Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2011

Ποιητές στα οδοστρώματα

Που είναι εκείνοι που φυγάδευσαν το όνειρο; Γιατί δεν βγαίνουν στους δρόμους να γεμίσει η πόλη μουσική; Μιλάνε, μιλάνε για κείνο για τούτο για τ’άλλο και ξορκίζουν στίχοι, στιχάκια και ψηλές νότες Χρεώνονται τον τίτλο της αδείας του λοστρόμου και τα πεζοδρόμια μένουν βουβά Τουλάχιστον οι αιματοβαμμένοι ας έχουμε κερδίσει τον τίτλο.

Μπλου

Δεμένος ολόγυρα, σκοινιά, σκοινιά, με μάτια που δεν κοιτούνε, χαμηλά, χαμηλά, κι όμως τον σκέφτονται εσύ στο χώμα γύρω απ’τη φωτιά σκιές σκλαβωμένων σωμάτων πάλλονται, κουνιούνται κι όμως τον θυμούνται

Πώς να σταματήσουμε να πολεμάμε

Οταν η μία μάχη τελειώνει μπαρούτι στάζει ολόγυρα κι από αλλού. Σταματημό δεν έχει. Μικροί, ή απέραντες θάλασσες. Με τα στήθια ν’ανεβοκατεβαίνουν δυνατά σαν τρικυμία. Νύχτες γεμάτες φωτιά. Πληγωμένο σώμα, παγωμένο σώμα. Τα μάτια να λάμπουν κάτω από το φως της λάμπας, Χαραυγές ή μάχες που χάσαμε. Συντρόφους. Κλειδωμένο το παράθυρο, κλειδωμένη κι η πόρτα. Απόψε, που τα δάκτυλα λυσσάνε κι ο αέρας δεν σφυρίζει. Βρυξέλλες, 25.11.011

Που πήγαν τα καράβια καπετάνιε;

Που πήγαν τα καράβια κι άφησαν τα λιμάνια τα στερνά; Οι φωνές που ρίχνουνε πέτρες στους φράχτες; Που ξεριζώνουν τα βάτα στους αιώνες των εύφορων κάμπων; Στο χέρι ένα κομποσχοίνι ξανθό, Γεμάτα τα δάκτυλα με στάχυα. Χαρίζεται για παρηγοριά, κάθε που λαβώνεται ο ουρανός και στάζει, κόκκινη βροχή. Φυλλομετρώντας τα διαμάντια των καιρών, Πιο πέρα από την άβυσσο, απ’τον καημό, Πιο πέρα από τις φωνές των τεράτων που πνίγουν τον ήλιο, και τη κακόφωνη φασαρία τους, μεγαλώνει η ευθύνη του ρακοσυλλέκτη. Λιγοστές μαδημένες μαργαρίτες στέκουν όρθιες, κάστρα λαβωμένα, Λίγες παπαρούνες. Σ’αραξοβόλι άδειο κι απέραντο, μόνο, Με κρεμασμένες στον τοίχο σφεντόνες, Να τραγουδούν με τη σιωπή το ναι, το όχι. Μια σπίθα ήλιου που φέραν κάποια πουλιά να πέσει να τις δροσίσει κυνηγά τα τέρατα. Καμία ανάγνωση των οριζόντων, καμιά λαχτάρα άλλη Μόνο μεθύσι κι ατόφια παραζάλη, Μ’επισφαλή επιτόκια δίδουνε δάνειο ζωής, Τρέμουν τα τριφύλλια στον κάμπο, δακρύζουν. Τρίζουν τα κόκκαλα τω

Τα σκοινιά

Να σέρνουμε το κορμί μας, Να το τσακίζουμε και να το δένουμε σκοινιά. ‘Ολο και πιο χοντρά, ‘Ολο και πιο σφιχτά. Μετά ν’ασπαζόμαστε τον ύπνο, και να πεθαίνουμε από ασφυξία.

Βαστάτε γερά

Απελπισία, αηδία. Κρατάτε γερά, κρατάτε γερά, μην αφήσετε να πέσουν τα τείχη που σας προστατεύουν. Μήνες, νύχτες μ’επισκέπτονται μάτια βασανισμένων, είμαι σίγουρη, τα δικά σας τείχη τους σταματάνε. Τα μάτια των βασανισμένων και το αίμα της δικαιοσύνης από τα πεζοδρόμια τριγυρνούν καμιά φορά και στα γραφεία, τα δικά σας τείχη τους σταματάνε. Τα δικά μου παράθυρα είν’ανοιχτα. Βαστάτε γερά. Η ιστορία γέρασε πολύ για να την ακούει κανείς, την τραυματίσαμε, την βυζάξαμε, τίποτα δεν βρήκαμε. κουρέλι ιστορία και φοβέρα καμιά. Βαστάτε γερά, Τα δικά σας τείχη μου μιλάνε τώρα. Ενα μέτρο γής μακριά από το απέραντο, Ένα μέτρο χιόνι μακριά απ’το χώμα. Κόψτε, σκίστε, ράψτε τα στόματα, ακόμα και οι πέτρες έχουν φωνή. Βάστα, Μεγάλα τείχη, μεγάλη απόσταση, σινικό τείχος, που να τη διανύσει κανείς. Τόσο το καλύτερο. Και που να πέσουν; Ω, θλίψη παγκόσμια που τρέφεις τα παιδιά σου με ελεημοσύνη, Μάνα εσύ θλίψη, Βοήθα μας για να σωθούμε από την ανθρωποφαγία. A,

Τα 7 κουτάλια

Το τραπέζι έχει στρωθεί, Τα κομμάτια μου σερβιρισμένα. Ηταν αλήθεια προθυμία η προσφορά μου, Δεν χρειαζότανε ληστεία, Τα τόσα περίτεχνα τερτίπια, τα ψέματα, ο δόλος, Η αρπαγή ήταν εκούσια και είχε από καιρό προβλεφθεί, Δεν γνωρίζαμε μόνο τον αριθμό των πεινασμένων, Θα μπορούσανε να το είχανε πει, Αρκεί κάποια δοχεία για σερβίρισμα, και επτά κουτάλια.

Εκείνοι που μας θυμήθηκαν

Εκείνοι που μας θυμήθηκαν Είχαν ένα μικρό λουλούδι σφτιχτά στο χέρι, Δεν κοντοστάθηκαν παρά μόνο από την πίκρα, έχοντας παραλάβει τα ηχηρά ντοκουμέντα όχι των λόγων, αλλά εκείνων των λέξεων που είχαν χαθεί ποιος τις θυμάται, μαζί με τις λέξεις που δεν ειπώθηκαν, η συγκατάθεση στην προσευχή. Εκείνοι που μας θυμήθηκαν είχανε κι όλας οι ίδιοι χαθεί. σαν τον πνιγμένο που ψάχνει να πιαστεί από μιαν ηλιοαχτίδα. Εκείνοι που μας θυμήθηκαν, ζύγισαν ότι είχε περισσέψει από συμπόνοια, κουβαλώντας στους ώμους καφάσια ουρανό, βαρύ σαν το μπαμπάκι, βάραιναν οι ώμοι τους, βάραιναν και οι ώρες, κουρασμένα τα πόδια τους. Μας θυμήθηκαν κι εμείς ανοίξαμε να δείξουμε τις παλάμες μας, μα ήταν λερωμένες από την πάλη μας με τη γη, γεμάτες χώματα και στάλες αίμα. Βρυξέλλες, 3.10.011

Η επανάληψη

Τα πουλιά βροντοχτυπιούνται στον αέρα, ο θόρυβος από το δίπλα το σπίτι, χτίζεται ρυθμικά, να νιώθω την μανία της επιθυμίας του σαββάτου και της σχόλης. Οι φυλλωσιές καθρεφτίζονται στο παράθυρο ό-ι, ό-ι, ο-ό. Μια αραθιά λέξεις που φύτεψες στον χρόνο και κάνουνε βόλτα στον κήπο μου, η τρικυμία της νύχτας, η φροντίδα, ένα χαμόγελο που συνεχώς επιστρέφει, ό-ι, ό-ι, ό.

Τα λόγια και τα χιόνια

Ήταν κρύο και ήταν χιόνι. Περπάτησα, μια το ένα χέρι, μια και τα δυο. Μια κηλίδα έπεσε εδώ, μία πιο πέρα, Το αίμα έκανε μετά λίμνη ολόκληρη. Κόκκινο. Από κείνες τις πληγές που κύρηξαν τον πόλεμο στην αυθαιρεσία της αθωότητας, Στάζουν, σαν να ρωτάνε τα ναυτάκια στη στεριά πότε ήταν τελευταία φορά που είδανε θάλασσα.

