Σαν ύστερη γραφή,
στα χέρια σου θα βάλω,
ένα πινέλο-λέξεις , .
Να ζωγραφίσεις στο σώμα μου,
-όπως πάντα -
ένα λαμπερό αστέρι.
Χρωματίζεις αρχίζοντας με μαύρο ουρανό τον πόνο σου,
- βρίθει το κόκκινο ,
κι ο πόθος.Επάνω σκούρο χρώμα.Νύχτα.
«Λείπω κι ο αέρας σε μαστιγώνει» λες «το νιώθω».
Τρεις φορές μετά περνάς την ανάσα σου επάνω στον καμβά.
Τρεις φορές ξεφυσάς, τρεις φορές σκοτώνεις,
Τρεις φορές, ξανά, χαιδεύεις τη γη.Νύχτα κι εκεί.
Κοιτάς το έργο,
στο σώμα σου ζωγραφίζω σκέφτεσαι.
«-‘Ομορφη..;!!!»
Σου ξεφεύγει. Σταματάς να μιλάς.
Σιωπή.Γελάς, άλλωστε είναι πειράγματα.
Μετά πετάς, γράφεις,
Εξομολογήσου, οι ΕΙΚΟΝΕΣ είναι ΠΑΝΤΑ ΠΑΡΟΥΣΕΣ,
Το έργο βυθίζεται μέσα σου,
η ορμή του φανερώνει φωνήεντα,
Βλέπεις;
Βαθιές της ελπίδας μετά οι πινελιές,
Πιείτε στον έρωτα,στη ζωή,
η μάχη της για ν’ανασάνει, βαθύ πράσινο,
Καίγεσαι στον μαύρο ουρανό.
Το σώμα στέκει θολό στη σχισμή των οριζόντων.
Θέλεις να ξεχάσεις οτι υπάρχει.Οι χαραμάδες στα μάτια μου.
Να τις ξεχάσεις (;).
Γραμμές απόλυτες, κι αργές χρωμάτων σκέψεις.
Τέτοια λύπη κι όπλισε το χέρι μου δες, με λάδι.
«Στέκομαι εμπρός σου.» λες,
ένας τυφλός που άσκησε την επιθυμία του βουβά μπροστά σου.
«Πώς να σε ξεχάσω.»
Το σώμα από θολό αρχίζει να παίρνει μορφή,
Το έργο θα λέγεται «νανούρισμα»,
Eσύ τo τραγουδάς,
Κι ευθύς το σώμα στο καμβά χαλαρώνει στα χέρια σου,
Κι ερωτεύεσαι,
Εκείνες οι χαραμάδες στα ματια σου; Τι περίεργο..
Εφτά κανάτια και λίγο χάδι στην ψυχή.
Δεν είναι δουλειά σου να το ορίσεις λες,
Κι επιστρέφεις στο έργο, ολόκληρο, με τους ορίζοντες και τα πανιά είναι ένα καράβι και πάει. Περνάει γέφυρες, περνάει δρόμους, στενούς, δύσκολους, χαμηλά τα γόνατα, αγιους καλεστές και τη θάλασσα.
Για να’ρθει, τι ωραία να’ρχόταν λες...
Σιωπηλά, οι τελευταίες πινελιές αρχίζουν να δίνουν μορφή σε αυτό το θολό τοπίο.
Κόκκινες, κόκκινες, κόκκινες, κόκκινες...πινελιές.
Κόκκινα φανάρια, κόκκινα,...κεράσια, ένα δέντρο,
κι ένας ουρανός βαθύς, έγενετο τώρα δα, ένας ουρανός βαθύς και μπλέ.
Ασκητικά το σώμα σου χαιδεύω μετά έναστρα,
Ξαφνικά μπόρα,.... ουρανός και σύννεφα,
Τα μάτια σου θόλωσαν, τα μάτια σου θολώνουν.
Δεν μου μίλησες.
Κι έτσι, τα μάτια σου έγινας κρύες πλάκες.Εφυγα, δε μου μιλούσες.
Με είδες αργότερα, ούτε τότε μου μίλησες.
με διαγράψες μέσα στο χώρο τόσο δυνατά, με τόση ένταση και πάθος,
στέλνοντας ένα υστερόγραφο τόσο ηχηρό,
κάνοντας με να θυμηθώ τότες που κατοίκησα για λίγο στα μάτια σου,
και που φοβήθηκες τον έρωτα πόσο λυπήθηκα, θυμήθηκα.
Pieta in Love, η Νύχτα.
