Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούνιος, 2010

σχεδίες κι όνειρα

ένα διάφανο κόκκινο καλοκαιρινό πανωφόρι και ένα ακατέργαστο ακόμη χαμόγελο, με μαύρη φόδρα, πλέει στο πέλαγο της μνήμης στάθηκε κι αφουγκράστηκε τους ήχους που έκλεψαν τις λέξεις του, κι απόθεσαν στη θέση τους έναν σωρό σιωπή. 30.06.010

Σκιές κι εφτάστιχα

Ξαπλώνουν στο νού μου, σιωπηλά οι εικόνες σου, - οι σκέψεις σου -. Ποιος να το φανταζότανε στ’αλήθεια πως νιώθω το σώμα σου. Αν σου το έλεγα, θα το αρνιόσουνα. Ακόμα κι εσύ. 23.06.010

ΠΕΤΑΕΙ, ΠΕΤΑΕΙ Ο ΓΑΙΔΑΡΟΣ; Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ

Οταν αγαπάμε και νοιαζόμαστε έναν άνθρωπο: 1.Το πιο πολύτιμο που μπορεί να μας δώσει είναι χρόνος κι αναπνοή από τη ζωή του. Σεβόμαστε τον χρόνο αυτό που μας προσφέρει και το δείχνουμε έμπρακτα με τρόπο ώστε να λάβει το μήνυμα. Αύριο μπορεί να μην υπάρχει (πια). 2.Δεν τον εκμεταλλευόμαστε ακόμη κι αν νομίζουμε πως (μας) το ζητάει. Δεν γεμίζουμε με τις αδυναμίες του. Ολοι στο ίδιο χώμα θα καταλήξουμε. Ποιος ο λόγος; 3.Οταν μας μιλάει, του μιλάμε. Οταν μας καλημερίζει, του απαντάμε: «Καλημέρα».Υπάρχει για μας, κι εμείς γι αυτόν. Ανεξέλεγκτα. Φυσικά. 4.Οταν μπαίνει σε χώρο που είμαστε ήδη, σηκωνόμαστε να τον χαιρετίσουμε.Αν είμαστε καθιστοί. Μα κι ένα χαμόγελο, κι ένα βλέμμα πολλές φορές αρκεί. Φορές τον περιμένουμε ώρες σε μια αίθουσα αναμονής, να’ρθει. 5.Μερικές φορές κάνουμε (ή δεν κάνουμε) κάτι μόνο και μόνο για να μην τον στεναχωρήσουμε. Μερικές φορές, ο πόνος του από την ηδονή μας είναι πιότερα βαθύς. Πικρός. 6.Δεν τον εμπαίζουμε. Δεν τον ταλαιπωρούμε.Με σκοπό. Δεν τον αφήνουμε να μ

Σε τιμή ευκαιρίας

Σέρνομαι στις πόρτες, Σύρθηκα στις ράγες, Γεμάτο το τραίνο, Σταθεροί, γνωστοί ρυθμοί. Ανασαίνω στα πλακόστρωτα, με πέντε κέρματα στην τσέπη, κατηφορίζω, κι η ελπίδα «Πάρτε καλέ κύριε ένα ποίημα» Σφιγμένα χείλια και σιωπή. «Καλό παιδί» τι ειρωνία και ένα χτύπημα στην πλάτη, Οι άνεργοι της ευτυχίας: «Καλό παιδί, καλό παιδί...» 20.06.010

Ανάστημα (Παραδοσιακό)

Τ΄αδέρφια μου τα σύννεφα Μου στείλανε, καλέ μου Μου στείλανε, καλέ μου, μήνυμα Να’χω ψυχή μικρή, δοσμένη λίγο, Τ’αδέρφια μου στον ουρανό, Μηνύσαν και στη θάλασσα , Πως μίλησαν σε μένα, Μάτια να μην κοιτώ, καλέ μου. Γιατί ψυχή αν έχεις δώσει, Ψυχή πίσω σου παίρνουν. Να μην κοιτώ στα μάτια, καλέ μου. Να μην κοιτώ. Ξεσήκωσαν τη θάλασσα Ξεσήκωσαν και τ’άστρα. Ξεσήκωσαν τα γιασεμιά, Ξεσήκωσαν τις πέτρες. Τ΄αδέρφια μου τα σύννεφα Μου στείλανε, καλέ μου Μου στείλανε, καλέ μου, μήνυμα Να μην πιστεύω λέξεις. Γιατί οι λέξεις λέγονται, Κι οι πέτρες εκυλούνε. Κι οι πέτρες χτίζουν σπίτια, καλέ μου, Κι οι λέξεις τα γκρεμίζουν. Κι οι πέτρες τότ’εβρόντησαν, Κείνα τα σπίτια τρίξαν. Τα σύννεφα μου μήνυσαν Λούλουδια πως μαραίνουν, Μαράθηκαν τα γιασεμιά, κι εγώ δεν είχα ψυχή άλλη να δώσω, καλέ μου. Τ’αστέρια κει που άκουαν, τις πέτρες και τις λέξεις, εκλάψανε, και βρέξανε τη θάλασσα, βρέξαν και τα λουλούδια. 17.06.010

Φεγγαράδα

Οι στάλες είναι σαν το σώμα μου, η γη μου σαν μαντεμένια τα μαλλιά μου τα μάτια μου κρυστάλλινα ανθρώπινα από τα χέρια μου η αγάπη ο εραστής μου ξεχάστηκε, - σεργιανίζει ανέμελα και ήσυχα στον πόθο. με πιάνουν τα γέλια, ρέουν ποτάμια οι αχτίδες, με θήλασαν μια νύχτα με φεγγάρι έτσι έμαθα να ταξιδεύω στον ήλιο σου έκτοτε.