Παγωνιά

ήμουν το φεγγάρι πριν σε γνωρίσω. Όταν έψαχναν να το κρύψουν, σηκώθηκα, ύψωσα τη φωνή μου, φώναξα. Μ΄άκουσαν μόνο κάτι πιγκουίνοι στην άκρη της θάλασσας Το σύννεφο έσπασε με φόρα επάνω στ΄ακρογυάλι Κανένας δεν σκέφτηκε, απ’το κρύο, πως ήταν της θάλασσας παιδί και του ανέμου κόρη, να ρθει έστω να το προυπαντήσει. Κι έτσι δεν με πολυαπασχολεί, Συνεχίζω να φλυαρώ με τους πιγκουίνους, Και το σύννεφο που μου΄κανε τόπο να ζεσταίνω το σώμα σου.

Η αράχνη

Η αράχνη κι από εμένα είπαν είναι πιο τυφλή. Και είπαν κι άλλο, πρόσεξέ την, και πόσο είναι «Τρομερή »! Πως πλέκει τον ιστό της και υφαίνει, και τρώει ότι περνάει από κει. Κάποιους που είδα να περνάνε τύπους προλαβαίνω, με το μικρό λυχνάρι μου τους φώτισα τη γη, μα γίναν πάνω μου καθρέφτες και μπλεχτήκαν, και χώσανε τα μούτρα τους ακόμη πιο βαθιά στη γη. Δεμένοι τώρα και δαρμένοι κλαψουρίζουν, όσο εμείς της Αθηνάς στολίζουμε το υφάδι τη νυχτιά. Ακόμη κι η αράχνη όσο υφαίνει κλαίει για κείνους. Εργάτες όλοι της σιωπής τραγούδι λέμε Τη μέρα θέλοντας να φέρουμε πίσω ξανά.

Τικ, τακ…

Κι έτσι συνέχισε το ρολόι να γυρίζει Συνέχισε και το φεγγάρι να βγαίνει μια και μια να κρύβεται, Στα σύννεφα δεν είχε καιρό κανείς να παραβγεί, Πιο φωτεινός, σε μια σκιά ο ήλιος αντηχεί άκομψος, Η αντανάκλαση έγυρε κουρασμένη, Ο καθρέφτης έσπασε και ξέβρασε τα μαζεμένα κάτω από το χαλί νύχια, και κανείς δεν σκέφτηκε να κάμει λίγο χώρο, λίγο να καθαρίσει. Βρυξέλλες, 12.09.011

Σε πρώτο ενικό

(βροχούλα) Έπειτα κύλισες, χωρίς θόρυβο, Σε είχα χάσει, τσιπ, τσιπ. Είχες χαθεί, τσιπ, τσιπ, τσιπ, τσιπ, σε είχανε κλέψει, χωρίς ντροπή, σε κόβανε λέπι, λέπι Βροχούλα. Τσιπ, τσιπ, τσιπ. Βρυξέλλες, 08.09.011

Τα ρούχα

Φύσαε κείνο το βράδυ ο άερας, έκλεισα, κλείδωσα, κι έκατσα στην άκρη της σάλας, από τον φόβο της μεγάλης της γέννησης τρομάρα, κι άλλοι, Κείνοι με τα κόκκινα μαντήλια και τα ξεπεσμένα χέρια τους έλεγαν, θηλυκό, θηλυκό και καταριόντουσαν. Όχι, όχι, παληκάρι, λεβέντης θα γίνει. Από την άλλη πλευρά χτυπιόνταν οι άλλοι. Η Ασπασία πρώτη βγήκε στην μικρή πλατεία, Χωρίς διόλου λόγια, βάλθηκε να απλώνει ρούχα με ένταση, Και μετά κι η Δέσποινα, κι η Μαρία, κι η Ελένη, η Πηνελόπη, η Καλλιόπη. Όλες χωρίς να βγάλουν τσιμουδιά έβγαλαν τα μανταλάκια απ’την ποδιά, Κι άρχισαν να κρεμούν με μανία τα ρούχα τα φρεσκομυρωδάτα, τα καθαρά. Και το φεγγάρι γελούσε, και τ΄αστέρια πνιγόντουσαν στο βαθύ σκοτάδι. Βρυξέλλες, 25.08.011

Η κολώνα

Φτιάσαμε τα όνειρά μας με λίγες πέτρες, η ζωή μας, τις ρίξαμε βαθιά μέσ’το βυθό μιαν άγκυρα Να μην μας παίρνει η θάλασσα, να μην την παίρνει ο καιρός, το κύμα. Αίγινα, 15.08.011

Εσπερινός του σαββάτου

Στα καραβάνια, στους τροχούς του ήλιου έχω εναποθέσει την πύρινη μου σφεντόνα, Το παγωμένο μου σπαθί έπεσε ήδη στην Κακιά Σκάλα Μέρωσα τις θαλάσσιες χελώνες, Τραγουδάνε τώρα τα πουλιά στην πραγματική μου ζωή Και πετούν οι κουκουβάγιες, στην πραγματική μου ζωή, Καθώς ταξιδεύω. Η πραγματική μου ζωή είναι γραμμένη επάνω στα πράσινα μάρμαρα της Τήνου, στις κόκκινες πέτρες στο χώμα της Μάνης, στις αχοιβάδες του Δεκέμβρη, και στα μπλε ακρογιάλια του Αυγούστου. Η πραγματική μου ζωή ξέμεινε στους κήπους, Επάνω στο καράβι, ‘Ορθια στην πλώρη στέκεται. Να ενώνει τόπους και τις εν κοινωνία ψυχές. Πήλιο, 8.08.011

Το βράδυ που έσπασα τον καθρέφτη

Ονειρευτήκαμε τον θάνατο. ’Εναν θάνατο απάνθρωπα γλυκό, Νύχτες και νύχτες. Ονειρευτήκαμε λευκές και μαύρες σκιές να τριγυρνούν στο δικό μας το σπίτι σαν ξένες Φεγγαρόφωτες οπτασίες σαν ποδοσφαιρική φανέλα στο πλήθος. Λούστηκε με φως, Τα λόγια ήταν κλεισμένα σ’ένα μεγάλο πηγάδι που καθρέφτιζε όποιον το κοιτούσε. Μάταια ο κουβάς προσπαθούσε από άκριτη καλοσύνη να συμμαζευτεί. Δεν ζήτησε κανείς νερό, - μόνο αγάπη; όλοι ζητούσαν να δουν τον πάτο του πηγαδιού, κι όλοι μαζί, σιωπηλά, τάχατες πως μόνο αυτοί εγνώριζαν το μεγάλο μυστικό, να το κρατούν με νύχια και με δόντια, πόσο γελάστηκαν, μάταια. Δεν ανταπόδωσα παρά ένα στεφάνι από γέλια, χωρίς λέξεις, Σιωπή. Μαζεύτηκα σε μια γωνιά, κόκκινα ματωμένα πέλματα, πληγές που ανοίγουν κάθε ξημέρωμα σε κάθε σιωπηλού αργοναύτη τα βήματα, Κι άν είναι στη θάλασσα γιατρεύεται τότες η θάλασσα, κι αν ζεις στα πέλαγα γιατρεύεσαι κι εσύ, Στο απέναντι σπίτι οι κουρτίνες έκλεισαν πάλι, Ο έρωτας απαιτεί σώματα δύο, κι οι άλλοι απ’έξω

Η πλατεία

Ανοιξα το παράθυρο και βγήκα, Ο τσαγκάρης, κι ο μπαρμπέρης ήσυχα ήσυχα Τακ, Τακ, σβίνγκ, σβίνγκ Το δέντρο μεγάλο και αιώνιο Και τα παιδιά γυροβολούν παίζοντας μέλισσα Η κόκκινη η πόρτα μου, τα παραθύρια κόκκινα Με τον βασιλικό στην γλάστρα, Κι ο ήλιος και οι μυρωδιές να μπαίνουν και να βγαίνουνε Και να’ναι καλοκαίρι Λίγο χώμα, πέντε φύλλα κι ουρανό Σεντόνια μου, Βρυξέλλες, 29.06.011

Εκείνα τα πουλιά (που τραγουδούν)

Που δεν κοιμήθηκαν τη νύχτα τούτη Κελάιδησαν στα γιασεμιά Στρέψανε στην κορφή του λόφου Τα ματωμένα τους φτερά Που καθρεφτίζουν στη θάλασσα Μια στον ουρανό άλλη μια Που βρήκαν τις ρωγμές στον τοίχο Και Τρίτη μέρα της αυγής πετούν Εκείνα τα πουλιά, Τραγουδούν. Βρυξέλλες, 27.06.011