Βρυξέλλες, 6.10.010
στα χέρια σου θα βάλω,
ένα πινέλο-λέξεις , .
Να ζωγραφίσεις στο σώμα μου,
-όπως πάντα -
ένα λαμπερό αστέρι.
Χρωματίζεις αρχίζοντας με μαύρο ουρανό τον πόνο σου,
- βρίθει το κόκκινο ,
κι ο πόθος.Επάνω σκούρο χρώμα.Νύχτα.
«Λείπω κι ο αέρας σε μαστιγώνει» λες «το νιώθω».
Τρεις φορές μετά περνάς την ανάσα σου επάνω στον καμβά.
Τρεις φορές ξεφυσάς, τρεις φορές σκοτώνεις,
Τρεις φορές, ξανά, χαιδεύεις τη γη.Νύχτα κι εκεί.
Κοιτάς το έργο,
στο σώμα σου ζωγραφίζω σκέφτεσαι.
«-‘Ομορφη..;!!!»
Σου ξεφεύγει. Σταματάς να μιλάς.
Σιωπή.Γελάς, άλλωστε είναι πειράγματα.
Μετά πετάς, γράφεις,
Εξομολογήσου, οι ΕΙΚΟΝΕΣ είναι ΠΑΝΤΑ ΠΑΡΟΥΣΕΣ,
Το έργο βυθίζεται μέσα σου,
η ορμή του φανερώνει φωνήεντα,
Βλέπεις;
Βαθιές της ελπίδας μετά οι πινελιές,
Πιείτε στον έρωτα,στη ζωή,
η μάχη της για ν’ανασάνει, βαθύ πράσινο,
Καίγεσαι στον μαύρο ουρανό.
Το σώμα στέκει θολό στη σχισμή των οριζόντων.
Θέλεις να ξεχάσεις οτι υπάρχει.Οι χαραμάδες στα μάτια μου.
Να τις ξεχάσεις (;).
Γραμμές απόλυτες, κι αργές χρωμάτων σκέψεις.
Τέτοια λύπη κι όπλισε το χέρι μου δες, με λάδι.
«Στέκομαι εμπρός σου.» λες,
ένας τυφλός που άσκησε την επιθυμία του βουβά μπροστά σου.
«Πώς να σε ξεχάσω.»
Το σώμα από θολό αρχίζει να παίρνει μορφή,
Το έργο θα λέγεται «νανούρισμα»,
Eσύ τo τραγουδάς,
Κι ευθύς το σώμα στο καμβά χαλαρώνει στα χέρια σου,
Κι ερωτεύεσαι,
Εκείνες οι χαραμάδες στα ματια σου; Τι περίεργο..
Εφτά κανάτια και λίγο χάδι στην ψυχή.
Δεν είναι δουλειά σου να το ορίσεις λες,
Κι επιστρέφεις στο έργο, ολόκληρο, με τους ορίζοντες και τα πανιά είναι ένα καράβι και πάει. Περνάει γέφυρες, περνάει δρόμους, στενούς, δύσκολους, χαμηλά τα γόνατα, αγιους καλεστές και τη θάλασσα.
Για να’ρθει, τι ωραία να’ρχόταν λες...
Σιωπηλά, οι τελευταίες πινελιές αρχίζουν να δίνουν μορφή σε αυτό το θολό τοπίο.
Κόκκινες, κόκκινες, κόκκινες, κόκκινες...πινελιές.
Κόκκινα φανάρια, κόκκινα,...κεράσια, ένα δέντρο,
κι ένας ουρανός βαθύς, έγενετο τώρα δα, ένας ουρανός βαθύς και μπλέ.
Ασκητικά το σώμα σου χαιδεύω μετά έναστρα,
Ξαφνικά μπόρα,.... ουρανός και σύννεφα,
Τα μάτια σου θόλωσαν, τα μάτια σου θολώνουν.
Δεν μου μίλησες.
Κι έτσι, τα μάτια σου έγινας κρύες πλάκες.Εφυγα, δε μου μιλούσες.
Με είδες αργότερα, ούτε τότε μου μίλησες.
με διαγράψες μέσα στο χώρο τόσο δυνατά, με τόση ένταση και πάθος,
στέλνοντας ένα υστερόγραφο τόσο ηχηρό,
κάνοντας με να θυμηθώ τότες που κατοίκησα για λίγο στα μάτια σου,
και που φοβήθηκες τον έρωτα πόσο λυπήθηκα, θυμήθηκα.
Pieta in Love, η Νύχτα.
Βρυξέλλες, 6.10.010
Σχόλια