Σε φέρνει ο άνεμος

Από ποιά κύματα, ποιές μικρούλες λέξεις, ποιά καμώματα των άστρων, τους ήχους, - ποιούς;- που γυρίζουν και σφυροκοπούν στον άνεμο. Ποιός άνεμος σε φέρνει. Σε μυρωδάτες νύχτες, σιωπηλές και μόνες, δροσερές, γλυκιές χτυπημένες, πληγές, φύσηξε κι έφυγαν, έφυγαν όλες. Κι οι ουλές μου, ψεγαδιασμένο μου κορμί, Κι η αγάπη, ανθρώπινη. Κι ο άνεμος, εσένα. 16.05.010

Ψίθυροι

Από όλα τα καλά του κόσμου ετούτα Πανιά στον άνεμο, Καλοκαιρινά πρωινά Την θάλασσα γεμάτη στεναγμούς και γαλήνη Τα βράχια και τον έρωτα. Κι εσύ ένας απο αυτούς επάνω στην πέτρα. Πρωινά με φως και να χρυσίζει ο ήλιος σαν να ονειρεύεσαι Κι εσύ να ζεις. Κι ο ουρανός χρώμα πρωτόγνωρο, χρώμα καινούργιο. Μέρα καινούργια. Κι απλώνεσαι στα πανιά και χάνεσαι, κι απλώνεσαι στα σεντόνια, κι είναι καλοκαίρι και φυσάει ένα αγέρι... Στην αυτοκρατορία των στιγμών μνήμης ή σύλληψης, απαλά ή μεγάλες σε ένταση σιωπηλές ανεμώνες, σιωπηλά και τα κύματα νησιά, λιμάνια, ταξίδια. Και ο ήχος σου, ανασαίνεις ξανά. Η μία μετά την άλλη, δυο, τρεις, πέντε, δέκα κι άλλες τόσες στιγμές. Οι μνήμες που έχουν λιώσει επάνω στα μάρμαρα, Και λιώνουν και στο κορμί μου επάνω, Τούτο το λουλούδι, Τούτος ο βράχος. Σήμερα, το όμορφο δειλινό, Ακούς; Κύματα. Κι αυτές οι στιγμές που γίνονται ζωή, Ζωή σου, Κι εκείνος ο άλλος κόσμος, Κόσμος σου. Και κάθε φωνή που σ’έχει τυλίξει, και κάθε σκέψη, και τυλιχτεί, μετά αφήνεται, κι αφήνε

Σταγόνες

Βλέμματα γεμάτα στο ποτήρι, εικόνα που πίνεις μέσα στο άπειρο δεν έχει αρχή και τέλος δεν έχει. Σκοτάδι μυστικό. Κι εκεί, σταγόνες φως. 14.06.010

Illusions

Is it enough? Wavering in the open sea? Without sailors, a boat of no river, an unforgettable hope, an old remembrance of a future event that was born today for people of the past. 8.06.010

Τα χρωστούμενα

Μαζεύτηκαν σε μια σειρά, όλοι τους. Ενας, ένας περνούσε και άφηνε ένα κέρμα. Το κέρμα στριφογύριζε επάνω στο τραπέζι και μετά σιωπούσε. Περνούσε ο επόμενος. Και ο επόμενος. Τα κέρματα μαζεύτηκαν, τα έβαλε ο άνθρωπος στην τσέπη. Καληνύχτισε όσους είχαν μείνει θαμώνες στο μαγαζί και γύρισε την πλάτη του προς την πόρτα. Την άνοιξε κι έφυγε. Την επόμενη μέρα, απόγεμα θα ήταν πάλι, πήγε και κάθισε στο τραπέζι κοντά στην πόρτα, από την άλλη μεριά της σόμπας. Πάλι ένας ένας άρχισαν κάποιοι να σηκώνονται, και χωρίς μιλιά, άφηναν πάλι ένα κέρμα στη γωνία του τραπεζίου διαγώνια του. Οταν η σειρά σταμάτησε, έβαλε πάλι τα κέρματα στην τσέπη του παντελονιού του και έκλεισε την πόρτα πίσω του τελευταίος, αμίλητος. Δεν ξαναπήγε την επόμενη, ούτε την μεθεπόμενη μέρα. Κι όσοι δεν τον είδαν, χάρηκαν γιατί τους καθότανε βαριά τα χρωστούμενα, και προτιμούσαν να μην τον βλέπουν. 1.06.010