Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2012

μέσα στην παρακμή

Αν μπορούσα να μιλήσω -πριν η λέξη καν βγει- να μπορούσα να δω. ‘Ελαβα κι εγώ ευλαβικά παραφροσύνη ήταν ποτάμι, ήταν λίμνη, ήταν ανακοπή; Αναπηρία καθώς λένε ντρέπονται. Και περπατούν μαζί μου πλάι μου μάτια σκυφτά ανάβουν τσιγάρο τάχα να μην σταυρώσουν βλέμμα. Μόνο ντροπή. Δεν θα υπήρχε φως, σιγή. Μουγγή και τυφλή δεν θα υπήρχαν λέξεις, δεν θα υπήρχε σιωπή. Και να γεννώ πετώντας χωρίς χέρια και χωρίς γραφή και να γεννώ πετώντας έρωτα ανάπηρη μέσα στην παρακμή

Μαζί σου

Μόνη μου σκέψη ζωή μου η ζωή σου μόνιμη ήττα η αναμονή -πάντα νικητή- μόνη μου σκέψη πάντα δική σου η νύχτα μαζί σου

Η επιστροφή

Βροχή, και το φλεγόμενό μου σώμα παιχνίδι στα χέρια κάποιων αστεριών μένεις εκεί νύχτα sans σαλεύουν δάχτυλα στο φως των αστεριών στάλες διατρέχουν την επιφάνεια το κορμί όπως το κύμα στέλνει μήνυμα στην ακτή εσύ, ολόκληρος, κουρασμένος, συντετριμμένος, κι ακόμα ζωντανός πέτρες βροχή καίγεσαι βροχή των αστεριών καίγεσαι ωραιότατος μέσα στη λάμψη των αστεριών

Η κότα

Κάθε φτερό Της κότας Φτάνει Στο μέτωπό σου Το τινάζεις Σαν να τινάζεις ένα δικό σου σεντόνι Μπροστά στον καθρέφτη

Το πάλκο

Το πάλκο Χειροκροτούμε. Οι ηθοποιοί ανεβαίνουν στην σκηνή ένας ένας. Κάθε τόσο μια λέξη με νόημα. Οι λέξεις περιοδεύουν σιωπηλά στον νού μας. Δίδουν παράσταση. Χειροκροτούμε. Μια γυναίκα στο παράθυρο κουνάει το χέρι. Κάποιον χαιρετάει. Στην απέναντι θέση μισογυρισμένο στο πλήθος ένα μικρό αγόρι παίζει φλογέρα. Περιμένουμε άδικα μια απάντηση ένα πρόσωπο που δεν έρχεται. Ταπ, ταπ, ταπ ένας ήχος σταματάει στη σκηνή. Τα φώτα κλείνουν. Χειροκροτούμε δυνατά. Σαν να ήταν εκεί ένας ανυποψίαστος ταχυδρόμος.       σσσσς μας σφυρίζει και σφίγγουμε τα χείλια φως ξανά ! η πιο παλιά μας φωνή ψιθυρίζει χάνουμε τη λαλιά μας και μόνο με δάκρυα ένας χορός αστάματητος ήσυχος ήσυχος ένα ποτάμι δάκρυα χειροκροτούμε η γυναίκα στο παράθυρο χειροκροτά κι αυτή μια μικρή ορχήστρα γεμίζει το δρόμο και το πλήθος σφυρίζει κι αυτό κι εμείς μαζί με το πλήθος πέντε λέξεις όλες κι όλες αγάπη, δικαιοσύνη, ελευθερία, χρόνο, φαί.