Πέτρα

Κοίταξα γύρω μου, εγώ κι οι άλλοι, εκείνοι κι εμείς. Μια στυφή κόκκινη γραμμή ανάμεσά μας, Δεν ήταν από αίμα. Δεν ήταν το αίμα που τρέχει στις φλέβες μας Κι όποιος να ρώτησε, τι απόκριση να πάρεις, Λείπουν τα λίγα απ’τους πολλούς κι από εκείνους τόσα Ρίχνω τα παραγάδια με δυο γράμματα, Ανηφορίζω, όσο εκείνοι κατεβαίνουν, Με παρασέρνουν, προχωρώ Κοιτάζω γύρω μου, εγώ κι οι άλλοι, εκείνοι κι εμείς. Ξεροσταλιάζω όσο εχουχουλιάζουν στον πάγο Άργησες ψιθυρίζουν, άργησες, είναι νωρίς, είναι νωρίς Απόψε είπα, απόψε, κλείνω τ’αυτιά μου Σκληρή, επάνω στα κύματα, σαν πέτρα

Είναι ο καιρός που αλλάζει (exit)

Υπάρχει μιαν αλήθεια Που μου ‘παν στην κούνια μου Δυό. Δυο μεγάλες ιστορίες, μεγάλες και πράσινες Με κείνα τα λόγια και τούτα, Την καρδιά μου που μου κλεψαν Που γύρισε πίσω, Γιατι είναι, να φίλε μου, Μερικά πράματα Της εποχής και του καιρού, Πολλάν ειπωμένα, Πολύ τραγουδισμένα Σ όποιο σκαμνί Σ όποια αγχόνη Κι είναι καιρός φίλε μου Είναι καιρός. Βρυξέλλες, 5.06.011

Το καλοκαίρι μας

Τα χρώματα που δεν βάλαμε στο μαύρο Μια κόκκινη ομπρέλα Έβρεχε, Το πρώτο και το τελευταίο έργο Η γλύκα σου Η συ-γνώμη σου Οι ποδηλάτες πλάι στον άγνωστο Τα τρία χαμόγελα, Τα σπίρτα κι η φωτιά που ανάψανε Σε πρώτο πρόσωπο.Μέρα μεσημέρι Οι εποχές που άλλαζαν και μαζί του Άλλαζες κι εσύ. Το δέντρο που ρίξε τα φύλλα, Λες κι ήταν φθινόπωρο. Τα θύματα κι οι θύτες γεμάτα φωτιά Να σπάσουνε τις αλυσίδες τους Ν’αγγίξουνε την άκρη της ελπίδας Ν’αγγίξουνε τα χέρια τους, και τ’ακροδάκτυλα τους Σ’αγαπώ, να πούνε. Εκείνο το καλοκαίρι, Βρυξέλλες, 8:03, 26.05.011

Πέτρινη καρδιά

Απέθανα κι άλλο πια. Δεν γνωρίζω, δεν έμαθα Χωρίς συναίσθημα, χωρίς ανατροπές. Μια πέτρα στα κύματα, Έγνοια στον ήλιο.

Φιλί

Τα χείλια σου που επισκέπτονται, νύχτες τώρα μια πανσέληνο, βουβές σαν παραστρατημένα αγάλματα, Τα ψαχουλεύω σιωπηλά τα μάτια σου, αγάλματα από πέτρα κι ατσάλι, Τα μάτια σου. Με λέξεις. ένα δέντρο, κλαδιά. Μια παλάμη, ένα αγκάλιασμα, Ένα μπράτσο. Ένα λουλούδι, Ένα ξέσπασμα. ‘Ενα λιβάδι που ανθίζει.

Πατριδογνωσία,

Κρατάς στα δόντια. Έτσι, κράτα το στα δόντια. Κείνη τη σκέψη που σου δόθηκε Για να χεις δυο μέτρα σπιθαμή Γίνεσαι, κι ένα κομμάτι του Αρμονικά μοιράζεσαι κι εσύ Στο χώμα Πέντε κύματα να σε βολεύουνε Χωρίς σκεπή στον ουρανό. Κρατάς στα χείλι και στα γόνατα κάτι μυρωδιές, Και τις πληγές Ολοκόκκινες σαν αίμα Μια σημαία κι ένα ΟΧΙ.

Υποφέρω ( β α σ α ν ι ζ ο μ α ι )

στο αγόρι που β α σ α ν ι ζ ε τ α ι Από το φέγγος του ήλιου, το βράδυ το αυγουστιάτικο, Από τα λιγοστά λουλούδια του κήπου, το μπουμπούκι που πάει ν’ανθήσει, Από τις αγκαλιές, Τη νύχτα στα μάτια σου, Από την θάλασσα που πάει, και το βαρκάκι που τη σιγογλύφει, Από τις πασχαλιές που πετάγονται, Μήνα άνοιξη. Από τις σκέψεις σου επάνω στο δέρμα μου, αρρωσταίνω. Βρυξέλλες, 10.05.011

Το δέντρο

Μ’αγάπησες που’μουν μικρή Τώρα που ψήλωσα Δεν σε βολεύω; 'Η σε ταράζει η δροσιά του ίσκιου μου, Βρυξέλλες, 10.05.011

30 στίχοι για την ΜΑΡΙΑ

Αγαπημένη μου, Ένα περιστέρι δίπλα σου που’ρθε, Είναι που του ‘πα καλημέρα να σου πει. Ο ποδηλάτης πέρασε, Πέρασε για να σε δροσίσει, Του μίλησα, Μη σε πάρει μόνο, Ο αέρας στροβιλίζει το καπέλο, έπεσε κάτου. Καλωσόρισες, σε τούτον τον κήπο γύρναγες, στα χάδια μιας λεύκας; Είν’η μουσική του νερού. Του ποταμού, Κάθε που χάνεσαι, στον ουρανό, με ψάχνεις. Ο ταχυδρόμος στην άκρη του δρόμου, Τον βλέπω. Δεν θ’αργήσει να’ρθει, Κι εγώ σου στέλνω, Την αγάπη μου, σε μια σταγόνα λάδι, Τα κεριά στη κάμαρα, Η γή στο φως της μέρας, Αγαπημένη μου, Ποιος φόβος σε τάραξε Να γίνω καράβι και αγκαλιά Μεσοπέλαγα, Λιμάνι να γίνω κι η θάλασσα, Που βλέπεις. Πλατιά να βυθιστείς, Με γεύσεις στο στόμα, Τις τρεις ευχές που στέλνω, Να’ναι τώρα εκεί κοντά σου, Ο κόσμος να’ναι λεύθερος, Κι εμείς στη νύχτα άγγελοι, Φεγγοβολάς στη σκέψη, Στην γειτονιά σου, Σε βλέπω, ζαλίζομαι, Η καρδιά μου γίνεται πουλί Κι εγώ γελώ, Βαθιά σημάδια, Πλατιά η θάλασσα, Μακρ

Χωρίς την εγκατάσταση

Και τι θα κάνουμε τώρα, Με ένα έργο μισό; Μας λείπει ο χώρος του Μας λείπει η αύρα του, Μας λείπει ο διάλογος Μας λείπει ο χορός. Τι να κάνουμε τώρα, Μ’ένα έργο βουβό, Τεμαχισμένο, μισό. Ηχούνε τα σήματα, Και πιάνει φωτιά, Λαμβάνονται κύματα, στέλνει καπνό Ακούγονται βήματα, Γελούν, Γελώ κι εγώ. Βρυξέλλες, 06.05.011

Στο ασανσέρ

Ω, αιώνιε Σε είδα στα μάτια πολλών Σε βρήκα στα χείλια πουλιών Αλλά δεν ήταν εσύ Ω, αιώνιε, Τι αυταπάτη, Τι ηδονή, Είσαι ακόμη εκεί. Βρυξέλλες, 3.05.011

Ο φόβος

Να τριγυρνάς με σύνεση στον δρόμο, να ‘ρχεται στη μνήμη σου τυχαία τι μέρα είναι και τι χρονιά. Με λέξεις που σου δώσανε, και τώρα που κατάλαβες χαμογελάς. Τι δίνεις; Το φανάρι κόκκινο και σταματάς, ακούς τον ήχο της πόλης, ακούς τις συζητήσεις. Φόβο. Πιάνεις πάλι τις τσάντες σου. Μια που είναι πάντα εκεί, μια άλλη που σου δώσανε να κουβαλάς, και περπατάς. Να γυρίσεις στο σπίτι, να φροντίσεις τον κήπο, μπορεί να δώσεις κάτι λίγο πριν να περάσεις πρέπει τα παπούτσια στον τσαγκάρη, πριν έρθει ο νοικοκύρης, να ξεσκονίσεις τα παπλώματα, να σταματήσεις στη στάση να κοιτάξεις την ώρα, να πάρεις τα παπούτσια απ’τον τσαγκάρη. Φόβος. Σταματάς, όχι δεν σταματάς. Μια ανάσα περιττή, μια ανάσα αναστάσιμη, ένας μικρός φόβος που ξενύχτησε στ’ακρογυάλι και κρύωσε, ένα σώμα ριζωμένο στον ουρανό, μια, και μια στο φεγγάρι. Φωτιά και σπίθες και ψάχνεις βροχή να τις σβήσεις. Κι αργοπορείς έτσι χωρίς ομπρέλα στη βροχή. Σαν φουντώνει, σαν φουντώνει το κερί, σαν πάει να σβήσει. Φόβος. ‘Ουθε Θάνατε, πο

