Ανταρσία
Στα πειθαρχημένα κορμιά που νηστεύουν τη νύχτα μου.
Η βροχή ήρθε απροσκάλεστη εκείνον τον χειμώνα, θαρρώ.
Δεν ξέρω αν ήταν Μάης. Χειμώνας πάντως.
Άγγιζαν κάποιοι τα σταφύλια για να ημερέψουν το φθινόπωρο
μα, μας πλήγωσε στην άκρη των δακτύλων μας κι έτσι αποκάμαμε.
Κουρνιάσαμε μέσα στις ζεστές πλάκες του χειμώνα.
Χειμώνας ήτανε λοιπόν.
Σαν που τότε αδιάκοπα, να διαπερνάς από τα μάτια στη ψυχή και πάλι πίσω,
και να ορίζεις κοχύλια, αδυναμίες και ανυπότακτους όρθρους.
Απ’άκρη σ’άκρη.
Και σαν κλαις τα δάκρυα να μην καίνε.
Είναι από ασήμι, σαν κατευνασμένα από τη νύχτα.
Κι εκείνη – η νύχτα – να στριφογυρίζει στο μυαλό σου σαν οπτασία.
Πέρασε και ακούμπησε. Και χαμογέλασε.
«Από πού παν για τον παράδεισο;» ρώτησε.
Μας σώσανε τον ουρανό κι αυτό μας φτάνει.
Απλά βρέχει τώρα. Είναι χειμώνας.
05.09.09
Στα πειθαρχημένα κορμιά που νηστεύουν τη νύχτα μου.
Η βροχή ήρθε απροσκάλεστη εκείνον τον χειμώνα, θαρρώ.
Δεν ξέρω αν ήταν Μάης. Χειμώνας πάντως.
Άγγιζαν κάποιοι τα σταφύλια για να ημερέψουν το φθινόπωρο
μα, μας πλήγωσε στην άκρη των δακτύλων μας κι έτσι αποκάμαμε.
Κουρνιάσαμε μέσα στις ζεστές πλάκες του χειμώνα.
Χειμώνας ήτανε λοιπόν.
Σαν που τότε αδιάκοπα, να διαπερνάς από τα μάτια στη ψυχή και πάλι πίσω,
και να ορίζεις κοχύλια, αδυναμίες και ανυπότακτους όρθρους.
Απ’άκρη σ’άκρη.
Και σαν κλαις τα δάκρυα να μην καίνε.
Είναι από ασήμι, σαν κατευνασμένα από τη νύχτα.
Κι εκείνη – η νύχτα – να στριφογυρίζει στο μυαλό σου σαν οπτασία.
Πέρασε και ακούμπησε. Και χαμογέλασε.
«Από πού παν για τον παράδεισο;» ρώτησε.
Μας σώσανε τον ουρανό κι αυτό μας φτάνει.
Απλά βρέχει τώρα. Είναι χειμώνας.
05.09.09
Σχόλια