Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιανουάριος, 2010

Ακόμη μια νύχτα

Κάθε μέρα που πεθαίνουμε και γεννιόμαστε πάλι. στα σχοινιά μας επάνω αγκαλιασμένοι οι κόμποι αντέχουν. Στα σπλάχνα μου ο πυρετός δε λέει να σταματήσει. - να ξυπνούσαμε λέει και να ‘ταν άνοιξη - Ελευθερώθηκα. Φοβήθηκα το θάνατο - θα’ρθει, δεν θα’ρθει; - Στο μεταξύ μπορώ και πλέκω στεφάνια διάφανα σε κήπους, στοιβάζω τα δακρυά μου στο σώμα σου να σε ποτίζω παρθενογέννητη κάθε ξημέρωμα. 30.01.010

Η Συμφωνία

Το σφύριγμα μιας πέτρας σε έναν μεγάλο διάδρομο Σαν να πετούσες την πέτρα στη θάλασσα Και κάνει γκέλες. Υγρό νερό κι αλάτι. Αυτό το σφύριγμα μ’έκανε και γύρισα είδα τα μάτια σου, άκουσα τα δευτερόλεπτα της σιωπής σου. Τις σκέψεις που γίνανε λέξεις γιατί είχες ακούσει τη φωνή μου. Τι λέξεις μετά που ακολούθησαν γιατί είχες ακούσει τη φωνή σου. Μετά ακόμη κι άλλες λέξεις. Λέξεις που έγιναν χάδια. Χάδια που έγιναν φιλιά. Φιλιά κι έγινε έρωτας Στο αμυδρό φως ενός ήλιου μεσημεριάτικου μέσα σ’ένα πηγάδι. Μια αγάπη απλή, γεμάτη μπάλσαμο. Ήχοι βαθιάς ανάσας που αναδύονται από τον λαιμό Ήχοι. Χέρια κεριά στις ώρες τις νυχτερινές. Μετά ακόμη κι άλλες λέξεις. Οι λέξεις να στροβιλίζουν στο πάτωμα Σαν ένα κέρμα που έχεις ρίξει και περιμένεις να δεις κορόνα ή γράμματα. Δεν έχει σημασία. Ψάχνεις κι άλλους ήχους, όσους είχα, σου τους έδωσα, όσες έχω σκέψεις σου δίνω. Τριφωνίες του πνεύματος, του σώματος, των αισθήσεων. 27.01.010

Τότε, αύριο και τώρα

Πώς να αφήσει κανείς τα περασμένα Τις μνήμες εκείνες που μένουν ακόμη - σήμερα θυμήθηκα χρόνια πριν τον καλοκαιρινό αέρα σε μια παραλιακή πόλη της μεσογείου Οι μνήμες που αντέχουν στον χρόνο. Κι ας έχεις μάθει τόσα, Κι ας έχεις σπάσει φράγματα, Του ήχου ή της σιωπής. Τέτοιες μνήμες, που θα μπερδευτούν στα πόδια σου αύριο στις μυρωδιές και στο φως μερικές φορές χάνονται και να’ρχονται πάλι πίσω ξανά για να πιάσουν από το χέρι θρύψαλα των ονείρων σου και να τα κάνουν βάρκες, πλεούμενα στα πέλαγα Σ’εκείνο το νησί πρωτόπλαστα ναυαγός που άκουγα όταν μου λεγαν για ‘κείνο το νησί ένα σημάδι. κι όσο πιο πολύ φως τόσο πιο πολύ θάλασσα όσο πιο πολύ η γη τόσο πιο πολύ κι η θάλασσα κι όσες φορές χάνονται έρχονται πάλι πίσω ξανά για να σε πιάσουν από το χέρι για να τα κάνεις βάρκες, πλεούμενα. μετά, μόνο η θάλασσα. 26.01.010

Αντικρυστός

Ένας ο δρόμος κι ασταμάτητος Εννόησεν η καρδιά μου Πίσω ή μπροστά Πως κοιτάς, Ένας ο δρόμος. Δροσερές μέρες, γεμάτες λουλούδια - πίσω ή μπροστά αν βλέπεις - μεθυσμένοι από λόγια τρελοί πιότερο με τον χορό όλοι οι σταυροί που κείτουν παράμερα σπαρμένοι σπόροι της άνοιξης λέξεις φλέβες που πάλλονται στον ουρανό πάλλονται στα μάτια με βαθιές στροφές στο χώμα και πιότερη γη για πιότερο ουρανό πιότερη θάλασσα. Μητέρα Ποίηση. 23.01.010

Εις στον ανθόκηπο

Οι έρωτες. Και πέρα από εκείνο το λουλούδι που σε γιάτρεψε, ένα στεφάνι εκεί στον κάμπο, ένα στέμμα Μια όμορφη γλυκειά κίτρινη άνοιξη Μα είναι χιόνι Η χειμώνας σαν ξεραμένο καλοκαίρι Κι η άνοιξη μυρίζει Κι η παπαρούνα φυτρώνει. Πόσο χρόνο παίρνει να φυτρώσει μια παπαρούνα. 20.01.010