Κόκκινα Τρίστιχα του πόνου

Ήπιαμε λίγο κρασί , Μεθύσαμε. Κόκκινο. Γιόμισε ο δρόμος αίμα Το αίμα ήπιαμε, κι αγνό χορτάρι. Στρώσαμε στον λόφο τα χαλιά, Ξαπλώσαμε. Ανάσκελα. Μια παπαρούνα φύτρωνε λίγο πιο πέρα. Μια σπίθα δάφνης κύλισε, με κατέστρεψε. Το σώμα χόρτασε με λέξεις. Υπερασπίστηκε τον ουρανό, Έπεσε κοιμήθηκε. Σαν σφαίρα περιστρέφεται, Κι εμείς επάνω, ζαλισμένοι, Γαντζωθήκαμε. Ανάμεσα στ’αγκάθια, και στις ξόβεργες, ένας κοκκινολαίμης τραγουδά. Το τραγούδι φτωχό, Το πουλί σαν ξεχασμένο, Δάκρυσε. Μήτε τύμπανα μας ξύπνησαν, Μήτε ήχος μας φόβισε, Ήταν Δευτέρα. Βρυξέλλες, 1.05.011

Χάθηκε στον αιώνα

Η θάλασσα μου, βυθός μου. Η εκκλησία, το σώμα, ο ναός μου. Κίτρο το ρόδο, Παράθυρο κόκκινο, Σαν σπάει επά στο στόμα μου το κρίνο της πηγής, το κρυσταλλένιο. Φυσάει ο αγέρας, Χτυπάει κι η πόρτα 3 φορές. Βροντάει ο Όλυμπος, Τρίζει ο Πλαταμώνας. Σφυρίζουν τα βράδυα Στις γραμμές του τραίνου. Ωραία περνούν σαν μεθυσμένοι. Όσα κι αν έδωσαν Για τόσα δεν πήραν. Με καίει ο ήλιος, Φωτίζει ο ίσκιος μου μετά τη νύχτα Σαν φάρος. Σταγόνες και φλόγες στα μαλλιά μου. Βρυξέλλες, 30.04. 011

Στην Αγ. Ειρήνη απ’έξω

Ήταν βράδυ, Ήταν νύχτα, Ήταν βραδυνό το φως, Γιόρταζε ένα ολόγιομο φεγγάρι, Τρελά αγόρια του Τσαρούχη ξυπόλαγαν από παντού Κάθισε στα χείλι μου, Ήταν βράδυ, Ήταν νύχτα, Ήταν βραδυνό το φως, Απρίλης 2011

Μιλάει ο τρελός γι αγάπη

Αγάπη είπε και πλημμύρισαν τα μάτια του, αγάπη. Ο μορφασμός του αποδέκτη δεν του είχε διόλου κόψει τη διάθεση για την εκφώνηση των λέξεων, Μεγάλες λέξεις και μπανάλ. Αυτά έλεγε το βλέμμα του, έχοντας τραυματίσει ολημερίς την αξιοπρέπεια του, έχοντας ικετέψει το έλεος μέχρι και του ταξιτζή που δεν άντεχε άλλο να περιμένει κουρασμένος μέσα στο κρύο. Τι μιλάει ο τρελός γι αγάπη. Αθήνα, 25.04.011

Λέξεις

Κάθε φορά που στο στόμα σου Λόγια δικά μου, σκέψεις μου, θα μπαίνουν, Θα μπαίνω λίγο πιο βαθιά στα σπλάχνα σου Κάθε φορά που θα σφυρίζεις τους ήχους μου Θα ξεσκεπάζω το νου σου τα λεπτά εκείνα πριν τον ύπνο Κάθε φορά που, με με στο νου σου, χαμογελάς Κι ας λες πως δεν υπάρχω πια, Κι ας μην υπάρχω, Είναι που την καρδιά σου θα’χω αγγίξει εγώ Λίγο βαθιά, λίγο πλατύτερα θα έχει ανοίξει Κάθε φορά που στο στόμα σου Λόγια δικά μου, σκέψεις μου, θα μπαίνουν, Θα μπαίνω λίγο μέσα σου Κάθε φορά που το δάκρυ σου θα έχει τη γεύση που έδωσα στις λέξεις εγώ Κάθε φορά που θα γυρνάς στη νύχτα μαγεμένα, θα στέκω εμπρός σου Κάθε φορά που θα περνάει καιρός απ όσα σου ‘πα Πιο καιρός, και θα μαθαίνεις τι σημαίνει έρωτας Και τι νογούν οι λέξεις Βρυξέλλες, 17.04.011

Ο οίκτος σου

Α, πόσες φορές δεν πήρες την σιωπή μου για απάντηση στον οίκτο σου Μα τώρα θα μιλήσω Χρόνο δεν έχω να χάνω διόλου Να παλεύω να ανατρέψω το οικοδόμημά σου Γιατί σε βολεύει έτσι πιότερο Οικτρά να σέρνεις στην παλαίστρα Τις πιο ποταπές σου σκέψεις Γιατί έτσι βολεύει καλύτερα Να γκρεμνίζεις, α, χρόνο δεν έχω να χάνω διόλου Γιατί έτσι σε βολεύει πιότερο Να με κάνεις ξεδιάντροπη τροφή στα όρνια, Να με σέρνεις στις λάσπες Να κρύβεις που δαγκώνεσαι Κι αυτό σου λέγω Μ όσο μαύρο και να βαλθείς να με βάψεις Εγώ είμαι φως.

Ο νεκρός

Οι κανίβαλοι με τα χρυσά τους κουτάλια κατασπάραξαν την σάρκα μου Μ’έχουν σερβίρει γεύμα στο γιορτινό τους δείπνο Τους κοιτώ από μια γωνιά και αηδιάζω Τρέχουν τα λάδια και άναρθρες κραυγές βλακίας φεύγουν από το στόμα τους μαζί με τα σάλια τρέχουν χαχανητά ηλίθια κι όταν τους μιλήσεις σηκώνουν την τσεκούρα τους μια και μπαααμ, σε κάνουν κομμάτια κι αν ακόμη στέκεις όρθιος σε φτύνουν έχοντας φτάσει να φτιάξουν μια ιδέα πόσο άδικα μιλάς έχοντας ρητορέψει στους εξουσιαζόμενους τους σαλτιμπάγκους να ξεσηκωθούν και να ρίξουν τον άνθρωπο στην πυρά και δίκιο, δίκιο κρέμασμα, κρέμασμα και σταύρωσον αυτόν.

Ελεύθερος στίχος

Ήρθες. Εγώ σ έψαχνα Αλλού και γύρω μου, Εσύ όμως ήρθες Έκανα να και έσκυψα Σε βρήκα στο στήθος μου ανάμεσα να κουρνιάζεις.

Κίνηση

Επεσαν οι σταγόνες επάνω στον καμβά και γλυστράνε. Κι εμείς τις πίνουμε. Ολόκληρες. Ολες. Μια θάλασσα σταγόνες.

