Καὶ δὲν ὑπάρχει θάλασσα δὲν ὑπάρχει χώρα
Ὅπου τὰ μάτια σου δὲ μιλοῦν
Ὅπου τὰ μάτια σου δὲ μιλοῦν
γιώργος σαραντάρης
Μάτωσε το δάκτυλό
μου.
Εσύ. Μάτωσε μια
και άνθισε.
Μάτωσε ένα βράδυ
και η προσμονή, και
το φιλί
λουλούδι εσύ, κλειδί, ο
μόνος δρόμος,
στο
χείλος του γκρεμού
εσύ η φυλακή,
χρυσό κλειδί στεφανωμένο.
Εσύ, καρδιά μου
ολόκληρη,
Παρθένα μου ψυχή
και νους
και σώμα ηλιοκαμένο
μες στην αλμύρα
παραδομένο.
Των ψηλών
θαλασσών η μητέρα
και της πόρτας η κόρη,
εσύ,
ρόδο μου
αμάραντο,
Παρθένα κόρη.
Συνάντησα ένα
βράδυ τον Ορφέα,
κι υπόσχεση μου
έδωσε
πως στο κορμί σου
επάνω θε ν΄ανθίσω
πώς στο φιλί σου τον
κόσμο όλο ανήμπορος
θα κλείσω σε κλουβί.
Ορθάνοιχτη πανάγια
μυρωδιά
τα μάτια σου σαν ακουμπάς
δαφνοστεφανομένη,
Τις νύχτες
ξαγρυπνάς
στο προσκεφάλι
μου
κι ανθίζω.
Τραγούδησε κείνος
κι άνθισε
χίλια και άλλα
τόσα
σάρκα και πέταλα
άνθη και κρίνα,
και χαμηλά
μακρόσυρτα,
Τα ’παιξε με τη
λύρα του
κι έτρεξε αίμα πολύ
στους δρόμους
εκείνη τη μέρα.
Σχόλια