όταν πρέπει ν’αλλάξεις τον κόσμο

αυτοί για το ψωμί —εμείς για το κορμί αυτοί για λευτεριά —εμείς για έρωτα ντίνος χριστιανόπουλος ‘Ενας έρωτας, όταν χρέος έχεις να φτιάξεις τον κόσμο, τρέχοντας στους δρόμους, γεμίζοντας χαρτιά μ’ανεξάντλητες πορείες και αντιστάσεις. Δεν υπάρχει χώρος για δυο χείλια, όταν τρέχεις για ν’αλλάξεις τον κόσμο. Δεν υπάρχει χρόνος όταν πρέπει να αλλάξεις τον κόσμο.  Εξάλλου ο έρωτας; ‘Αδικα περπάτησες τόσα χιλιόμετρα, άδικα ταξίδεψες. Άδικα περιμένεις. Τι περιμένεις; Πλάσμα αδύναμο, μα η ανθρωπότητα με χρειάζεται πιο πολύ από εσένα. Προχωράμε, ενωμένοι, δυνατοί, χρέος έχουμε να φτιάξουμε πάλι τον κόσμο. Η φασαρία που κάνει η πικρή συνήθεια γύρω έχει μουχλιάσει τον τόπο όλο, φέρτε φτυάρια να σκάψουμε πάλι τον κόσμο. Κανείς δεν μου είπε για έρωτα. Να φτιάξεις τον κόσμο φωνάζουν στα παράθυρα, να σκαλίζεις, να σκαλίζεις να γυαλίσει ο πυρήνας, να φύγουν τ’αγκαθιά, να μπολιάσουμε τα παιδιά.  Έναν καινούργιο κόσμο σου λέω. ‘Οπου θα μπορούμε ν’αγαπιόμαστε θαρρώ.

Μετέπειτα

Ξεσπάθωσε σαν είδε όλα τα μαύρα πουλιά να μαζεύονται στο πράσινο χαλί στρωμένο κάποια κυριακή, χρόνια πριν, από λάθος αιτία, για να υλοποιηθούν οράματα μοντερνισμού που όχι μόνο επέλασαν ως κακώς νοούμενη πραγματικότητα αλλά επιπλέον κατεδάφισαν κάθε ελπίδα ανατρέποντας την πάσα αλήθεια. Μετέπειτα, όλα είχαν τον χαρακτήρα του χιονιού και καμία διάσταση ή αντιφατική της τοποθέτηση δεν ήτο επιθυμητή από κανένα πλάσμα.

Μόνο μουσική

Ήρθε μια μέρα και νιώσαμε ασφαλής Μαζεύτηκαν τα σύννεφά και είπαμε να Έπιασε ψιλή βροχή Νοσταλγία και χαρά έσκαψε τα χείλι Αχά, επιτέλους σπάσαμε τα όρια της ανεξερευνήτου βλακείας Δεν τολμώ να ψάξω καν τη λέξη στο λεξικό Η βλακεία, ακόμα και στους βλάκες είναι ανυπόφορη Τουλάχιστον να βλέπαμε τα χάλια μας Η ηλιθιότητα, αυτή τα έχει χειρότερα βολεμένα Παρόλ’αυτά η αφέλεια που την ακολουθεί μερικές φορές με συγκινεί Και όχι φίλοι μου δεν είναι η πεποίθηση όραμα Πως να σας εξηγήσω, πως να σας περιγράψω με πιο τρόπο αντιστεκομαι κάθε μέρα σε κάθε τι που προσδιορίζεται μέσα σε δέκα λέξεις. Η πιο μεγάλη συμφορά του ανθρώπου φίλοι μου είναι να κρέμεται μέσα σε δέκα λέξεις. Και να νιώθει και ασφαλής ανάμεσά τους. Φρικτή κατάντια η σιωπή Φρικτός και τέτοιος λόγος Μόνο μουσική, φίλοι μου Μόνο μουσική.

στο υπόλοιπο

υπάρχει ένα γκρίζο σύννεφο κάποιες στιγμές τριγύρω αν έχεις ζήσεις σε χώρες με ομίχλη ξέρεις και κάπως έτσι αντιλαμβάνεσαι το υπόλοιπο που χωρίζει εσένα από τα όλα Μερικές φορές βρέχει Μερικές φορές σε άλλες πόλεις ο ήλιος του καλοκαιριού και η δροσιά η βραδυνή σε χωρίζουν μόνο με το υπόλοιπο Κι άλλοτε πάλι τρέχοντας δεν προλαβαίνεις τους ανέμους εκεί που συμβαίνουν πράγματα Τέλος τέλος μαζεύεις φως Κι είσαι εκεί που ήσουν πάντοτε σε σχέση με το υπόλοιπο Νύχτα σκέπασέ με είσαι τόσο μεγάλη και άπειρη το μέγεθος του υπολοίπου διαστέλλεται ο ήλιος του καλοκαιριού η δροσιά τρυπώνουν στ’αστρα Αντιμετωπίσαμε τον θάνατο κατάματα Και είπαμε δεν βαριέσαι γραπώσαμε το υπόλοιπο το βάζουμε στα τραγούδια μας ασταμάτητα χορεύουμε όσο μας μένει κι όσο μας παίρνει αναπνέουμε ασταμάτητα όσο είναι καιρός υπάρχει ένα γκρίζο σύννεφο κάποιες στιγμές τριγύρω αν έχεις ζήσεις σε εποχές με ομίχλη εκεί που συμβαίνουν πράγματα ξέρεις

