Είναι μια γλώσσα
που έμεινε στη φωνή μου δαγκωμένη
χρόνια και χρόνια
και γούρνιαζε στην αγκαλιά μου κάποιες νύχτες
και άκουγα κι εγώ
σαν θύμηση μου έμοιαζε αρχαία, μακρινή
λέξεις και πέρατα
ήχους στο βάθος
μια γλώσσα γνώριμη
πεταλωμένη με τις μυρωδιές του πεύκου
και την αλμύρα της θάλασσας
Κάποιες ψυχές συνάντησα στο δρόμο
Κάποιες καρδιές
Που ψάχνανε να φτάσουν στην αρχαία Ολυμπία
Με δάφνες και στέφανα
Και λίγο θυμάρι από τα πέρα βουνά
πώς να’ναι, πότε έγινε
που είχαν κρυφτεί και πως με βρήκανε,
πως με νανούριζαν, και σε ποιον ύπνο
πως και μου μίλησαν
γιατί,
δεν ξέρω ακόμα.
Κι άρχισα πάλι να την μιλώ
τυχαία
τ’αυτιά μου αναγνώρισαν
και η καρδιά μου κατάλαβε.
Μπορεί να έψαχνα.
Αλλά στ’αλήθεια τίποτε δεν μπορεί να βρει κανείς,
εάν δεν το’χει ήδη ταξιδέψει
γιατρέψει, ομολογήσει,
μάρτυρας των καρπών.
Με τα χρώματα και με τις εικόνες
τις μυρωδιές και τις διετελέσεις στωικών χορών
και με τους ήχους του αέρα και των πουλιών πάνω από τη θάλασσα
ένα παιδί που ζει πλάι στο κύμα
κι οι φίλοι μου;
προσανατολισμοί στην πορεία.
άλλοι απ’τη θάλασσα την καλή,
άλλοι από τα βουνά τα ωραία,
τα όμορφα δέντρα μιας γης
και τα χώματα
Βράζοντας τα πέλματα ανάμεσα στα χώματα
θέλγουν τους ανθρώπους οι μνήμες
που αβασάνιστα
χάρισαν γνώση τόση.
Να παλεύεις να της ξεφύγεις είναι αδύνατο.
Αυτή η γλώσσα γίνεται λέξεις.
Μάλλον καλύτερα,
οι λέξεις πλάθονται ξανά σαν γλώσσα.
Ξανανταμώνουνε σε ένα όμορφο δειλινό απόγευμα στην παραλία.
Κι όταν σμίγουνε:
«Μείνε λίγο πίσω, περίμενέ με να’ρθω,
κάνε το βήμα σου τάχα αργό
να σε προφτάσω,
να προχωρήσουμε παρέα, ψιλή κουβέντα.
Κι έτσι να ξέρω πως αν υπάρχεις
δεν θα χρειάζεται πια να κρυφτώ ποτέ ξανά.»
21.01.010
που έμεινε στη φωνή μου δαγκωμένη
χρόνια και χρόνια
και γούρνιαζε στην αγκαλιά μου κάποιες νύχτες
και άκουγα κι εγώ
σαν θύμηση μου έμοιαζε αρχαία, μακρινή
λέξεις και πέρατα
ήχους στο βάθος
μια γλώσσα γνώριμη
πεταλωμένη με τις μυρωδιές του πεύκου
και την αλμύρα της θάλασσας
Κάποιες ψυχές συνάντησα στο δρόμο
Κάποιες καρδιές
Που ψάχνανε να φτάσουν στην αρχαία Ολυμπία
Με δάφνες και στέφανα
Και λίγο θυμάρι από τα πέρα βουνά
πώς να’ναι, πότε έγινε
που είχαν κρυφτεί και πως με βρήκανε,
πως με νανούριζαν, και σε ποιον ύπνο
πως και μου μίλησαν
γιατί,
δεν ξέρω ακόμα.
Κι άρχισα πάλι να την μιλώ
τυχαία
τ’αυτιά μου αναγνώρισαν
και η καρδιά μου κατάλαβε.
Μπορεί να έψαχνα.
Αλλά στ’αλήθεια τίποτε δεν μπορεί να βρει κανείς,
εάν δεν το’χει ήδη ταξιδέψει
γιατρέψει, ομολογήσει,
μάρτυρας των καρπών.
Με τα χρώματα και με τις εικόνες
τις μυρωδιές και τις διετελέσεις στωικών χορών
και με τους ήχους του αέρα και των πουλιών πάνω από τη θάλασσα
ένα παιδί που ζει πλάι στο κύμα
κι οι φίλοι μου;
προσανατολισμοί στην πορεία.
άλλοι απ’τη θάλασσα την καλή,
άλλοι από τα βουνά τα ωραία,
τα όμορφα δέντρα μιας γης
και τα χώματα
Βράζοντας τα πέλματα ανάμεσα στα χώματα
θέλγουν τους ανθρώπους οι μνήμες
που αβασάνιστα
χάρισαν γνώση τόση.
Να παλεύεις να της ξεφύγεις είναι αδύνατο.
Αυτή η γλώσσα γίνεται λέξεις.
Μάλλον καλύτερα,
οι λέξεις πλάθονται ξανά σαν γλώσσα.
Ξανανταμώνουνε σε ένα όμορφο δειλινό απόγευμα στην παραλία.
Κι όταν σμίγουνε:
«Μείνε λίγο πίσω, περίμενέ με να’ρθω,
κάνε το βήμα σου τάχα αργό
να σε προφτάσω,
να προχωρήσουμε παρέα, ψιλή κουβέντα.
Κι έτσι να ξέρω πως αν υπάρχεις
δεν θα χρειάζεται πια να κρυφτώ ποτέ ξανά.»
21.01.010
Σχόλια