Που πήγαν τα καράβια κι άφησαν τα λιμάνια τα στερνά; Οι φωνές που ρίχνουνε πέτρες στους φράχτες; Που ξεριζώνουν τα βάτα στους αιώνες των εύφορων κάμπων; Στο χέρι ένα κομποσχοίνι ξανθό, Γεμάτα τα δάκτυλα με στάχυα. Χαρίζεται για παρηγοριά, κάθε που λαβώνεται ο ουρανός και στάζει, κόκκινη βροχή. Φυλλομετρώντας τα διαμάντια των καιρών, Πιο πέρα από την άβυσσο, απ’τον καημό, Πιο πέρα από τις φωνές των τεράτων που πνίγουν τον ήλιο, και τη κακόφωνη φασαρία τους, μεγαλώνει η ευθύνη του ρακοσυλλέκτη. Λιγοστές μαδημένες μαργαρίτες στέκουν όρθιες, κάστρα λαβωμένα, Λίγες παπαρούνες. Σ’αραξοβόλι άδειο κι απέραντο, μόνο, Με κρεμασμένες στον τοίχο σφεντόνες, Να τραγουδούν με τη σιωπή το ναι, το όχι. Μια σπίθα ήλιου που φέραν κάποια πουλιά να πέσει να τις δροσίσει κυνηγά τα τέρατα. Καμία ανάγνωση των οριζόντων, καμιά λαχτάρα άλλη Μόνο μεθύσι κι ατόφια παραζάλη, Μ’επισφαλή επιτόκια δίδουνε δάνειο ζωής, Τρέμουν τα τριφύλλια στον κάμπο, δακρύζουν. Τρίζουν τα κόκκαλα τω...
Ο ποιητής χρεώθηκε να τραγουδάει