Σ’αυτούς που έχασαν την λεμονιά

και τι που έχασες την λεμονιά; τι να τα κάνεις τα λεμόνια πικρά, ξινά λεμόνια. πιο δυνατά στέκουν τα τούβλα και πιο ψηλά στέκεται ο τοίχος ενα δέντρο λιγότερο

Τραγούδια της γης

τα δάκτυλα βουή του κόσμου τραγούδι της γης στιγμές της μέρας ζωής ξεσηκώνουν τις μύτες των χειλιών στο άπειρο κάθεται απέραντο το καλοκαίρι στο δέρμα μου και δεν είναι μίσος προς τις εποχές δεν έχει ανάγκη είναι το φως στο δέρμα ελευθερία άνθρωπος κι έρωτας καταβάθος όλα τα ξέραμε πάντα τα  γνωρίζαμε κυλάνε στο αίμα μας κάθε τόσο θυμόμαστε πιο πολύ φως πιο πολύ το άπειρο χείλια προσεύχονται τα μάτια τρέφονται με ουρανό τα μάτια τρέφονται μόνο με ουρανό

Φυγή μηδέν

ασήκωτα πούπουλο ζωή μαύρο σκοτάδι αν με παρασέρνει το ρεύμα ή είν’η θάλασσα που με ρουφάει κεραυνός όχι καταιγίδα όχι μπόρα σύμπτυξη ή προσευχή δογματικά επί της πρόσθεσης παρθενικά λόγω προόδου Βρυξέλλες, 5.07.012

ατέλειωτη νύχτα

σήμαντρα τα νησιά παράδεισος οι λόφοι φως και σκοτάδι αέρας στα κλαδιά κάθε αχτίδα που θα’ρθει θα με ξεριζώσει· λίγο πριν σε ζητώ με πάθος κυλάν οι ώρες σαν νερό σαν το νεράκι της πηγής· δεν έφτασε στα δάκτυλα στη θάλασσα καίομαι μόνος μια αχτίδα θα φανεί θα με ξεριζώσει· λίγο πριν ζητιανεύω την αυγή η νύχτα θα ξανάρθει να γελάς εσύ να μεθώ άγρυπνη κυρά του φεγγαριού νύχτα όλη η ζωή ατέλειωτη νύχτα

Ο πόλεμος της μονάδας με το στερεότυπο

Υπήρχε κάποτε μια χώρα που την λέγανε ευθύνη που τα σύνορα απλωνόταν μέχρι την ακετυλίνη μια ημέρα ζήτησε η μονάδα ένα αστέρι το στερεότυπο τα έχασε μη φύγει το ασκέρι η μονάδα έφερε πολλούς μπροστά σε όλους να μιλήσουν το στερεότυπο έφερε πολλούς που γι’άλλους είπαν υπήρχε κάποτε μια χώρα που την λέγανε ευθύνη και ζητήθηκε από τους υπηκόους της μια μέρα να ψηφίσουν τώρα που θα διαβάζεις θα έχουν ήδη βγει τα αποτελέσματα.

