Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάρτιος, 2011

Το άλμα

Βούτα, Στο πέλαγο, Μποτίλιες μέσα σ αυτό Γραφτά που καίγονται Και αλυσοδεμένα χέρια Επίσημο κι ανακοινωθέν, Λέξεις σαν ένα αγκάλιασμα Ένα ζεστό μπράτσο Ακροδάχτυλα ζεστά. Μάγουλα. Πολύχρωμες λέξεις, Φλέγονται σαν ουράνιο τόξο, Τυχαία σ αγγίζουν Κι επιθυμείς Τον ζεστό μυρωδάτο καρπό του ανθρώπου, Γερμένη, Κι αν απέραντη λύπη, ή θλιμμένη γοητεία εσύ αγαπάς, μη σκιάζεσαι. Σε καμία στ αλήθεια γιορτή δεν πήγε κανένας μας μόνος. Βούτα στο πέλαο, Μποτίλιες μέσα σ αυτό Γραφτά που καίγονται στον ουρανό. αστέρια. 30.03.011

Σπορά

Αρνήσου τη σιωπή. Αρνήσου να σκύψεις το κεφάλι Σκυλί, σκυλί. Κι εσύ κι εγώ. Σκυλιά μαύρα σε τούτον τον κόσμο περπατούμε. Κι όπου μας φοβήθηκαν, σαν τους λύκους μας κυνήγησαν. Φοβήθηκαν το πρόσωπό τους στον καθρέφτη. Ποιος μιλά και ποιος φωνάζει Μη με κάνεις να αντιδικώ, δεν έχω κουράγιο άλλο σου λέω Δεν έχω, Τούτο το χώμα που πατώ και κάθε μέρα Μου θυμίζει Εκεί, Πως ένας σπόρος τέτοιος, μαύρος λύκος, είμαι κι εγώ. Και φυτεμένος και ζωντανός. Βρυξέλλες, 28.03.011

Φόβου αιχμάλωτος

Οι σημαίες και το σώμα μου δρόμος. Πώς να τον περπατήσεις. Να κυματίζει, Να τ’αποζητάς μέσα απ’τις γρίλιες Να γίνεται τη νύχτα άυπνος καημός. Κλεισμένος να μένει έξω απ’το σπίτι Και το παράθυρο, κι αυτό κλειστό Απ’τη γωνία που κάθουμαι και βλέπω Μονάχα δυο χαραμάδες φως Σαν τους ποιητές που γυρίζουν την πλάτη τους στον κόσμο, Φόβου αιχμάλωτος κι αυτός. Αθήνα 24.03.011

Μια άσπρη μέρα

Με τους διψασμένους Με τα κορόιδα του συμφέροντος στη λάσπη και στην τσουκνίδα Ευαγγελίζομαι, μηδέ το ανθρώπινο, μηδέ το αθάνατο. Για να καταφέρεις να δώσεις, πρέπει να θέλει τούτο να πάρει. Το να στ άλλο. Ένα μπλε σώμα που κόβει σαν στιλέτο μόνο επάνω σε γυμνά κρύσταλλα. Χαράζοντας τη λέξη λαχτάρα. Τι καλά να άρχιζε η χυδαιότητα απεργία διαρκείας, Να βλέπαμε κι εμείς μια άσπρη μέρα. Βρυξέλλες, 19.03.011

Άνοιξη

ότι αλλάζει μας πονά πρώτα Έπεσε η άνοιξη ξαφνικά εκείνες τις μέρες επάνω στα πεζοδρόμια Χιλιάδες πράγματα Μα αυτή εκεί Μην τυχόν και την αγνοήσεις Πως μπορείς να την αγνοήσεις Ακόμη κι αν δεν ακούς τα πουλιά, Κι αν δεν ανασαίνεις τον αέρα της, Πως μπορείς να κάνεις ότι δεν υπάρχει,

Σιγαλιά

Ι. Πιο βαθιά απ’τις στάχτες μου Βρήκα εσένα Μόνο, μικρό και φοβισμένο Να κλαίς με της ψυχής σου τα δάκρυα Ένιωσα, και να, τα βάζω σε λέξεις. ΙΙ. Εκείνες οι κινήσεις των χεριών ή τα χαμόγελα Ένας μεγάλος βουβός άφωνος πόνος που καταπίνει σαν μια μεγάλη αχτίδα την πόλη που ησυχάζει, Ν ακούγονται μόνο οι ήχοι του φεγγαριού Σαν μια μεγάλη αχτίδα να τους ρουφάει μέσα η ψυχή μου, Ο νους μαγεμένος Από τη συνείδηση Τη μελωδία φωτός, συνομιλεί με το φεγγάρι που καθρεφτίζει την δική σου την καρδιά, το δίχως άλλο. Βρυξέλλες, 15.03.011