Μια γυναίκα επάνω σε τακούνια

Μια γυναίκα επάνω σε τακούνια, Πρέπει να ξέρει να περπατά Όχι να παραπατάει ούτε να πετάει Να περπατά. Να προχωρά στο δρόμο Και – περπατώντας στα ψηλά τακούνια - να γυρίζει μόνο, αν είναι τα πειράγματα αστεία. Και μόνο εάν αυτά την κάνουν και χαμογελά. Κι ας μην το δείχνει. Μια γυναίκα επάνω στα τακούνια έχει κλείσει ψυχές πολλές στην αγκαλιά της κι έχει γιατρέψει. Δεν αλλάζει τη φύση της, κι είναι κι αυτή η βαθιά γνώση της ήττας. Και το μάζεμα, επάνω στα ψηλά τακούνια. Το βήμα πάντα στρωτό. Πάντα ψύχραιμο. Μια γυναίκα επάνω σε τακούνια, όρθια Με τον ίδιο συνεχόμενο ήχο των τακουνιών τοκ, τοκ…. Ένας αθόρυβος απλά ασυνείδητος Που τον θυμάσαι πολλά χρόνια μετά. Κι έτσι θα περπατάει μια γυναίκα επάνω σε τακούνια. Κάπως έτσι υφαίνει τις πληγές και τον πόνο ο χρόνος. Περπατώντας αργά, συγκεντρωμένη στον ήχο των τακουνιών συγκαλούνται λένε πνεύματα που σου μιλούν χρόνια μετά. Μια γυναίκα επάνω σε τακούνια, Μαθαίνει να περπατά Όχι να παραπατά ούτε να πετά. Να περπατά. 18.01.010

Αποτάσσομαι

Όλα τα βρήκαμε, τα σφάξαμε, τα ψήσαμε, τα τρώμε. Λαίμαργα. Σε ένα πεδίο μάχης όπου οι στρατιώτες τρελάθηκαν. Παθιασμένα ο καθένας στριφογυρίζει γύρω από τον εαυτό του την αγνή του μάχη δίνει, με τα μάτια δεμένα, μάτια κλειστά. Μυρίζει μπαρούτι και μυρίζει κι αίμα. Ένας πολεμάει ακόμη για μια μάχη παλιά, με όπλα σπαθιά, Ένας χτυπιέται που ήρθε και στήθηκε και δεν πρόλαβε ακόμη να σκοτώσει, με μάτια δεμένα. Παραζαλισμένος πέφτει κάτω στο χώμα από τη φόρα της άστοχης βολής. Ένας χτυπιέται ώρες με ένα δέντρο, και του φωνάζει και το βρίζει, του μιλά. Διασχίζοντας αυτόν τον κάμπο Σιγοψιθυρίζεις κι ακούω, «κράτα γερά, κράτα γερά». 17.01.010

Στον αφρό

Παρατηρώ τους αέρηδες Μέσα σ’έναν μικρούλη ουρανό Πως στέλνουνε χρώμα του στη θάλασσα Κι είναι γαλανό. Πως στάζει στο καμβά αισθήσεις το φως το άπλετο πως ανασαίνει ο βυθός 16.01.010

Μαζικές εξαφανίσεις

το κύμα στο λιμάνι έσκασε πήρε μαζί του κι απόκοψε από μέσα μου τ’αδέρφια μου το μανιτάρι σκάζοντας έπεσε και πήρε απόκοψε από μέσα μου αδέρφια μου και είναι και χειμώνας και κρύο πολύ και παίρνει από μέσα μου, απόκοψε τ’αδέρφια μου κάθε φορά νιώθω την ψυχή του κόσμου να μου ρουφάει αίμα από την πληγή και πιο πολύ γιατί δεν μείναμε πολλοί οι ζωντανοί ήτανε κι άλλοι ποιος τους τρώει και χάνονται; 14.01.010

Ένα δειλινό στη θάλασσα

Κάθισα και σκέφτηκα, χαϊδεύοντας την άμμο στη θάλασσα κάνοντας κύκλους, ημίκυκλους και πάλι ξανά Με λέξεις γρήγορες – που ούτε καν τις θυμάμαι αν με ρωτούσες, δες θα ‘ξερα να σου πω Καμιά φορά, είναι μια απαράμιλλη οικειότητα. Μου τα σφυρίζεις αυθόρμητα εκείνα τα λόγια που άηχα ξέφυγαν από τα χείλη μου κι εσύ άκουσες. Κι εγώ σε ακούω Τα βήματά σου Τους φόβους σου Τις απορίες σου Αφού μου μιλάς. Η μάλλον, αφού κατάλαβες ότι σ’ακούω και δεν σωπαίνεις. Κι εγώ να ξαναρχίζω να σχηματίζω κύκλους στην άμμο της θάλασσας. Και να αφήνομαι σ’αυτήν και στα μάτια σου. Μερικές αμήχανες καθαρές λέξεις να ψελλίζουν για την αύρα της θάλασσας τα δάκρυά της, έτσι ν’ακούω να σου λέω τα μυστικά του κόσμου, κι από μένα αφανέρωτα. 12.01.010

