Μια παλάμη ανοιχτή, Κι ένα πλατύ χαμόγελο Μια πρόσκληση. Δες εδώ πιο κάτω, τι όμορφα φαίνεται η πλατεία Τα φώτα και στο βάθος η θάλασσα Σαν να καθόμαστε στη νύχτα με χιλιάδες ψυχές στην πλάτη μας Στους προμαχώνες της μνήμης. Πόσο πολύ και πόσο λίγο, ο χρόνος είναι ατελεύτητος δεν μπορείς να πεις. Τα σκαλοπάτια πέτρινα με λευκές ασβεστωμένες περιχαράξεις, Καλοκαίρι θαυμάτων, κι ένα ελαφρύ αγέρι του. Έλα και κάτσε δίπλα μου, να σου δείξω, μοσχοβολά το γιασεμί, Βλέπεις; Στο τέλος του δρόμου, πέρα από τα σπίτια. Δες. Εκεί που τα φώτα διαγράφουν ένα σχεδόν, μισό κύκλο, εκεί, είναι η θάλασσα. Κι εκεί ένα καράβι, πιο πέρα με εκείνα τα φώτα που χάνονται, κι απομακρύνονται. Αύριο το πρωί όμως, άκου, να βάλουμε γκαζάκι. Να κάνουμε καφέ. Να βγάλεις τα κουλουράκια, εκείνα με το αμύγδαλο. Να κάθομαι στην πολυθρόνα, κι ας τρίζει. Το αεράκι να με χαϊδεύει από το παράθυρο και να σε βάζω να κάθεσαι στην άκρια να μην κρυώνεις. Να μουδιάζει έτσι το σώμα μου, από τις λάμψεις του φεγγαριού που έχουν καθίσε...
Ο ποιητής χρεώθηκε να τραγουδάει