Με το ψηλό καπέλο, Με χαιρέτισε διακριτικά. Κι έπειτα, απλά, έφυγε. -ΜΕΣΟΠΕΛΑΓΑ-

Το φιλί σου

Είπαμε τόσα πολλά, λίγα περίσσεψαν Εχτές και πάλι, Αναρωτιέμαι πάλι για τα μακρυά σου δάκτυλα, και την υφή στα χείλι, που ένιωσα. Περπατώ στους δρόμους και το σκέφτομαι, συνομιλώ με τα χέρια σου. Σε σκέπτομαι. και που γελάω, Με τα χείλι, και την πνοή σου, Δροσίζομαι μ’ένα μεγάλο ποτήρι λευκό κρασί. Διαδρομές μέχρι την ευχαρίστηση σου. Η αφιέρωση δεν θα’χε ποτέ νόημα χωρίς το φιλί σου. Μακριά που φεύγεις για να’ρθεις κοντά μου . Τα χείλι σου αυθαιρετούν κι αυθόρμητα νιώθεις αλλιώς. Και λες για τον αέρα, τη βροχή σου πως σε μεθούν, κι ακούμπησα τυχαία στο κουμπί σου κι έπεσα λιγάκι πιο βαθιά, αγνά, μεσ’τη ψυχή σου. 11.09.010

Φαντασία

Κήποι απέραντοι Κι ένα λιβάδι, μεγάλο σα θάλασσα, και βελουδένιο. Σαν να’ναι η χλόη όλη ένα χαλί, - και, ζαβολιά, αν το τραβήξεις Να πέσεις στα χέρια μου, που θα’χω ανοίξει. 10.09.010

Αεράκι

Κρυφά κι ολοφάνερα, μία πίσω, και μία πάλι εδώ μπροστά σου, Είπες κάτι; Ό,τι. Κι η ησυχία, απέραντη. άραγε την ακούει κανείς; Μα το κυριότερο, οτι ακούς εσύ. Αόρατοι ρυθμοί, γεμάτα συγκίνηση χάδια, Απόσταση γεμάτη ήχους, χωρίς υποσχέσεις. Μια ανώνυμη απλή επαφή . «Πώς σε λένε;» και «Ποιό είναι τ’ονομά σου». Κι αν είχα βάλει λέξεις, ίσως να είχε χαθεί. Μα, στ’αλήθεια αγόρι μου, στον κόσμο της σιωπής σου πήγα, και γύρισα πάλι πίσω, και ό,τι ξέρω μ’αυτές τις θάλασσες σε έλυσα, εν λευκώ, χωρίς πανί, χωρίς σώμα. Καράβι π’αρμενίζει με τον άνεμο, άραξε στα κύματα ενός πελάου πράσινου, κι είναι λέει κάπως έτσι κι η ζωή, ένας παράδεισος. Κορυφώνεται στην σιωπή, Mα αν σ’εύρουν οι λέξεις του και τις καλοδεχτείς, μυρτιά και δάφνες. 6.09.010

Φθινόπωρο

Κι εγώ πως να σιωπήσω για τον κόσμο σου, Γλυκός, φορές θλιμμένος, σιωπηλός. Από μια θλίψη που έπεσε από τ’άστρα, Πόσο μπορεί κανείς να νιώσει τ’άστρα όταν σβήνουν, Εκεί σε αγαπάω πιο πολύ. Κι ας πέφτουν μεσ’τη θάλασσα και σβήνουν, ή σαν αφήνουν τα κλαδιά ενός δέντρου και σιγίζουν αμίλητα, αστέρια. φφφφ...ένας μικρός αέρας, στάλες βροχής κι η σιωπή ένα όνειρο. Αχ, σεπτέμβρη πάρε με, πάρε με και γλυκοχάϊδεψέ με, Πόσο στεγνά γίνονται τα χέρια σου και τα δάκρυα μου τούτη την εποχή, Αν τ’άγγιζες θα σε βασάνιζαν. Και διόλου μην τα κοιτάς. Ανέπαφα και τα δυο. Απ’ τον γαλάζιο ουρανό και μέχρι τη γη, και ως το χώμα, έχω χαράξει μια μεγάλη, λεπτή, φωτεινή, διάφανη διαδρομή. Κι είναι αυτός, ο μόνος τρόπος που νοώ για να μιλήσω για τον κόσμο σου. Επέρασεν η ώρα γλυκέ μου, εσβήσανε τ’αστέρια, κάνει κρύο. Πάμε μέσα . 6.09.010

Το κλουβί

Είναι μέρες τώρα, που σου λέω Κράτα στο χάρτη σου ένα τόσο δα μικρούλη μέρος, Βρες εκεί στο χάρτη σου ένα μικρό νησί. Και πόσα και τόσα μέρη χαρτογράφησες και είδες... Ηπιαμε αύγουστο κι είμαστε ακόμη μεθυσμένοι, Μη με παρεξηγείς. Θου, τέτοιες λέξεις πως βρήκαν δρόμο κι ήρθαν! Δες εδώ κάτω χαμηλά στο χάρτη σου, Υπάρχει ένα μικρό νησί που λέγεται ευτυχία, Και για πες δηλαδή, εσύ που φτιάχνεις τον χάρτη, Γιατί; γιατί να μη θέλεις να το δεις; Οτι υπάρχει. κι αν πάλι εσύ, που τόσα κάμεις, κι ας πούμε, δεν μπαίνεις και στον κόπο να το πείς, εμείς γιατί να μένουμε μακριά της; Υπάρχει λόγος; Κι ακόμη κυριότερο, γιατί να θέλουμε να πιστεύουμε ότι το είχες κρυψει; Περισσεύει κανεις; Κι αφού τίποτε δεν είναι τυχαίο, Τότε γιατί όλοι εμείς; Περισσεύει στ'αλήθεια κανείς στην ευτυχία; 5.09.010

