Πόσο λυπάμαι για τα λόγια που δεν κύλισαν στον μαξιλάρι της χαράς
ψύχρα που πέρασε σαν αγκάθι ενώ το φεγγάρι έλουζε τις πληγές
άνοιξη ήταν και τι να ένιωθε ο ταξιδεμένος
περιδιαβαίνει το ωραίο με μια κλίμακα συναισθημάτων
για όσα δεν κατάφερε ποτέ να πει σε λέξεις ή να κανει τραγούδι
Οι μέρες εκείνες του ήλιου που με χώρισαν από το φως της νύχτας
κατρακυλούνε τώρα σαν ένα αποτέλεσμα μνήμης επάνω στις πέτρες
Η μέρα που αρχίζει και το φεγγάρι που κρύφτηκε πίσω από σωρούς θαλασσινών φυτών
κι ανατέλλει μονάχο στο έλεος μιας ευγνωμοσύνης
που δεν άκουσα κι ούτε που ειπώθηκε ποτέ
εκείνη η λέξη,
που όσο και να την καλημερίζεις
δεν καταδέχεται ταξίδι χωρίς να έχεις ήδη πάρει το εισιτήριο επιστροφής
Αδιάκοπα ένας καινούργιος σταθμός που τόσο μοιάζει μ’εκείνον του πριν
ώρες υπομονής μεγάλες
χωρί δίχτυ και παραγάδι
σαν να’χε ξεχαστεί ο ψαράς πάνω απ’τη θάλασσα
ν’ακούει μόνος τον ήχο των κυμάτων ήσυχα το απόβραδο
όπως ακούει κανείς τον ήχο των πουλιών την άνοιξη
κι ονειρεύεται λαικές συμφωνίες χρωμάτων
στο πύρηνο μαγκάλι της κίνησης
της ζωής που εξατμίζεται και των στρατηγικών κινήσεων της φύσης
με τον χορό να προδιαθέτει τα επεισόδια που πρόκειται να έρθουν
τραγωδία αισθήσεων
νεωτεριστικών αγκυλώσεων
ο ήχος του τρένου επάνω απ’τη θάλασσα
με ερωτήσεις χωρίς απάντηση
σε αποδέκτες χωρίς φωνή
μια μουσική χωρίς νότες
με τη νύχτα πάντα αφανέρωτη
σ’ένα ατέλειωτο κρυφτό
παιχνίδι με κανόνες ακανόνιστους
αδιαπέραστες άφωνες ματιές
-δεν σε είδα που πέρασες και δε σε άκουσα που μίλησες-
ψυχική οριοθέτηση με τσίγκινη περίφραξη
ένα περβόλι έρημο
έρημη κι η χαρά που δεν έφτασε στο στόμα
που δεν έγινε λέξη
που δεν αγκάλιασε τη νύχτα
κι αποκαλύφθηκε χρόνια μετά μέσα σε έναν παρατημένο σπίτι
κρεμασμένη πίσω από την πόρτα
σαν να μην είχε φύγει ποτέ.
ψύχρα που πέρασε σαν αγκάθι ενώ το φεγγάρι έλουζε τις πληγές
άνοιξη ήταν και τι να ένιωθε ο ταξιδεμένος
περιδιαβαίνει το ωραίο με μια κλίμακα συναισθημάτων
για όσα δεν κατάφερε ποτέ να πει σε λέξεις ή να κανει τραγούδι
Οι μέρες εκείνες του ήλιου που με χώρισαν από το φως της νύχτας
κατρακυλούνε τώρα σαν ένα αποτέλεσμα μνήμης επάνω στις πέτρες
Η μέρα που αρχίζει και το φεγγάρι που κρύφτηκε πίσω από σωρούς θαλασσινών φυτών
κι ανατέλλει μονάχο στο έλεος μιας ευγνωμοσύνης
που δεν άκουσα κι ούτε που ειπώθηκε ποτέ
εκείνη η λέξη,
που όσο και να την καλημερίζεις
δεν καταδέχεται ταξίδι χωρίς να έχεις ήδη πάρει το εισιτήριο επιστροφής
Αδιάκοπα ένας καινούργιος σταθμός που τόσο μοιάζει μ’εκείνον του πριν
ώρες υπομονής μεγάλες
χωρί δίχτυ και παραγάδι
σαν να’χε ξεχαστεί ο ψαράς πάνω απ’τη θάλασσα
ν’ακούει μόνος τον ήχο των κυμάτων ήσυχα το απόβραδο
όπως ακούει κανείς τον ήχο των πουλιών την άνοιξη
κι ονειρεύεται λαικές συμφωνίες χρωμάτων
στο πύρηνο μαγκάλι της κίνησης
της ζωής που εξατμίζεται και των στρατηγικών κινήσεων της φύσης
με τον χορό να προδιαθέτει τα επεισόδια που πρόκειται να έρθουν
τραγωδία αισθήσεων
νεωτεριστικών αγκυλώσεων
ο ήχος του τρένου επάνω απ’τη θάλασσα
με ερωτήσεις χωρίς απάντηση
σε αποδέκτες χωρίς φωνή
μια μουσική χωρίς νότες
με τη νύχτα πάντα αφανέρωτη
σ’ένα ατέλειωτο κρυφτό
παιχνίδι με κανόνες ακανόνιστους
αδιαπέραστες άφωνες ματιές
-δεν σε είδα που πέρασες και δε σε άκουσα που μίλησες-
ψυχική οριοθέτηση με τσίγκινη περίφραξη
ένα περβόλι έρημο
έρημη κι η χαρά που δεν έφτασε στο στόμα
που δεν έγινε λέξη
που δεν αγκάλιασε τη νύχτα
κι αποκαλύφθηκε χρόνια μετά μέσα σε έναν παρατημένο σπίτι
κρεμασμένη πίσω από την πόρτα
σαν να μην είχε φύγει ποτέ.
Σχόλια