Μπαίνεις από κάθε
πόρτα
τρία βήματα
μπροστά
ένα βήμα πίσω :
« Στη θάλασσα δεν έχει σημασία
αν τα έχεις αν
είσαι φτωχός
οι επιθυμίες δεν
πωλούνται
δεν ενοικιάζονται
απλά διατίθενται.
Η σκέψη σου
παφλάζεται
στα γαλανά νερά
της
τις ταξιδεύει και
κατευθύνονται. »
Πρόσκληση ο τόπος
εγώ μονάχα αθώα
φτάνω.
Η γλώσσα γίνετε
ξίφος
και απευθύνεται. Η
πανάγια αρετή
στα πόδια σου. Ένα
βήμα, δύο.
Ο χρόνος
θυσιάζεται σε διακοπές διαρκείας
διαστέλλεται.
Πέθανες ή γεννήθηκα πάλι νέος.
Στα πόδια σου
κύματα μηνύματα σκάνε.
Ωραίος. Αλλιώς.
Χείλια και
δάκτυλα λειτουργούν
υπό τους ήχους
των.
Ακουμπάνε το σώμα
σου.
Χαμηλά.
Πρόκληση ο
υπόγειος, ένα ποδήλατο,
αεροπλάνο, τα
ταξί στον σταθμό,
« Θάλαττα Θάλαττα » . Ξεχειλίζω.
Με πλημμυρίζουνε
τα βότσαλα
ο ήχος τους∙ των
ταπεινών και των αθώων.
Στην
πραγματικότητα
δεν είναι
απροσπέλαστες αμμουδιές,
είναι συχνά επιθυμίες.
Τότε που η στιγμή
κατακλύζει με ρεύμα
τη διάρκεια που ξεψυχά.
Εσύ η αποκάλυψη
το θέμα το όραμα
ο οδηγός εσύ εγώ
ο χάρτης.
Ω μεγάλη ανατολή
που προσπερνώ
τους γαλαξίες των
στιγμών βαρκάρης.
Κι όλα αυτά
δωρεάν.
Θα τα ‘ναι λέει
αυτή η πιο μεγάλη επανάσταση.
Στην πλώρη.
Λιμάνι. Ένα βήμα
εμπρός, κι ένα πίσω.
Κύριε, βρήκα στις
ρωγμές της μικρότητάς μου
ένα άνθος. Η
θάλασσα κρύβει τις ντροπές της,
δεν κρύβεσαι∙
ανασαίνεις.
Οι σκέψεις μου αδιάκοπα
βομβαρδίζουν το σώμα σου.
Βγαίνω ταξιδεμό,
στο πολύτιμο αθώα κατοικώ.
Γέρνει κάθε τόσο
στον αφρό αγνό το ηλιοβασίλεμα.
Χαϊδεύεται στη γλώσσα,
οι λέξεις σκέψεις
παιχνιδίσματα
Κύματα, βάθος,
πάθος, κι ορίζοντας.
Κούνα τα μάτια
σου τρεις
Αν συμφωνείς,
Κι εγώ θα
περιμένω καπετάνιος
θα διασχίσω
πόλεις θα φτάσω ξημέρωμα.
Κύριε, ψάχνω την
ταπεινότητα
στην πιο μεγάλη
μου γύμνια,
εκεί κατοικώ.
Σχόλια