Σε σκιερό μέρος
Τη στιγμή που έλαμπε μια μελαγχολία κι ένας ήλιος έδυε
Ελεγε
Προς τα που να πάω
Δεν ήξερε τον δρόμο
Κι όμως συνέχιζε να περπατάει.
Δεν είχε προορισμό κανένα,
Εσκυβε κάποιες στιγμές και πετούσε τις πέτρες που τον ενοχλούσαν στο πέρασμά του.
Απόφευγε όσο μπορούσε τις λακούβες.
Σχεδόν το διασκέδαζε.
Λοξοδρόμησε μέσα στο δάσος γιατί του φάνηκε ο λόφος να κλείνει στη θάλασσα.
‘Εβγαλε δυο αναστεναγμούς.
Σκόνταψε σε ένα κομμάτι ξύλο.
Γύρισε, το κοίταξε και του άρεσε η αίσθηση στην παλάμη,
το γυμνό κομμάτι ξύλου είχε φτιαχτεί για το χέρι του.
Κι έμεινε εκεί μέρες, στα χέρια του, στο βάδισμα, στο απόβραδο
στην εξέλιξη μιας πνοής ή στην πλοκή μιας απίθανης υπόθεσης,
όπως και να’ναι,
στη συνέχεια της ιστορίας ανακαλύπτουμε το κομμάτι ξύλου να έχει βρει μια βολικότατη θέση ανάμεσα σε μια πόρτα και στο κούφωμα, για να αφήνει το δροσερό αεράκι να βολτάρει ανέμελα τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού.Και δεν χρειάστηκε ούτε να κλείσει τη πόρτα, κι ούτε να ψάξει πολύ να το βρει, γιατί το είχε ήδη στα χέρια του
τόσες μέρες.
‘Ετσι όταν ο έρωτας πέρασε μπροστά απ’το σπίτι, τον είδε απ΄την χαραμάδα.
Κι ακόμη αναρωτιέται πως τελικά
ήταν τυχαίο;
ή αν απλά συνέθετε τα (χαμένα) κομμάτια του δρόμου του.
4.-5.07.010
Τη στιγμή που έλαμπε μια μελαγχολία κι ένας ήλιος έδυε
Ελεγε
Προς τα που να πάω
Δεν ήξερε τον δρόμο
Κι όμως συνέχιζε να περπατάει.
Δεν είχε προορισμό κανένα,
Εσκυβε κάποιες στιγμές και πετούσε τις πέτρες που τον ενοχλούσαν στο πέρασμά του.
Απόφευγε όσο μπορούσε τις λακούβες.
Σχεδόν το διασκέδαζε.
Λοξοδρόμησε μέσα στο δάσος γιατί του φάνηκε ο λόφος να κλείνει στη θάλασσα.
‘Εβγαλε δυο αναστεναγμούς.
Σκόνταψε σε ένα κομμάτι ξύλο.
Γύρισε, το κοίταξε και του άρεσε η αίσθηση στην παλάμη,
το γυμνό κομμάτι ξύλου είχε φτιαχτεί για το χέρι του.
Κι έμεινε εκεί μέρες, στα χέρια του, στο βάδισμα, στο απόβραδο
στην εξέλιξη μιας πνοής ή στην πλοκή μιας απίθανης υπόθεσης,
όπως και να’ναι,
στη συνέχεια της ιστορίας ανακαλύπτουμε το κομμάτι ξύλου να έχει βρει μια βολικότατη θέση ανάμεσα σε μια πόρτα και στο κούφωμα, για να αφήνει το δροσερό αεράκι να βολτάρει ανέμελα τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού.Και δεν χρειάστηκε ούτε να κλείσει τη πόρτα, κι ούτε να ψάξει πολύ να το βρει, γιατί το είχε ήδη στα χέρια του
τόσες μέρες.
‘Ετσι όταν ο έρωτας πέρασε μπροστά απ’το σπίτι, τον είδε απ΄την χαραμάδα.
Κι ακόμη αναρωτιέται πως τελικά
ήταν τυχαίο;
ή αν απλά συνέθετε τα (χαμένα) κομμάτια του δρόμου του.
4.-5.07.010
Σχόλια