Κολλημένη στο σασί του μπροστινού αυτοκινήτου,
Ζαλίζομαι, το στομάχι μου σφίγγεται, μπορεί να έφυγες,
Μπορεί να είσαι ακόμη εκεί, άκουσα τον Αγγελο που έλεγε
Για τα φτερά, εσύ πέρασες κι εγώ σταμάτησα να τα μαζέψω
Αγγίζεις τη σκέψη μου, και το σώμα αντιδράει, όλόκληρες σταγόνες
κρύου ιδρώτα με λούζουν, το φανάρι γίνεται πράσινο, προχωράω,
σαν να μην υπάρχουν οι πλανόδιοι, θα τους χτυπήσω, η ζάλη μου,
ο ιδρώτας να καίει, πίσω από την πυρκαγιά εσύ, στο πεζοδρόμιο, στη γωνία,
στο ποτήρι, θα πέσω, το τέλος, Ζαλίζομαι, κάνει άσχημη ζέστη κι υγρασία, στρίβω,
τα μάτια σου, οι τοίχοι χορεύουν ή εγώ, η εικόνα περνάει πάλι από το μυαλό μου,
τα βήματα στο πεζοδρόμιο, Ζαλίζομαι, δεν θυμάμαι, σου είπα κάτι τέτοιο, αφηρημένες
έννοιες, όχι, όχι, δεν ήταν, η καρδιά μου, Ζαλίζομαι, παγιδεύτηκα, αρρωσταίνω, το στομάχι
μου σφίγγεται, κολλημένη στο σασί, γίνετε πορεία , σε ψάχνω,
μνήμες ήταν και στιγμές καραδοκούν στο δρόμο να μ’αρπάξουν, κι εγώ κρύβομαι,
Ησυχία, έχω κολλήσει το δέκτη μου στα τελευταία νέα, κάποιοι μαλλώνουν, με ζαλίζουν,
αλλάζω σταθμό, εκείνος επιμένει να ‘ρχεται ξανά, βγάζω φλας,
σκοπεύω το απέναντι διάζωμα, Στρίβω το τιμόνι πάλι,
Ησυχία, αργά περπατήματα, βήματα, πάλι φανάρι,
Το στομάχι έκανε τους κόμπους του θηλιές και με πνίγουν στο λαιμό, Τι να σου πω,
Ζαλίζομαι.Αρρωσταίνω.
Φοβάμαι. Το πλήθος των ανθρώπων μ’αρρωσταίνει,
Οχι τα μάτια σου, τα παλιά σου μάτια, Τα μάτια σου τώρα μ’ανατριχιάζουν, θέλω να βγω,
Μέχρι ν’αντέξω πάλι από, η ζαλάδα, δεν αντέχω, πρέπει να σταματήσω, Να ξεχάσω
τα παλιά σου μάτια, δεν υπήρξαν ποτέ, δεν ήταν αλήθεια,,
Από το στήθος και το στομάχι ανακοινώνονται παρεμβολές, σωματικές,
Ο δέκτης επιστρέφει πάλι, κι ακούω κάποιους να μαλλώνουν ξανά, δεν το αντέχω,
‘Ολα έχουν θολώσει.Παίρνω φωτιά,
παίρνω φωτιά και σβήνομαι αυτόφωτα στη νύχτα.
Αποκάλυψη,
Φωτίζω σε ουρανέ, αυτή τη νύχτα.
Βρυξέλλες - Αθήνα
14.10.2010
Ζαλίζομαι, το στομάχι μου σφίγγεται, μπορεί να έφυγες,
Μπορεί να είσαι ακόμη εκεί, άκουσα τον Αγγελο που έλεγε
Για τα φτερά, εσύ πέρασες κι εγώ σταμάτησα να τα μαζέψω
Αγγίζεις τη σκέψη μου, και το σώμα αντιδράει, όλόκληρες σταγόνες
κρύου ιδρώτα με λούζουν, το φανάρι γίνεται πράσινο, προχωράω,
σαν να μην υπάρχουν οι πλανόδιοι, θα τους χτυπήσω, η ζάλη μου,
ο ιδρώτας να καίει, πίσω από την πυρκαγιά εσύ, στο πεζοδρόμιο, στη γωνία,
στο ποτήρι, θα πέσω, το τέλος, Ζαλίζομαι, κάνει άσχημη ζέστη κι υγρασία, στρίβω,
τα μάτια σου, οι τοίχοι χορεύουν ή εγώ, η εικόνα περνάει πάλι από το μυαλό μου,
τα βήματα στο πεζοδρόμιο, Ζαλίζομαι, δεν θυμάμαι, σου είπα κάτι τέτοιο, αφηρημένες
έννοιες, όχι, όχι, δεν ήταν, η καρδιά μου, Ζαλίζομαι, παγιδεύτηκα, αρρωσταίνω, το στομάχι
μου σφίγγεται, κολλημένη στο σασί, γίνετε πορεία , σε ψάχνω,
μνήμες ήταν και στιγμές καραδοκούν στο δρόμο να μ’αρπάξουν, κι εγώ κρύβομαι,
Ησυχία, έχω κολλήσει το δέκτη μου στα τελευταία νέα, κάποιοι μαλλώνουν, με ζαλίζουν,
αλλάζω σταθμό, εκείνος επιμένει να ‘ρχεται ξανά, βγάζω φλας,
σκοπεύω το απέναντι διάζωμα, Στρίβω το τιμόνι πάλι,
Ησυχία, αργά περπατήματα, βήματα, πάλι φανάρι,
Το στομάχι έκανε τους κόμπους του θηλιές και με πνίγουν στο λαιμό, Τι να σου πω,
Ζαλίζομαι.Αρρωσταίνω.
Φοβάμαι. Το πλήθος των ανθρώπων μ’αρρωσταίνει,
Οχι τα μάτια σου, τα παλιά σου μάτια, Τα μάτια σου τώρα μ’ανατριχιάζουν, θέλω να βγω,
Μέχρι ν’αντέξω πάλι από, η ζαλάδα, δεν αντέχω, πρέπει να σταματήσω, Να ξεχάσω
τα παλιά σου μάτια, δεν υπήρξαν ποτέ, δεν ήταν αλήθεια,,
Από το στήθος και το στομάχι ανακοινώνονται παρεμβολές, σωματικές,
Ο δέκτης επιστρέφει πάλι, κι ακούω κάποιους να μαλλώνουν ξανά, δεν το αντέχω,
‘Ολα έχουν θολώσει.Παίρνω φωτιά,
παίρνω φωτιά και σβήνομαι αυτόφωτα στη νύχτα.
Αποκάλυψη,
Φωτίζω σε ουρανέ, αυτή τη νύχτα.
Βρυξέλλες - Αθήνα
14.10.2010
Σχόλια