Απέναντι

Στέκεσαι στην άκρη και με κοιτάς Κι αναρωτιέσαι Δεξιά, αριστερά, που να πας Στις λευκές λωρίδες στη μέση του δρόμου Μπροστά, Προχωράς, Διασχίζεις τον δρόμο, Περπατάς, Έχεις ήδη φτάσει. Βρυξέλλες, 10.04.011

Όταν το σώμα μιλάει

Αυτός ο πόνος, Μέρες τώρα δεν λέει να περάσει. Τα χέρια μου μόνο έχουν ακόμη ζωή. Τα υπόλοιπα μέλη πενθούν. Το σώμα μου μοιάζει με καροτσάκι του σουπερ μάρκετ Μπορείς να παρασύρεις και να το πας όπου θέλεις. Τα χέρια μου έχουν ακόμη κουράγιο Κι ό,τι βαθιά το κορμί το άσπιλο, το τρομοκρατημένο μιλάει τα χέρια δεν διακόπτουν. Τα χέρια μόνο γυμνά, τα δάκτυλα ακούραστα τα μάτια και η καρδιά, Βρυξέλλες, 7.04.011

Χαμηλές πτήσεις

Από το μέτωπο γράφεις άνθρωπε Ο κόσμος έξω δεν κάνει πόλεμο κάνει πάλη, δεν πήραν στα χέρια τους ντουφέκι, δεν πήρανε σφαίρες στα ρούχα τους, αδέρφια στα βουνά δεν φύγανε. Μερικές λέξεις, Μερικούς φθόγγους, πέντε σημειώματα Και δυο παραβολές πήρανε. Γίνανε μεγάλα πουλιά μα θες, πετάνε. Και κάποιοι είπανε πως κάνανε αντάρτικο της πόλης, Με τις σημαίες και τα σώματά τους, Το φεγγάρι, τη νύχτα, και τα γυμνά τους δάκτυλα. «Σήκω, Μη κάθεσαι, Μη στέκεσαι και κοιτάς έτσι έξω, Σήκω, Πάλεψε, Ποιος ουρανός σε σταματάει;.» Βρυξέλλες, 6.04.011

Η φάρσα

Χα, χα, Γέλασα πολύ φίλοι μου Με αυτό το αστείο που μου παίξατε… Στ αλήθεια το πίστεψα Της αγάπης το βιολί, Κι εκείθε πλημμύρισα. Γέμισα τα κανάτια Το δείπνο είναι έτοιμο Ας γελάσουμε όλοι μαζί. 3.04.011

Το τρίτο φιλί

Το φιλί εκείνο που δεν μου έδωσες, που σου ικέτεψα μια νύχτα με τα μάτια μου, με τόσα πράγματα που έχουμε να κάνουμε, μου λες, λίγος ο χρόνος κι ο καιρός πολύς για να σώσουμε τον κόσμο αγάπη μου 3.04.011 ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΑ ΑΝΘΗ

Μέσα στον ύπνο τον βαθύ

Αγαπώ μια μαργαρίτα Και αλήθεια θα το πω, Πως απόψε που σας γράφω Μου ‘πε να ρθω να την βρω Να γυρίζει και να φέρεται Να γιορτάζει και να χαίρεται Να γυαλίζει μια στον ήλιο Και μια στον άδη, Αγαπώ μια μαργαρίτα Μου μιλά σαν με κοιτά Και γυαλίζει μια στον ήλιο, μια στον άδη, μια σαν πάλη μέσα στον ύπνο τον βαθύ.

Εαυτέ μου

Εγώ σου τα’λεγα Αλλά που ν ακούσεις εσύ Μικρέ μου εαυτέ. Δες τώρα Έχουμε μείνει οι δυο μας Εγώ κι εσύ, ακόμη αντέχουμε ο ένας τον άλλον Μα να ξέρεις μια μέρα θα σου θυμώσω Τόσο πολύ Που θα κάνω ότι δεν υπάρχεις Θα σταματήσω να σου μιλάω Θα σταματήσω να σε σκέφτομαι Θα σε διαγράψω, Κι όσα μου’μαθες Κι αυτά θα τ’αφορίσω. Όχι, όχι δεν ήταν αυτός, θα λέω, Ποιος, αυτός που δεν υπάρχει; Γι αυτό συμμαζέψου όσο είναι καιρός. Και σταμάτα να μιλάς με τα μάτια σου Και τ’ακροδάχτυλα σου.

Το άλμα

Βούτα, Στο πέλαγο, Μποτίλιες μέσα σ αυτό Γραφτά που καίγονται Και αλυσοδεμένα χέρια Επίσημο κι ανακοινωθέν, Λέξεις σαν ένα αγκάλιασμα Ένα ζεστό μπράτσο Ακροδάχτυλα ζεστά. Μάγουλα. Πολύχρωμες λέξεις, Φλέγονται σαν ουράνιο τόξο, Τυχαία σ αγγίζουν Κι επιθυμείς Τον ζεστό μυρωδάτο καρπό του ανθρώπου, Γερμένη, Κι αν απέραντη λύπη, ή θλιμμένη γοητεία εσύ αγαπάς, μη σκιάζεσαι. Σε καμία στ αλήθεια γιορτή δεν πήγε κανένας μας μόνος. Βούτα στο πέλαο, Μποτίλιες μέσα σ αυτό Γραφτά που καίγονται στον ουρανό. αστέρια. 30.03.011

Σπορά

Αρνήσου τη σιωπή. Αρνήσου να σκύψεις το κεφάλι Σκυλί, σκυλί. Κι εσύ κι εγώ. Σκυλιά μαύρα σε τούτον τον κόσμο περπατούμε. Κι όπου μας φοβήθηκαν, σαν τους λύκους μας κυνήγησαν. Φοβήθηκαν το πρόσωπό τους στον καθρέφτη. Ποιος μιλά και ποιος φωνάζει Μη με κάνεις να αντιδικώ, δεν έχω κουράγιο άλλο σου λέω Δεν έχω, Τούτο το χώμα που πατώ και κάθε μέρα Μου θυμίζει Εκεί, Πως ένας σπόρος τέτοιος, μαύρος λύκος, είμαι κι εγώ. Και φυτεμένος και ζωντανός. Βρυξέλλες, 28.03.011

Φόβου αιχμάλωτος

Οι σημαίες και το σώμα μου δρόμος. Πώς να τον περπατήσεις. Να κυματίζει, Να τ’αποζητάς μέσα απ’τις γρίλιες Να γίνεται τη νύχτα άυπνος καημός. Κλεισμένος να μένει έξω απ’το σπίτι Και το παράθυρο, κι αυτό κλειστό Απ’τη γωνία που κάθουμαι και βλέπω Μονάχα δυο χαραμάδες φως Σαν τους ποιητές που γυρίζουν την πλάτη τους στον κόσμο, Φόβου αιχμάλωτος κι αυτός. Αθήνα 24.03.011

Μια άσπρη μέρα

Με τους διψασμένους Με τα κορόιδα του συμφέροντος στη λάσπη και στην τσουκνίδα Ευαγγελίζομαι, μηδέ το ανθρώπινο, μηδέ το αθάνατο. Για να καταφέρεις να δώσεις, πρέπει να θέλει τούτο να πάρει. Το να στ άλλο. Ένα μπλε σώμα που κόβει σαν στιλέτο μόνο επάνω σε γυμνά κρύσταλλα. Χαράζοντας τη λέξη λαχτάρα. Τι καλά να άρχιζε η χυδαιότητα απεργία διαρκείας, Να βλέπαμε κι εμείς μια άσπρη μέρα. Βρυξέλλες, 19.03.011

Άνοιξη

ότι αλλάζει μας πονά πρώτα Έπεσε η άνοιξη ξαφνικά εκείνες τις μέρες επάνω στα πεζοδρόμια Χιλιάδες πράγματα Μα αυτή εκεί Μην τυχόν και την αγνοήσεις Πως μπορείς να την αγνοήσεις Ακόμη κι αν δεν ακούς τα πουλιά, Κι αν δεν ανασαίνεις τον αέρα της, Πως μπορείς να κάνεις ότι δεν υπάρχει,

Σιγαλιά

Ι. Πιο βαθιά απ’τις στάχτες μου Βρήκα εσένα Μόνο, μικρό και φοβισμένο Να κλαίς με της ψυχής σου τα δάκρυα Ένιωσα, και να, τα βάζω σε λέξεις. ΙΙ. Εκείνες οι κινήσεις των χεριών ή τα χαμόγελα Ένας μεγάλος βουβός άφωνος πόνος που καταπίνει σαν μια μεγάλη αχτίδα την πόλη που ησυχάζει, Ν ακούγονται μόνο οι ήχοι του φεγγαριού Σαν μια μεγάλη αχτίδα να τους ρουφάει μέσα η ψυχή μου, Ο νους μαγεμένος Από τη συνείδηση Τη μελωδία φωτός, συνομιλεί με το φεγγάρι που καθρεφτίζει την δική σου την καρδιά, το δίχως άλλο. Βρυξέλλες, 15.03.011

3 ¼

Ένα σώμα Ένα μπλε διάζωμα Που κρατά το πόστο της άνοιξης Με νύχια και με δόντια Και ω, πόσο κουράστηκε. Βοήθεια αδελφοί, Βοηθήστε να φέρουμε πάλι πίσω την άνοιξη. Να σμίγουν οι ανάσες μας με την ανάγκη μας γι αγάπη. Ένα σώμα Ένας δρόμος στη θάλασσα Σπαράζει ακόμη το αίμα ζεστό μέσα του Έχει καρδιά. Και χτυπάει μια, και χτυπάει δυο Βοήθεια αδελφοί μου, Βοηθήστε να φέρουμε πάλι πίσω την άνοιξη Να γινόμαστε ο πυρήνας μας του ενεστώτα και του παρακείμενου, Χωρίς πιπέρι. Ένα σώμα Μπλέ, σε άσπρο χαρτί με μπλέ μαρκαδόρο Που θορυβεί, σαν μέλισσα Που ταιριάζει μ’ένα δάκρυ από συγκίνηση Και ω, πόσο κουράστηκε. Στον ύπνο μόνο, μιλάει, Βοηθήστε μας να φέρουμε πάλι πίσω την άνοιξη, λέει Και μόνον ο σκύλος το ακούει τη νύχτα Με το ένα μάτι πάντα άγρυπνος φρουρός Να ψιθυρίζει μέσα απ’τα παράθυρα του κάτω ορόφου, Σ’αγαπώ, Ένα σώμα μπλε. Ένα ολόκληρο σώμα.