Βαρκάρηδες

Μία η βάρκα και οι βαρκάρηδες πολλοί ποιός να την συμμαζέψει εμείς μόνο που θέλαμε ταξίδι πλώρια στα γαλανά νερά της ' κύματα γυαλός γυαλός ακούραστος ακούραστα στο γάντζο Την θάλασσα αγροικούμε θάλασσα να ξεζέψουμε εκεί να κολυμπούμε γι αυτήνε ματωνόμαστε συννάμα και σφενδόνι γι αυτήνε χέρια δίνουμε σ’αυτήν και ξεψυχούμε κεί επάνω δάκρυα γέρνουνε ψυχές μαντατοφόροι κάθε που παίρνεις τα πανιά ή κάθεσαι στην πλώρη κάθε που την καρδούλα σου το αλάτι την ελιώνει κι όσο αψηφάς σκληραίνεσαι τα σιωπηλά τα ασυγχώρητα τα λόγια τούτα λέει' αλάτι στο σφυρί αλάτι στον ήλιο αλάτι στα σύννεφα βροχή μ’έπλασε σίγουρα θεός στάλες το πυροτέχνημα τούτων των αστεριών γλυκόπικρή είν’ η θάλασσα επάνω σε πλεούμενο νησί χαμένο σε ωκεανούς ανασαίνεις πιότερο κερί λαμπάδα όλος μία είν’κι η βάρκα μας μαλώνουν οι βαρκάρηδες ποιος θα την οδηγήσει

εδώ στον κήπο τον ολάνθιστο

πολεμάμε το μαχαίρι εδώ στον κήπο τον ολάνθιστο του δέντρου ο καρπός τα δάκρυα έλεγε βροχή στη γη πως γινόταν γιορτή και ξεδίψαγε δέντρο γυμνό δέντρο χλωρό λουλούδι άνθισε Εσύ κάτω πανιά μ’αγκάθια έγινες στη νύχτα ήλιος ήλιος ολόκληρος στάλες και στο κρεβάτι επιστρέφει νύχτα και λάμπει στον ουρανό αστέρι Σε ποια μορφή σε ποια ύλη μέσα να σε συλλάβω χώρος δεν υπάρχει δεν υπάρχει σήμερα να σου μιλώ το φως το φως που δύει κι ανατέλλει φθινόπωρο χειμώνα άνοιξη και πάλι κήπος ολάνθιστος χαλί χλοερό άνθη της εποχής και ρόδα εντός μου κρύα παγωμένα φλογερά χείλη λευκό παραγάδι σε θάλασσα βυθός αγριοπερίστερα βουή η ερημιά λάμψη στο σκοτάδι αγάπη εσύ από τις φλέβες μου ξεπηδούν αιθέριες λέξεις σε λούζουν daarna, πουλιά στον ουρανό κάστρα του αυγούστου ασημένια φεγγάρια εν ενώση ψυχές εδώ στον κήπο τον ολάνθιστο βρυξέλλες 04.06.012

Τα κροκοδείλια δάκρυα της προσβολής

Και ματωμένος πιότερο από όλους ο ληστής της αθωότητας του το σκαμνί προλέγει πως κρύφτηκε στα πρόβατα και στο κοτέτσι σαν τον αμνό ή σαν τον ρήτορα τον κλέφτη άγγελο έφτιαξε τριγύρω του μ’όλη την σκέπη μα πρόσωπό του δεν ημπορεί να εύρει στον καθρέφτη κι όλα όπως τα πράχτωσε και μονιασμένα έξυπνα γλυκανάλατα ροδοκοκκινισμένα αιχμή το ψέμα το κοντάρι '  δάκρυα κι αν κι ήταν κάποτε τύφλος μήδε και τώρα βλέπει μα τρέχει σας ορκίζετε πως κείνος το θαύμα το ‘χει κι αφού ποτέ του λέγει δεν εγνώρισε το φως, σκοτάδι, νύχτα τι λαμπερό τα δάκρυα τούτα έχουν όταν τα πάντα έκρυβε κλεμμένα στη βαλίτσα κι ελέγε πως ο κύρης του δικά του που’ταν δεν υπάρχει

Η θυσία

Νύχτα στο λυκαβητό Θέα: ακρόπολη καίγεται η μέρα του ήλιου στο πολύτιμο σκεύος καίγεται η μέρα του ήλιου κάποιος πρέπει να θυσιαστεί κι εσύ εδώ ψέλνεις σου φωνάζουν εσύ εσύ ανόητη ανάκλαση καλή το σκότος έκανε στο στέρνο σου τα δυο σου χέρια ξερίζωσαν το κεφάλι από το σώμα μια φορά κάποιος πρέπει να θυσιαστεί κι αδύνατον τα χαμερπή όταν ανθούν να τα κλαδέψεις έσφαζε τον ουρανό η κραυγή αίμα ξεπηδούσε απ’τα παράθυρα έπνιγε της νύχτας τ’αστέρια Στα τσακίδια η θυσία άχρηστα όλα εκείνα που καταλαμβάνουν χώρο από τη γαλήνια σιωπή μου. Τίποτα δεν κατάλαβαν ακόμη θυσιάζουν σκοτωμένους.