3 ¼

Ένα σώμα Ένα μπλε διάζωμα Που κρατά το πόστο της άνοιξης Με νύχια και με δόντια Και ω, πόσο κουράστηκε. Βοήθεια αδελφοί, Βοηθήστε να φέρουμε πάλι πίσω την άνοιξη. Να σμίγουν οι ανάσες μας με την ανάγκη μας γι αγάπη. Ένα σώμα Ένας δρόμος στη θάλασσα Σπαράζει ακόμη το αίμα ζεστό μέσα του Έχει καρδιά. Και χτυπάει μια, και χτυπάει δυο Βοήθεια αδελφοί μου, Βοηθήστε να φέρουμε πάλι πίσω την άνοιξη Να γινόμαστε ο πυρήνας μας του ενεστώτα και του παρακείμενου, Χωρίς πιπέρι. Ένα σώμα Μπλέ, σε άσπρο χαρτί με μπλέ μαρκαδόρο Που θορυβεί, σαν μέλισσα Που ταιριάζει μ’ένα δάκρυ από συγκίνηση Και ω, πόσο κουράστηκε. Στον ύπνο μόνο, μιλάει, Βοηθήστε μας να φέρουμε πάλι πίσω την άνοιξη, λέει Και μόνον ο σκύλος το ακούει τη νύχτα Με το ένα μάτι πάντα άγρυπνος φρουρός Να ψιθυρίζει μέσα απ’τα παράθυρα του κάτω ορόφου, Σ’αγαπώ, Ένα σώμα μπλε. Ένα ολόκληρο σώμα.

Λέξεις

Μιλάω με βουβές σιωπές. Μπαίνω στα σώματα που ακουμπάς τη νύχτα Στα βλέφαρά σου όταν τα μάτια κλείνεις, Στις άκρες των δακτύλων σου σ ότι αγγίζεις. Περισσεύει άνεμος. Όσα ζητάει ο άνθρωπος στο τέλος της κούρασης στην άκρη του γκρεμού, Χωρίς σπαθιά ματωμένα ή γιαταγάνια Χωρίς φονικά όργανα Μόνο γλυκές λέξεις. Μουρμουρητά σ αγαπώ. [Που’χεις ξεχάσει το πρωί και πως τις είπες] Μια γλυκιά νυχτερινή αύρα Σε ένα κορμί που ακόμη ζει. Σαν μια μπάλα αισθήσεων Στον παλμό της κορδέλας που τις τυλίγει Σαν μια ανθοδέσμη. Και δυο χέρια που ξερίζωσαν το κεφάλι από το σώμα Μια μόνο φορά, Και φτάνει αυτό, Είν’ αρκετό. Βρυξέλλες, 8.03.011

Τα λουλούδια

Κι έτσι πορεύτηκα Με τα χείλια. Μ ένα χαμόγελο Από αυτά που ξεχάστηκαν, Με κάποιες μικρές απορίες Και κάποια λευκά τριαντάφυλλα Λευκά για την αγνότητα της προθέσεως Τριαντάφυλλα για την ευωδιά τους. Βρυξέλλες, 8.03.011

Αγκυροβόλημα

Μυρίζουν οι κρίνοι κάθε που στάζουν οι σταγόνες Τα δάκρυα της ψυχής μου, Ο πόνος απ΄το κομμάτι που λείπει. Εσύ. Έκοψα από τη σάρκα μου και σου’δωσα να πιεις λίγο νερό. Η θλίψη στο βλέμμα μου σου θυμίζει τη θλίψη του κόσμου, Η απελπισία στα λόγια μου, το θάνατο. Η ζωή παραθέτει γκρίζες εικόνες να περνούν, Ο ποιητής θλιμμένος και ουτοπικός. Γιατί μόνο έτσι γνωρίζουμε τους ποιητές. Με θλίψη και φεγγάρι. Ω, Αγαπημένα μου άστρα, κι αγαπημένε μου ουρανέ Που βλέπω τυφλός, με την καρδιά μου. Ω και πόσο αγαπώ τη ζωή. Μ’όση δύναμη μπαίνεις σαν τον αγέρα στα παράθυρα, και σπάς. Τα φτερά με συνοδεύουν στο διάβα μου τόσο που αναρωτιέμαι μήπως είμαι πουλί και μαδάω. Σαν ένα μεγάλο ποίημα που δεν θα τελειώσει ποτέ. Ήταν τότε, και θα’ρθουν πάλι κι άλλοι. Όπως εμείς. Στον άνεμο, στη γή, στ αστέρια Να σταματήσεις την αγάπη Να σταματήσεις τη γή να γυρίζει; Κι εσένα μαζί; Το χορό της άνοιξης; Τα πουλιά τη νύχτα; Πυκνότητα του σώματος η ψυχή μου, έτσι όπως κείνοι οι πα

Όταν πέφτει ο ήλιος

Όταν πέφτει ο ήλιος Κι αρχίζει να κρυώνει Το μυστικό βγάζει τα δόντια του Και μας κοιτάζει Σαν το μελάνι που ξόδεψες Για ένα βιβλίο.