Λέξεις

Μιλάω με βουβές σιωπές. Μπαίνω στα σώματα που ακουμπάς τη νύχτα Στα βλέφαρά σου όταν τα μάτια κλείνεις, Στις άκρες των δακτύλων σου σ ότι αγγίζεις. Περισσεύει άνεμος. Όσα ζητάει ο άνθρωπος στο τέλος της κούρασης στην άκρη του γκρεμού, Χωρίς σπαθιά ματωμένα ή γιαταγάνια Χωρίς φονικά όργανα Μόνο γλυκές λέξεις. Μουρμουρητά σ αγαπώ. [Που’χεις ξεχάσει το πρωί και πως τις είπες] Μια γλυκιά νυχτερινή αύρα Σε ένα κορμί που ακόμη ζει. Σαν μια μπάλα αισθήσεων Στον παλμό της κορδέλας που τις τυλίγει Σαν μια ανθοδέσμη. Και δυο χέρια που ξερίζωσαν το κεφάλι από το σώμα Μια μόνο φορά, Και φτάνει αυτό, Είν’ αρκετό. Βρυξέλλες, 8.03.011

Τα λουλούδια

Κι έτσι πορεύτηκα Με τα χείλια. Μ ένα χαμόγελο Από αυτά που ξεχάστηκαν, Με κάποιες μικρές απορίες Και κάποια λευκά τριαντάφυλλα Λευκά για την αγνότητα της προθέσεως Τριαντάφυλλα για την ευωδιά τους. Βρυξέλλες, 8.03.011

Αγκυροβόλημα

Μυρίζουν οι κρίνοι κάθε που στάζουν οι σταγόνες Τα δάκρυα της ψυχής μου, Ο πόνος απ΄το κομμάτι που λείπει. Εσύ. Έκοψα από τη σάρκα μου και σου’δωσα να πιεις λίγο νερό. Η θλίψη στο βλέμμα μου σου θυμίζει τη θλίψη του κόσμου, Η απελπισία στα λόγια μου, το θάνατο. Η ζωή παραθέτει γκρίζες εικόνες να περνούν, Ο ποιητής θλιμμένος και ουτοπικός. Γιατί μόνο έτσι γνωρίζουμε τους ποιητές. Με θλίψη και φεγγάρι. Ω, Αγαπημένα μου άστρα, κι αγαπημένε μου ουρανέ Που βλέπω τυφλός, με την καρδιά μου. Ω και πόσο αγαπώ τη ζωή. Μ’όση δύναμη μπαίνεις σαν τον αγέρα στα παράθυρα, και σπάς. Τα φτερά με συνοδεύουν στο διάβα μου τόσο που αναρωτιέμαι μήπως είμαι πουλί και μαδάω. Σαν ένα μεγάλο ποίημα που δεν θα τελειώσει ποτέ. Ήταν τότε, και θα’ρθουν πάλι κι άλλοι. Όπως εμείς. Στον άνεμο, στη γή, στ αστέρια Να σταματήσεις την αγάπη Να σταματήσεις τη γή να γυρίζει; Κι εσένα μαζί; Το χορό της άνοιξης; Τα πουλιά τη νύχτα; Πυκνότητα του σώματος η ψυχή μου, έτσι όπως κείνοι οι πα

Όταν πέφτει ο ήλιος

Όταν πέφτει ο ήλιος Κι αρχίζει να κρυώνει Το μυστικό βγάζει τα δόντια του Και μας κοιτάζει Σαν το μελάνι που ξόδεψες Για ένα βιβλίο.

Κάθε φορά

Ο ήχος των πουλιών της νύχτας, Ο κατεργάρης ουρανός που κοιμάται στα μάτια μου Οι δρόμοι νυχτερινοί κι ακίνδυνοι. Για τα γένη των ρημάτων Πως θυμώνει τα μπαχάρια η κανέλα και το μοσχοκάρφι Πως κλαίει ο ήλιος, Για τον χορό του μαϊντανού επάνω στη σαλάτα, Για τα παιχνίδια των ποτηριών με το κανάτι. Το ψιλοκομμένο κρεμμυδάκι. Τα λόγια που ξέχασα κι η μουσική που σταμάτησε, Τα αγάλματα στο πάρκο και τα δέντρα τα ψηλά, Την εκδίκηση του σαφράν, και τον ήχο της, Πως δάκρυσαν οι κρίνοι στην κάμαρα, Για την τελευταία σταγόνα λάδι,. Τα εφτά κεριά που ανάβω, Με την άνοιξη που προσπαθεί να’ρθει Τα λόγια της πλώρης και τα λόγια της θάλασσας.

Ω γλυκή μου έαρ,

Τα τραγούδια που τραγούδησα, Και τα μάτια μου που με βαραίνουν Τότες πλησιάζει η άνοιξη, Ένα μικρό τριαντάφυλλο, Η φύση στον χειμώνα. Μέρωσε κόσμε, Τούτες τις μέρες πνίγουμε το κρύο στα δάκτυλα. σφίγγουμε τα στόματα. Πώς να μας πάψουν τα τραγούδια μας Ω γλυκή μου έαρ Στη σύναξη των αρχαγγέλων πρωτοκάλεστη, Μοσχοβολάς Στα χέρια μου, Στου κόσμου το βαθύ πηγάδι. Στον τόπο που γεννήθηκες, Εσύ το άπειρο, εγώ μόνο η στιγμή. Ω γλυκή μου έαρ Πόναγα τις μέρες που περνούσαν Μέχρι να ρθεις. Με την ελπίδα στα δόντια Με το δίκιο, την ανθρωπιά, με την ειρήνη. την γαλήνη. Βασανισμένες λέξεις, Τα τραγούδια γεννήθηκαν στο σώμα μας. Τη νύχτα, στο μεγάλο όνειρο, τα μάθαμε Ω γλυκή μου έαρ. Στα δάκτυλά της, και στα χέρια της η μοίρα μας. Εικοσιτρία στρωμένα τραπέζια Εικοσιτρία τραπεζομάντιλα Εικοσιτέσσερα κανάτια κρασί. Γιορτάζουσι. Κι εγώ μαζί. Πρωτοπλάστες, Εραστές της αγάπης. Χώνομαι στην αγκαλιά της Από τη μάχη κι από τον πόλεμο, Η σκόνη πέφτει στο π

Λόγια της γής

η γή. τα βουνά Γροθοκοποιούνται Η γή προστάζει. Βρέθηκες μόνος στην αγορά. στα ζάρια μ’όσα έπαιξες βάλσαμο Χτυπούν οι σόλες σου στο πάτωμα Ακούς τη γη. Μιλάς μαζί της. αλήθειες κι αέρηδες, λευτερώνουν τα σώματα Στην καρδιά βάζεις το σώμα στη φωτιά καίγεται. Η γη προχωρά στον δικό της ρυθμό. Λεωφόρους. Προχωρά. Η γη συνεχίζει, Τ αστέρια γύρω της. Μιλάς μαζί της. Τολμάς. Τ’αστέρια γυρίζουν. Η γη σωπαίνει. Λίγες φορές κλαίει τις νύχτες με το φεγγάρι Που είναι μακριά και ολόκληρο Σαν ξυπνούσε το φεγγάρι τη ρωτούσε Που ακόμη ταξιδεύεις; Με το όνειρο ενός γερό-βαρκάρη Που χαιρετάει φορές στη λίμνη Γνέφοντας ο άνεμος η άβυσσος ολόκληρη Σφυρίζει Ο ουρανός έχει βαθύ χρώμα μπλέ η νύχτα κι η αυγή στ αστέρια Σφυρίζει, η άβυσσος ολόκληρη. Σφυρίζει η γή. Πάλλεται. Σφυρίζει το φεγγάρι Όπως πάντα κανείς δεν άκουσε τίποτα. Κανείς δε θέλησε να συζητήσει. Ο κρότος ήταν ανεπαίσθητος, Και δεν άκουγαν. Μα στα μάτια βαθιά Σε κάθε χτύπο, Θυμούνται τ