Φύλλο πορείας

η βροχή ασταματάτη σπίτι με κόκκινες πόρτες παράθυρα επιστροφή από μνημόσυνο βαριά στην πλάτη η γή με λόγια γυρεύεις φτιάχνεις σιγοψιθυρίζω «κράτα γερά, κράτα γερά» και δάκρυα στο δωμάτιο δύο σώματα χορεύουν στο φως άνιση μάχη ανταρσία φωνάζουν ευθείς οι φαρισαίοι λάθος, λάθος τίποτε δεν αλλάζει και δεν θα αλλάξει ποτέ. μπουκωμένη διανόηση κόκκινα καραγκιοζάκια που φωνάζουν αέρα και πάμε και έλα και λίγο παραπέρα λέξεις χωρίς έρωτα έρωτα χωρίς χαρά καρχαρίες με μεγάλα δόντια ένα γυάλινο δοχείο γεμάτο υγρό σπάει γεμίζει τους δρόμους δάκρυα οι λαμπάδες φτωχή ελπίδα οι καμπάνες χτυπούν ξεπλέκω μονόχορδα πουλιά ταξιδεύω λίμνες κοντοστέκομαι ακολουθώ τα σημεία της άνοιξης χωράφια αν οργώνονται δρόμο κάνω πολιτείες γεμίζω τον κουβά λουλούδια μέσα στη νύχτα η βροχή ασταματάτη τα λιμάνια κλείνουν σε κάθε στάση χάνεται κι ένας ζωντανός ακολουθώ τις πινακίδες επιστρέφω οδυσσέα παρατηρώ το ξύλινο δάπεδο το σακάκι ξεχάστηκε πίσω από την πόρτα όλοι φορούν μαύρα κα

Αλώβητοι

με τη ψίχα της δίψας τα νεκρά τα μέλη να μετα-κινούμε για περπάτημα ακόμη στο δρόμο μέλι φτιάνουμε κουρέλια και ράβουμε γή η εξορία σε τούτο τον τόπο φωνή ή θα δεχτούμε ιθαγένεια ή θα καεί όπως καίμε τις λέξεις θυμίαμα που σπέρνει τον τόπο και ξεφυτρώνουν βλαστάρια όπως ένα άγαλμα στ’αγάλματα ψύχος και θέρμη μαζί που κόβουνε και ράβουνε τον ποιητή σταυρούλα α. γάτσου, βρυξέλλες 11.04.012

'Ατιτλο

άδενδροι Χωρίς ένα φύλλο και δεν ειν’φθινόπωρο άνυδροι χωρίς στάλα μυρωδικό σου γνέφουν κι ανθρώποι και πρέπει να μιλάς όσο γνωρίζουν τις λέξεις σου ή μένουν οι πληγές που σε ενώνουν και κάνει ξεχασμένες φωνές να σε ψάχνουν εκείνοι οι παλιοί μου φίλοι που αγαπούν που μ αγαπούν μες τη σιωπή στων χρόνων τις πληγές στην πλάτη σιωπή Το βράδυ να, πέφτει κι η ψυχή τραμπαλίζεται σε μια στιγμή βρυξέλλες, 6.04.012

σαράντα περπάτησα ουρανούς

σαράντα περπάτησα ουρανούς όρθια στο ίδιο σημείο από εκεί είπα ο ήλιος ή από αλλού εκεί που τελειώνει το φως δεν με ρώτησαν με κοίταξαν και χαμογέλασαν ο άντρας με το μπλε πουκάμισο κι ο άλλος με το κόκκινο παντελόνι του κι άρχισε τότε ένα βουητό και σηκώθηκε εκείνη σαν κεφάλι μέδουσας πρώτα φοβήθηκα όπως φοβάται κανείς στο προθάλαμο των πρώτων βοηθειών ανάβω την κόκκινη λάμπα κι από τα λόγια της ξεπηδάει ένα βυθός που με παρασέρνει κι εκείνο το πρώτο που με τρόμαξε τώρα ηρεμεί τρόμαξε πιο πολύ εκείνη ηρέμησε γύρισε το μεγάλο της πρόσωπο και είδα τα δάκρυά της στεγνά επάνω στα μάγουλά της και τους ναύτες με τα δαρμένα στήθια να την χαιδεύουν στους ώμους