Ο Διαμαντής

«Γιατρεύτηκα» φώναζε Έτρεχε στους δρόμους, Στα σοκάκια, σαν σφαίρα Τα πόδια μερικές φορές έφταναν στην πλάτη από την κλίση της κατηφόρας Και την ταχύτητα Έπεσε πάνω στο ταχυδρόμο, Πήρε παραμάζωμα την Κα Ιουλία στο παραδώθε σκαλί, «Παναγίτσα μου» φώναζε εκείνη, σαν να είχε τρομάξει, Σε λίγο με τέτοιες δρασκελιές, θα έφτανε στη θάλασσα. Ο κυρ Μπάμπης από την άκρη του βράχου έβαλε τα χέρια του χωνί και φώναζε κάτω στους καπεταναίους, Εεε, έρχεται ο Διαμαντής, ακούτε, Έρχεται ο Διαμαντής. Είναι πρωί, είναι νησί και είναι καλοκαίρι. Και μου ‘μαθε η θάλασσα, το φως, οι πέτρες. Μια στα λιμάνια, και μια στα ταξίδια. Έρχεται ο Διαμαντής. Στην μεγάλη κατηφόρα του, αναποδογυρίζει μια καρέκλα, ένας δίσκος με νερά παραλίγο να πέσει, τώρα την βλέπει την θάλασσα, γυρισμένοι προς αυτόν κάτι μεγάλοι άντρες Τον περίμεναν; Τι ξάφνιασμα. Φρενάρει απότομα. Δεν έχει στόμα, δεν έχει μιλιά. Οι καπεταναίοι, όρθιοι, ν’ατενίζουν την θάλασσα, ν’ακουμπούν το ποτήρι τους σε δίπλα τραπέζι, να σκουπίζουν με το μπράτσ

Όμικρον

Αφαιρέθηκα μόνος και κατέληξα πάλι σε πράξεις, ακάματος, στην αγκαλιά σου, αλώβητος. Εξισώνει κανείς τον ήλιο και τον θάνατο; Τη νύχτα και τον ύπνο; Όλα σε κάποιες λέξεις, γραμμένα σε κάτι γράμματα χειρόγραφα. Κι ο ουρανός στο κεφάλι. Και πάντα το ξημέρωμα. Στην ίδια μπάντα, με τον ίδιο ρυθμό, Το ίδιο τραίνο, στον ίδιο σταθμό. Με το ίδιο χαμόγελο σε μάτια γεμάτα. Ολόκληρα ζεστά μελιά πράσινα μάτια. Κι ένα βάζο λουλούδια. Μύρισε άνοιξη και χώμα. Κάπως έτσι ανθίζουν κι οι κερασιές Κάπως έτσι τελειώνει κι ο χειμώνας στις καρδιές μας. 06.01.010

Από φως

Είχε πει πως θα ‘ρθει. Κι εγώ περίμενα Κανείς θα πίστευε πως έβλεπε το αίμα μου Να ρέει στους δρόμους Και ποιους δρόμους μου είπε, να μην περάσω, να μην φοβηθώ. Μα πως κατρακυλάνε οι πέτρες στην κατηφόρα του μεσημεριού. Έτσι κατρακυλώ κι εγώ σε σένα. Ο άνεμος με παρασέρνει. Κατρακυλώ. Ο ήλιος με ζεσταίνει. Και μυρίζω τη θάλασσα. Στου ανθρώπου την κατακλείδα, Τη μνήμη που ξεσκονίζουμε, Την ‘γιαίνει ο ήλιος, όλο φως. Κι από φως γνωρίζουμε. 05.01.010

Αγάπη δεν είναι

«Ποιος είμαι εγώ, για ναχω δική μου γνώμη, να καθορίζω τη ζωή μου και να διακηρύσσω ότι ο κόσμος είναι δικός μου» – Άκου Ανθρωπάκο Βίλχελμ Ράιχ Αγάπη δεν είναι που κλείνω τα μάτια μου, και που πλέκω τα χέρια μου στο πανωφόρι του χειμώνα να ζεσταθώ; Αγάπη δεν είναι που μαζεύομαι, κι όπως κοιτάς απόμακρα από το βάθρο σου, αγάπη δεν είναι. Που ξέχασες τη νύχτα πως την πέρασες να τουρτουρίζεις μεσ’το κρύο. Αγάπη δεν είναι, τ’ άξια τ’ουρανού, κι ο καθρέφτης της θάλασσας; Τα γράμματα που αφήνει ο ταχυδρόμος στην πόρτα μου; Στα άγρια ποτάμια και στα βαθιά τα πέλαγα, Στις κρύες νύχτες του χειμώνα, Στις κούφιες χαρές, μόνος, και στα δάκρυα, Στην άχαρη κλίση του σώματος, Στους άκομψους ήχους. Καλύτερα η σιωπή. Γιατί η αγάπη δεν είναι λέξεις. Κι εγώ άνθρωπος μονάχα. ‘Αγάπη δεν είναι που κλείνω τα μάτια μου, και που πλέκω τα χέρια μου στο πανωφόρι του χειμώνα να ζεσταθώ;’ 3.01.010