Θέση πάρκινγκ

Γίνε τουλάχιστον σαλτιμπάγκος στο σταυροδρόμι των εθνών για μια δραχμή, Πούλησε τον αφέντη σου για μια δραχμή σκλάβε Σαν ένα τζαζ τραγουδάκι που σου πετάω στη μούρη σαν την αρκούδα που τελικά κι η ίδια χαίρεται, πλανεύεται. Χοπ, χοπ, χοπ. Σαν τον λαγό που έπιασε ψιλή κουβέντα στο τζιτζίκι Και χορεύουνε ώρες τώρα αγκαλιά. Γίνε ένα τουλάχιστον αστείο, που με γλυκαίνει, να χαμογελάω. Από ευτυχία. Στο λεξικό των εθνών Που το είδες εσύ αυτό γραμμένο Κάτω από το στήθος Στις επιθυμίες σου Και στην κραυγή που φορές δεν σε αφήνει Να κοιμηθείς τα βράδυα. Και πλέκεις ένα παραμύθι μυστικό! Σαν την αρκούδα, με τον αρκουδιάρη που χτυπά Χοπ, χοπ, χοπ. Και μετά ξεχνιέται κανείς Μια το ταμπούρλο και μια η χαρά στο πήδημα του ποδιού, Στο ένα, στο άλλο. Ο χορός ποτέ δεν έβλαψε κανέναν. Και που, δεν νιώθεις και την αλυσίδα της φωτιάς. Σαν στο πικρό φθινόπωρο η αρκούδα να χορεύει. Κι αν τύχαινε να δει τον κόσμο στα πλαϊνά του δρόμου Κι αν τύχαινε να σπάσει τ

Στο σταθμό το τρένο

¨για όσα δεν τελείωσαν και δεν θα τελειώσουν ποτέ ¨ Άννα Κοκκινίδου Με κάποιες κουβέντες, Με βήματα κουρασμένα, Από τη φωτιά κι από σιωπή βαθιά στο χώμα μου Με νύχτες στυφές, Παγωμένα σεντόνια, Στη σκόνη Παγωμένα χέρια τα χέρια μου, Πέφτουν τ’άστρα και πνίγονται στη θάλασσα σβήνουν, Σημαίες κυματίζουν και αίμα στο σώμα μου, όλες μου οι πληγές, τα χέρια μου, Με όσο φως μπορούν ακόμη να σηκώσουν επάνω τους, Σ’αγαπώ. Βρυξέλλες, 14.02.011

Κοινός λόγος

Είναι λίγες οι φορές για έναν ποιητή που χάνει τα λόγια του. Όχι γιατί δεν έχει τις λέξεις, Ο ποιητής δεν αγχώνεται για τις λέξεις. Αν θα ρθουν ή δεν θα ρθουν…Ο ανειδίκευτος εργάτης του φθόνου αγχώνεται Κι αν τουλάχιστον μάθαινε, Να λεγα θα άξιζε τον κόπο. Κάποιοι βέβαια είναι εξαιρετικοί στην ανομία. Τουλάχιστον, ευγνωμονείς και λες εξαίρετοι, τους γνώρισες και είναι τιμή, μα κρίμα τόσο που δίνουν πόνο, και χαίρεσαι που δεν τους έχεις εσύ. Ο ποιητής ή τέλος πάντων αυτός που γράφει ποιήματα, ή έτσι λέει, γιατί ποιος στ’ αλήθεια μπορεί να τον αποκαλύψει άραγε, αυτός που ξέρει ποίηση, ή αυτός που νιώθει ζωή. Τον ποιητή. Ποιος ξέρει από ποίηση ας βγει στ αλήθεια να μιλήσει και να γράψει Να πει για την ποίηση, και τι θέλει ο ποιητής, Τι είναι ένα ποίημα Να το βάλει σε ένα μικρό καλούπι που έχει να μάθει να ελέγχει – οϊμέ Και πέντε μικρές κατηγορίες πραγμάτων, με πέντε λέξεις ‘Η χωρίς καμία γεύση για το σύμπαν που το δημιουργεί Χωρίς καμία μυρωδιά να νιώθει πια Τα μικρά είναι α

September rain

I was landed one day In a city forgotten by people but not by gods nor animals, or flowers. The day you will go I will already know about it, She said. Cities are like women, When you do this, and go I will climb into your nose Give you all the loneliness to smell, As if as I was at the top of a building and u had left me alone, All of my steps of happiness to smell, us to tango, And the love you would have lost, So that you never leave, ever again.

Τ’αδύναμα χέρια μου

Όσα μου εμπιστεύτηκες Την αγάπη σου, Την έβαλα σε χώμα ν ανθίζει. Και πλέκω να επιμηκύνω το σύμπαν, Σαν τον ήχο του τραίνου που φεύγει κι έρχεται, μια αποβάθρα μεσ’τη σιωπή να περιμένει, Μετανιωμένοι φαντάροι που θέλησαν ν αλλάξουν τον κόσμο Με τα παπούτσια τους φτηνά και ξεφτισμένα Μ ένα λουλούδι στο πέτο. Να σέρνονται πίσω από ονόματα και ταμπέλες Τους κοιτώ που προχωράνε σαστισμένοι, Δαρμένοι, βασανισμένοι Με το αίμα να τρέχει απ’το σαγόνι Χαμένοι από τη μάχη πολλές φορές Σε δίκες στημένες πολλές φορές, Σε μπουλούκια και μάγους, Δικαιοσύνη, σου λέει ο άλλος. Αυτά έβαζες στην αγάπη σου Την ομορφιά σου στον κόσμο Μα αλλιώς ήρθαν τα πράματα Τι ξέρεις από μένα και τ’αδύναμά μου χέρια; Με τέτοιο θυμό μίλησες Δικαιοσύνη, σου λέει ο άλλος. Με τις λέξεις βουβές ιδιωτικές συγκινήσεις σιωπής που σου μαθαίνει ο χρόνος με τα δόντια σφιγμένα, ηλεκτροσόκ, ένα βιασμένο χαλί που σε τραντάζει ολόκληρο κι αναρωτιέσαι αν είσαι ακόμη ζωντανός με τέτοιο τίναγμα κα

Στην πηγή

Το νερό δροσερό, Κάτω από τα πλατάνια Οι αχτίδες του ήλιου που περνάν απ’τα φύλλα Με χαϊδεύουν Απλώνεται μια σιγαλιά, μια τα τζιτζίκια, Μέρα τ’αυγούστου, Ακούγεται η ερημιά, κι αποκοιμιέσαι όμορφος. Βρυξέλλες, 29.01.011

Τα σύνορα

στους μετανάστες της γης Την πρώτη φορά που πέρασα τα σύνορα, τα πέρασα μια νύχτα, μεσ’το τρένο. Θυμάμαι, Βγάλαμε τα διαβατήρια μέσα στη νύχτα. Το διαβατήριο. Αυτό το πολύτιμο έγγραφο. Το μπορντώ handy αντικείμενο που το βαστάμε βαθιά στα στήθια μας, κι ας λέμε, κι ας κάνουμε πως δεν το σκεφτόμαστε ή δεν το έχουμε στο νου μας, Όταν κοιμόμαστε. Βρυξέλλες, 28.01.011

Μια λύπη

Άκου φίλε μου, Δεν ξόδεψες νύχτες αλόγιστα; Δεν έκανε άνοιξη ποτέ μες την καρδιά σου; Τα χρόνια έζησες στεγνά; Χτυπώντας το κεφάλι σου στον τοίχο για κείνα που έκαναν εκείνοι και όχι εσύ; Και ποιο το όφελος είναι λοιπόν που μένει τώρα, Μια σάπια καρδιά, ένα βάζο χωρίς λουλούδι Και πεντάλεπτες διαδρομές στο πάνω μανάβικο Να διασχίζεις με πλήρη γνώση της εισαγγελίας Αλλά να την κρατάς σφιχτά στα δόντια, Και να ζηλεύεις τη ζωή που έδωσε μια κάτω απ’το πάτωμα Κι άρχισε να χορεύει με πάθος Σαν πουλί Δεν είναι τα πόδια σου δεμένα φίλε μου Είναι η καρδιά σου Και πόσο λυπάμαι γι αυτό

Άγνωστος στρατιώτης

Ποιο πολύ απ όλα με πονάν τα σκοινιά που μου έχεις δώσει Και κρέμονται, Στην πλάτη μου Ότι μπορεί κανείς Εγώ να στέκω προσοχή στην πρώτη γραμμή Ένας ελέφαντας και να γελάω Τέτοιο στρατιώτη με έντυσες Να κουβαλάω τους χυμούς σου Που τόλμησα τον ήλιο να κοιτάξω Που τόλμησα τον ήλιο να κοιτάξω Όσο δεν άντεξε να γυρέψει από κανέναν ο ήλιος. Να χτυπάν τα σίδερα κι εσύ φονιάς Να αλλάζεις προσκεφάλι και να κοιμάσαι άχαρα Σου έφεραν νέα από το μέτωπο; Κι εγώ να στέκομαι ολόρθα και πεθαμένος. Με την αγάπη κατάστηθα κι ένα τριαντάφυλλο Στα χέρια, Ποτέ δεν τόλμησες στην εποχή σου να το παραδεχτείς Θυμάσαι, Κι αυτά που λέω, και κείτομαι τώρα εδώ χάμου γυμνός και κρύος, Σαν τα πουλιά που ταξιδεύουν στ αλώνια, Ω, άγνωστος, και πεθαμένος χρόνια τώρα, Για μια φωτιά που σβήνεις ενώ παλεύει να ζήσει Μα όχι, όχι μας λένε Να σβήσει, να σβήσει Να εξισώσεις τη ζωή ή το θάνατο. Να μην μπορείς να διαχωρίσεις τον πόνο απ τη λαχτάρα. Λαχτάρα, Αχνά που σε τραγούδησαν απλά Και ξ

H πιο όμορφη θάλασσα.