Ανοιξη II

δεν είν’το φως, οι μυρωδιές, τ’ολάνοιχτα μπουμπούκια σώματα είναι και ξυπνούν το σκάν’απ’τα σεντούκια

χορός της πατρίδας μου

άνθρωποι του κάμπου κι άνθρωποι των ψηλών βουνών στο φως στα δέντρα τι ψυχή που πεταρίζει γυμνός αετός πέντα δάκτυλα και πόδια πιάνω γης κι εκεί ριζώνω ένα χέρι μάτι’αψηλά κι εκεί ριζώνω ώρες της αυγής κι ώρες του μόχθου ώρες του πόνου κι ώρες του πόθου εκεί ριζώνω κι αψηλά πετώ

Τα σαλιγκάρια

κάθε που χαμογελάς και προσπαθώ ανοίγουν οι πόρτες στα εφτασφράγιστα σπίτια μας η απαλάμη σου στο χέρι μου κι αχτίδες φως τρυπώνουν σαλιγκάρια που κινήσανε πορεία

καλύτερα σιωπή

να’ρθω να σε βρω μα τις πληγές του κόσμου σφιχτά θα’χω στην αγκαλιά θα με γιατρέψεις; τις τελευταίες ώρες ψάχνω με χέρια σταυρωμένα δεν κάθομαι γράφω για τη ζωή για τις σκιές που περνάνε πλάι μου για τα μάτια που κλαίνε ή χαμογελούν για σένα πολύ με παρεξήγησαν πως κοινά μιλώ ή πάλι που’ναι οι λέξεις μου απλές και λίγες ποτέ το χαρτί δεν με τυράννησε μόνο το δέος, το χρώμα που θα χύσεις τι βότανα κι αρώματα σ’ερωτευμένο σώμα πιότερο τι θα διαλέξεις για ν’αφήσεις θα’ρθω να σε βρω με τις πληγές του κόσμου σφιχτά θα’χω στην αγκαλιά εσύ θα με γιατρέψεις κι εγώ θα γράφω για την άνοιξη τα πέταλα των λουλουδιών στην πρώτη στάλα τα φύλλα του φθινοπώρου τα γαρύφαλλα για τ’άνθη, για τα γιασεμιά για το μεσημέρι το φως τη νύχτα στο χέρι ένα φανάρι για το φιλί για το χαμόγελο και την αγάπη ναύτη, ε ναύτη βαρετούς μας είπανε καλύτερα σιωπή

στους εραστές του παραδείσου

μιερά βάσανα μου φόρτωσε η θάλασσα τελευταίες μέρες μια εποχή άσπρο πανί το φτιάνω σεντόνι αντιστέκομαι μοιρολογείς και λέγεις φυσάει σπόροι οι λέξεις βλαστεί η γή μεγαλώνεις απόχρωση του παραδείσου οι εραστές μέσα στο χιόνι άνθια ολόκληρα

Εις ανάμνηση

(το ευτυχισμένο πένθος) χέρια παλάμες άδειοι δρόμοι σπίτια από μάρμαρα παλιά εις ανάμνηση μόνο δάκρυα όλα κινούνται μέσα σου αγάλματα πορτραίτα φυτά

στο γραφείο

πέρασε η ώρα άργησα σπασμένο τακούνι το μίτινγκ έχει αρχίσει ο προιστάμενος μουγκρίζει να σωθεί η εταιρία κι εγώ βραδυπορώ να προλάβω να τη σώσω εγώ τα νούμερα η σκάλα παρελαύουν οι συνάδελφοι σκοτώνονται τη μέρα με χαμόγελα πολλά αλκοολικοί τη νύχτα παγωμένοι καναπέδες να προστατέψουμε την ιεραρχία προστασία εγώ κρίσιμη ώρα κρίσιμες λέξεις συσκέψεις κρίση όχι πανικό σκόπελοι στόχοι εμπρός προχωρώ η ώρα πέρασε νούμερα δεν βγαίνουν στάση στο μετρό ο υπολογιστής σωπαίνει φεύγω τρέχω να σωθώ σπασμένο τακούνι όχι πανικό η κούραση έχει κάτσει στη μέση πονώ όρθια πάλι εγώ προχωρώ σπασμένο τακούνι οι πόνοι το κεφάλι το πικρό φαγητό εβδομάδα ατέλειωτη θυσία στερνή περνούνε μήνες νούμερα βγαίνουν μπαίνουν περάσατε σκουπίσατε τελειώσατε για τον πόνο στη μέση σπασμένο τακούνι εγώ παρακαλώ ευχαριστώ

