Ο ωραίος ήλιος, εσύ; Από ποια αγνή πανάγαθη χώρα το ‘σκασε ο ουρανός σου; Τόσος ουρανός πως στέκετε; δες Και πως τον κρατάς στους ώμους σου; Φορές ανήμπορος να τον αντέξεις. Τόσος ουρανός κι απλώνει τα μπράτσα του, και στέλνει. Σεμνά τα χέρια τεντώνονται να τον αγγίξουν, χέρια σε ικεσία χωρίς ντροπή. Τα πόδια πάλι, ριζωμένα στο χώμα δονούνται. Στην παλλόμενη γη. Κι η γή μας χορεύει. Συνάμα σκάζουνε πάλι από τον αφρό ήχοι και κύματα. Ενώνονται με το τραγούδι των φύλλων παρέα κι ο ταχυδρόμος αέρας απ’όσα φαράγγια διάβηκε. Έρχονται επισκέπτες στο σπίτι μου τη θάλασσα. Εκεί που ‘γιαίνουν οι πληγές μου, κι ολημερίς που βλέπω τον ήλιο. Ώρες τώρα έστεκα πάλι κι έβλεπα το βυθό της να ξεγυμνώνεται αδιάντροπα. Κι άκουγα κι από εκεί μέσα πιο βαθιά ακόμη τους χορούς της γή, εκεί στην εκταφή του ανθρώπινου χρέους. Τέλος, πιο βαθιά ακόμη μέσα στο χώμα, βρήκα την καρδιά μου να πάλλεται κι αυτή. ικέτιδα κόρη στις ηλιαχτίδες που την έθρεψαν. Μια πυρκαγιά. 27.02.010
Ο ποιητής χρεώθηκε να τραγουδάει