Εκείνη η πιο όμορφη θάλασσα. Κείνη η φωνή της. Δυο πέρατα νύχτες που χύθηκαν σε μάρμαρο άσπρο, παλιό κι αρχαίο. ---- Κείνη η πιο όμορφη θάλασσα Που ακούμπησε τις πληγές μου χωρίς οίκτο. Να σβήνω πάνω της και να πεθαίνω. Κι έτσι το κάθε χάδι της να ζει ξανά. να με ζεσταίνει. Να ονειρεύομαι. Μόνος. Μόνος και αποκαμωμένος, Μία φωτίτσα μικρή που σιγοκαίει. ---- Εκείνη η πιο όμορφη θάλασσα. Σκούρα χρώματα, και φως πολύ. Χαράζει δες και δύει ο ήλιος. Ασυγκράτητα κι απεγνωσμένα πάντα η νύχτα. ---- Μόνος, μόνος και αποκαμωμένος, Εκείνη η πιο όμορφη θάλασσα. Σαν μια φωτίτσα μικρή που σιγοκαίει. Και με φώτισε και μένα τον φτωχό. Με ένα χρώμα κυανό. Στη θάλασσα. Να ζεις και να πεθαίνεις. Να λογαριάζεις τον άνεμο στα μαλλιά σου ---- Στην γλυκιά μυρωδιά της αύρας της θάλασσας Κείνη η πιο όμορφη θάλασσα,. Γόγγυσα, Κι έκλαψα. Έκλαψα πικρά. Μα τη θάλασσα, κείνη τη θάλασσα, που ήξερε να συγχωράει. εκείνη εκάλεσα.

2ος όροφος

Κι όλοι ζούσαμε μαζί στ’ απάντημα, Και λαχταρούσαμε το βλέμμα Απλά πράγματα, Απλά, χαριτωμένα 'Ετσι έμαθα να μην φοβάμαι τα όνειρα Ούτε και τις λέξεις. Να γυρίζω αδιάκοπα σαν το νερό στην στέρνα Από το σύννεφο ως τη γη, και πάλι πίσω Μέχρι την θάλασσα. Ποιός πρώτος την πέτρα στο γυαλό θα στείλει. Κι ακούγαμε τότε πυροφάνια τα πουλιά, Ή ήταν που στη γη είχαν κατέβει αγγέλοι μα δεν το μαρτυρούσαμε. Τη ζωή που ανάβει και σβήνει Όλη τη φύση να ορθώνεται, Και στα σιντριβάνια, Και στους καταρράκτες, στα πέλαγα Κι ότι πιο γαλανό, Πιο όμορφο. 'Eμαθα να μην φοβάμαι τα σύνορα. Η το άγνωστο, που δεν το ξέρεις καν, ότι βλέπεις γύρω σου Τις σκέψεις σου. Βρυξέλλες, 13.01.011

Κουφάρια

Στα σαγόνια να γεννιούνται οι επιθυμίες, Οι αγκώνες να κλαίνε, Τα χέρια δεμένα, και στη φωνή κανείς να μην αρκείται πια. Τα σώματά τρέμουνε, Από λύπη, τα σώματα τρέμουνε, Κομμένα από τη χαρά και τα πετάξαμε στην άκρη του δρόμου. Χωρίς έλεος. Στα γόνατα μόνο μαθαίνουμε άνθρωποι, Με τα δάκτυλα πάντα ψυχή κι υπομονή, να γράφουν. Σε σώματα, αστέρια και θάλασσες. Βρυξέλλες, 12.01.011

Η λάμπα

Βρεθήκαμε μόνοι. Είπες να μείνει μεταξύ μας, Μα το μαρτύρησες Η πράξη, η υπόθεση, δεν έχει ακόμη εξιχνιαστεί. Και ποιος είπε τι. Ποιος είναι ο φταίχτης αυτού του δράματος δεν έχουμε ακόμη μάθει. Η υπόθεση μένει ανοιχτή. Την λάμπα την άλλαξα, Δεν μπορώ χωρίς φως. Στην αγκαλιά μου φωτιά, Στην κοιλιά μου βαθιά, Μεταφέρω τα πράγματα μια εκεί, και μια από δω, Κάπου να κάτσω που να βολεύει, τη λάμπα και το σώμα μου. Κάπου να με βλέπει κι η νύχτα να με βλέπει και φως, Επάνω στο πρόχειρο έβαλα με προσοχή ένα κερί να σε φωτίζει,- μετά έναν φάκελο με πέντε φωτογραφίες που θελες να μου δώσεις έλεγες που θελες να με δεις, κι όλο ξεχνούσες να πάρεις μαζί σου- ή μια καλή ιστορία για να πιστέψω, και ήταν εύκολο κατεβάζεις τον διακόπτη αλλάζεις λάμπα ανεβάζεις διακόπτη. Κι ανάβει η λάμπα.

Σύνθεσις

Εκεί μέσα σφυρίζουν οι αετοί, Εκεί μέσα κι οι άνθρωποι μιλάνε, Στη θάλασσα, Που τους γιατρεύει το κορμί. Και σιγανά ακούγει το κάλεσμα. Κι όλα τα μυστικά που πόθησαν, καλοσύνη, Να ξεδιψά το κορμί, να ξεδιψά κι η ψυχή τους, Και για τέτοια μυστικά μιλάμε Μα αν τα ζούμε; Της τα σφυρίζουμε τις νύχτες, Γεμάτη εκείνη να μας τα φέρνει πάλι. Κι όλα μαζί κείνα ένα, Βρυξέλλες, 6.1.011

Επιστροφή

Περιμένεις Περιμένεις, Τα σύννεφα γίνονται ατμός Τα όνειρα κυνηγούν τα σύννεφα Ζαλίζεσαι, θεριεύεσαι, θεριεύεις Όλα καρφωμένα στα μάτια όλα στα δάκτυλα. Στα σκοτάδια. Εκεί που ακούς και δεν ήρθες ακόμη, Κι ακόμη περνάν οι μέρες και χαράζονται τα κομμάτια Σαν σ’ένα πάζλ να είσαι βαθιά ασκητής, Μέχρι τις ώρες που κοιτάς κι ουρανό δε φοβάσαι. αφού δεν αγάπησες ποτέ τόσο τα σύννεφα, κι ούτε ονειρεύτηκες ποτέ σου θάλασσες – κι ούτε και τις πόθησες ποτέ μήπως κι αγγίξουν τις πονεμένες μας καρδιές, πριν γίνουν σκληρές. Περιμένεις, Περιμένεις όσο μπορείς κι όσο εννοείς οτι μπορείς, κι αυτό είναι που θέλεις, Εκεί ακούει κι έρχεται, Εκεί γυρίζει πίσω. Βρυξέλλες, 5.01.011

Επίλογος

Κι έπειτα το απόγεμα, σαν πιάνει και βραδιάζει, τη νίκη που έζησες και την αυγή που ξόδεψες επάνω στα χαλάσματα της μέρας, κρατάς με νύχια και με δόντια το πληγωμένο κομμάτι μου που άγγιξες,κι αυτό στο σώμα μου, μια νύχτα και μια γή χωρίς σεντόνι, ή ίχνος συνεύρεσης σε μια σιωπή βυζαντινή που με ματώνει, περιμένοντας έξω στο κρύο του κτύπους του ρολογιού κι εμένα να'ρθω.

As if

If tomorrow something would happen, I lie within you today. My words are acid like bitter lemon drops (you say) in you You’d rather talk about the moon, the sea or your eyes, Or Should there be a kind of sorrow, (maybe tomorrow) Or a beautiful love song, “bye bye elephant blue” Oh, I would like so much to be just perfect for you, (maybe tomorrow) Never make you sad, never say too much, As if I was perfect and beautiful, As if I was in you. Madrid, 2.01.2011