η εξαφάνιση του αυγούστου

εξαφανίσθειν ο αύγουστος χωρίς τη θέλησή του έξω από τον χρόνο, από τους μήνες εάν υπήρξε τώρα εδώ βεβαιώνουμε την μελλοντική απουσία του; στρατιές ολόκληρες με γραβάτες αλυσίδες και γραπτά επιτομούν το σκότος και πάλι σκοτάδι βρίσκουν άθροισμα έντεκα μήνες κι ένα κουφό καλοκαίρι μα ποιος μετράει εξαφανίσθειν ο αύγουστος μας τον έκλεψαν παρακαλείσθε όπως αναφέρεται όποια πληροφορία εάν τον δείτε εντός

Το χρέος

ώφειλε ότι είχε να πει να το φωνάξει δυνατά βροντή ο ίδιος στάλες οι λέξεις του οι διψασμένοι βλέπουνε πάλι το φως τους η δίψα οι νύχτες μια ήσυχη φωνή Γελάστηκαν οι έμποροι δίδουν για κάθε στάλα μια δεκάρα κι είναι λίγα Υπάλληλος στη διοίκηση των κρίνων φαντάρος σε τάγμα ιερών σε άσυλο ελευθερίας κρατούμενος μ’ευχές και γράμματα σε κάθε τσέπη μέρες, και μήνες και χρόνια, χωρίς βροχή διαβαίνοντας ηρωικά το δρόμο του μεσημεριού ξηρασία και μαύρη νύχτα σιωπή Το χρέος έχει έναν τρόπο που πνίγει το λυγμό σου στο πένθος βρίθει στα μάτια στον ήλιο στη θάλασσα κάθεται πάντα απέναντι, μεγαλώνει Ωφείλεις τις στάλες της άνοιξης στα πράσινα φύλλα στον ήλιο του βουνού στις μυρωδιές του αυγούστου στην βάρκα στο λιμάνι και μέσα στη ζέση μια βροντή στάλες ν’απαλύνουνε το θερμό χώμα

δύο

δύο τσαλακωμένα κουτάκια μπύρας στον πάγκο έτοιμα για σκοποβολή στον πάγκο στον δρόμο επάνω μου

η ξηρασία του χρόνου

αν μπορείς να το δεις αν μπορείς να το δεις να το φανταστείς τότε υπάρχει τι κι αν πέρασες ποτάμι τι κι αν έκλεψε ο αέρας το καπέλο φωνάζεις με μια φωνή βαθιά σαν κάποιον που πέρασε όλη τη ζωή του να περιμένει να βρέξει στην αλάσκα τόσο μακριά

Η λάσπη

Το να ξέρει κανείς να κυλιέται στη λάσπη είναι κι αυτό ένα είδος τέχνης Είναι αυτοί που ακρωτηριάζονται, την αντιπαθούν κι όλο πιο πολύ κυλιούνται μέσα με ατέλειωτη ηδονή κι αντιστοίχως καταπονούν την ομήγυρη, πραγματικά, ταλαιπωρία Και αυτοί που απλώς ξέρουν να μιλήσουν γι αυτήν

Η σιωπή των λουλουδιών

τα λούλουδια ανθίζουν μετά μαραίνονται - οι άνθρωποι πεθαίνουν φλυαρούν ακατάπαυστα χορεύουν στις στάλες της βροχής κάνουν μουσική στο σκοτάδι ακούς τις ανάσες τους αν δεν υπήρχαν τα λουλούδια δεν θα ξέραμε εμείς οι άνθρωποι τι σημαίνει σιωπή

το όνειρο

αβάσταχτος ο άνεμος τη νύχτα τρελλαίνει με φως και στάλες θείου θρήνου παρηγοριά το φεγγάρι ο δρόμος ξεδιπλώνεται το όνειρο πλάθεται