Στην απαγορευμένη πόλη Κάθετε ένας ποιητής και γράφει Σε χώρους μακρινούς Χώρες, λένε Πόλεις, νησιά Και θάλασσα Πρέπει να διασχίσεις Και να περάσεις. Αλώβητος από το φεγγάρι του Νοέμβρη. Και να’σαι όρθιος. Κι αυτό το θαύμα, σε κάποια βιβλία έχει υπάρξει. Σε κάποιες λέξεις μπήκε. Σ’αυτές που έγραψε, σ’αυτές που φυγαν απ’τα χείλι σου, σε όσες δεν ειπώθηκαν. Κάθεται ο ποιητής και γράφει. «Ποιητή μου!» . Είδα βουνά. Είδα μέρες να σφάζονται και να πεθαίνουν. Ελπίδες να ξεριζώνουν οι ίδιες τα σπλάχνα τους. Σαν έν’αγρίμι μεσ’το δάσος τα ουρλιαχτά τις νύχτες στη βροχή, γύρω σιωπή. Κι ένας πόνος βαθύς. Σαν το θρόισμα των φύλλων ενός δέντρου. «Ποιητή!» «Ε, Ποιητή» Μετά πέρασα τις λίμνες. Σαν ένα βαθύ σημάδι στον ουρανό της μνήμης μου. Αστράφτει μερικές φορές στον ήλιο. Μα, είναι μόνο κάποιες λεπτομέρειες που λάμπουν στο φως. Είδα λιακάδες πρωινές, που γιάτρεψαν τις πληγές μου Πέρασα ποτάμια. Κυλαριστά ρυάκια να γίνονται, να χάνονται κι έπειτα να παχαίνουν και να ρέουν σαν ένα, εμπρ...