άνθρωποι του κάμπου κι άνθρωποι των ψηλών βουνών στο φως στα δέντρα τι ψυχή που πεταρίζει γυμνός αετός πέντα δάκτυλα και πόδια πιάνω γης κι εκεί ριζώνω ένα χέρι μάτι’αψηλά κι εκεί ριζώνω ώρες της αυγής κι ώρες του μόχθου ώρες του πόνου κι ώρες του πόθου εκεί ριζώνω κι αψηλά πετώ
κάθε που χαμογελάς και προσπαθώ ανοίγουν οι πόρτες στα εφτασφράγιστα σπίτια μας η απαλάμη σου στο χέρι μου κι αχτίδες φως τρυπώνουν σαλιγκάρια που κινήσανε πορεία