Μόνο χέρια

Τώρα που είμαι εδώ δικιά σου, Τώρα που δεν έχω πια φτερά, Μόνο χέρια. Δες. Σκόνη που δεν έχει φύγει απ’τους ώμους μου πετάω, ήταν ήδη τόσο μεγάλο το ταξίδι. Οπως κι αν έφτασα μη με παρεξηγείς, έφτασα, όρθια ακόμη, ζωντανή. Γεμάτη δάκτυλα. Εμαθα λοιπόν πως ν’αγαπάω. 3.09.010

Κοινωνικές συμβάσεις

Κι έπρεπε έτσι να πέσουνε οι τοίχοι, Να γυμνωθεί η ζωή. Να μείνουμε , όπως πάντα, με όλα όσα ποθήσαμε, Με κούρασαν τόσες φανφάρες, τόσα λόγια, φασαρία που χαλούσε το τραγούδι των πουλιών. Κι όσο κι αν έστηνες αυτί, δυσκολευόσουνα ν’ακούσεις. Τόσος τόπος, τόση βουή. Εχει μια ησυχία απόψε, κι απολαμβάνω τις κοπιαστικές κινήσεις της επιβίωσης με ηρεμία, Ναι στ’αλήθεια άλυτες πολλές οι υποθέσεις, κάθε μέρα, Επικίνδυνες προσκρούσεις σωμάτων, η τάν η επι τάς. Μα να, ξετύλιξες το δώρο της ζωής, κι έχεις στα χέρια μόνο πιάσει ότι σου είναι αλήθεια. Το αμπαλάζ έχει κάπου χαθεί αλλά δεν ξέρουμε που πήγε. Κι εύχομαι τώρα ένα τραγούδι που να λέει για να μην σβήσει από τη μνήμη μας αυτή η αλήθεια. Πάντα ήταν αλλιώς η αλήθεια, πάντα υπήρχε, μα τώρα ίσως που τα στερνά μας κόκκαλα έχουν ποτίσει, να βάλουμε τα γυαλιά μας στην άκρη, μήπως και δούμε τον ήλιο ξανά. Κι αν είναι κάτι να παραδώσουμε κι εμείς μετά, να’ναι ίσως πως υπήρξε αυτό το αμπαλάζ, και καμία πληροφορία γι αυτό. Σαν να το είχαμε σχεδόν

Αιχμαλωσία

Δεν έφταιγαν ποτέ που ήτανε πουλιά τα μάτια σου, - στο’χω πει;, ξεμαλλιασμένες οι αισθήσεις σου, ή σκληρά πετρωμένα τα χαμόγελα σου. «Δεν έχω κάτι πιο πολύτιμο από το σώμα μου», - πληγές γεμάτο, είπες μετά, και να, μπροστά σου αφήνομαι. Χωρίς ντροπή. Τα χέρια που’ναι σαν φτερά θυμούνται πως πετούν από τα κρίνα μάτια σου, κι αυτά γελούν ολόκληρα δυο φωτιές που καίουν, ή σαν μια φλόγα που είχε μόλις πάρει πάλι φωτιά. - Αέρας εγώ και να πυρώνει Η άνοιξη, το καλοκαίρι,..... οι εποχές, τα χρώματα. Οι καθαροί ήχοι του μετάλλου όταν προσκρούει επάνω μας η ζωή, και αναδύουνε κύματα και μουσική. Κι όποιος ακούει τα κύματα, είναι που δέθηκε στη θάλασσα μ’ένα μακρύ σχοινί. Και τραγουδάει.Απλά, το τραγούδι της ζωής. 2.09.010

Επιμηθείς

Τι απλά που μιλάς για τα φυλλοκάρδια μου, Σαν τόσο απλό, και δεν το πρόσεξα, το αεράκι που στράβωσε το στύλο της τέντας στη βεράντα. Ποιες είναι οι λέξεις που βρίσκουν πάλι το νόημά τους; Κι η ζωή μου, ποιες στιγμές; Πάει καιρός που δεν ξαπόστασα να δω τα φύλλα που χορεύουνε στη φύση, Και τα κλαδιά που γέρνουνε, μήνα σεπτέμβρη. Κι εκείνα τα λόγια τα δικά σου, τα όμορφα, τα πλάνα, - τα τόσο απλά κοχύλια στη χούφτα μου, Μά, μάλλον ειναι πως τ’απλά τα βρίσκει ο κόσμος άκυρα, - όταν γι αυτά μιλας Κι εσένα αφελή. Κάθε μέρα. 2.09.010

Η κίτρινη γραμμή

Επάνω της ακροβατείς γελώντας. - έχεις ήδη επιλέξει για χέρια τα φτερά σου - κι έτσι γυρίζεις και κοιτάς, μια δεξιά, μι’αριστερά σου. κι εγώ αγκάλιασα στα γόνατά μου ανάμεσα την κίτρινη γραμμή Μόνο να την περπατήσει θα μπορούσε κανείς. Κι είχαμε ήδη βγει από το τούνελ. 1.09.010