«Αδέρφια μου, απέθανε ο από μηχανής θεός.»
Λίγες στιγμές απέμειναν ακόμη.
Γυναίκες με μαύρα κλαίνε στην άκρη απ’το ποτάμι.
Κι οι άντρες κατέβηκαν να πνίξουν τον καημό τους
πλάι στη θάλασσα.
Έβγαλε καιρό κι απλά την εκοιτάνε τρομαγμένοι, σκεφτικοί.
Οι ώρες-σκέψεις που τους ξημερώνουν
κάνουν τώρα το σεργιάνι τους στον κόσμο,
αυτό το ταξίδι,
Η χαρά του καινούργιου και μιας μελλοντικής ανακάλυψης,
ο πόνος της απώλειας,
ο φόβος στο άγνωστο,
η αγκαλιά της Κυριακής,
τα ανοιξιάτικα πρωινά
μ’έναν αγιάτρευτα σκανταλιάρη ήλιο να πιλατεύει
μαζί με την Πανδώρα,
συνένοχος,
τα αυγουστιάτικα χαμόγελα περαστικών
-ήσαν συλλέκτες κοχυλιών στην άμμο.
Μεγάλες ανησυχίες καθρεφτίζονται στα μάτια παρόντων πολλών.
Απέθανε ο από μηχανής θεός.
Μα μετά κάποιος φώναξε «είμαστε ελεύθεροι!»
Κι οι πιο γνωστικοί χαμογέλασαν.
Ένας ένας, αυθόρμητα, με βήμα αργό, άρχισαν να κατηφορίζουν προς τη θάλασσα
Πάντα με το ελαφρό χαμόγελο στα χείλι
σκύβοντας το κεφάλι για χαιρετισμό σ’όσους αντάμωναν στο δρόμο
κι εκείνους που έψαχναν στα μάτια τους
λίγο κουράγιο και κάποιαν ελπίδα.
Πέρασαν τα κατάλευκα σοκάκια
Κατηφόρισαν στο εμπορικό κατάστημα λευκών ειδών «Το αστραφτερόν»
Προτίμησαν και πήγαν και αγόρασαν λευκά μαντήλια.
Εγένητο και συνάντησαν εκείνους
που είχαν καταφύγει σε έναν βράχο επάνω από τη θάλασσα
ν’αναρωτιούνται την ευθύνη,
-κι εκείνοι-
Άκουαν τα κλάματα,
το φόβο, τον καιρό
όλα να συγχρονίζονται
και όλα να ενώνονται.
Κι όλα μαζί σουβλιές στο στήθος.
Κάποιος ξαφνικά φώναξε «Έρχονται οι βάρβαροι!»
Απ’άκρη σ’ακρη το νέο μεταφέρεται ταχύτατα.
Κι απέθανε κι ο από μηχανής θεός,
και τι θα κάνουμε τώρα.
Μα είμαστε ελεύθεροι ψέλλισε σιγανά ένας νέος
Δεν ακούστηκε πολύ, το βουητό είχε βαρύνει
Είμαστε ελεύθεροι είπε.
«Σσσσσστ…..» σφύριξε ένας σοφός
μέσα απ’το πλήθος.
Ο μαγαζάτορας του εστιατορίου της κεντρικής πλατείας του χωριού, «Η Ωραία Ελένη», κινήθηκε και τράβηξε τις καρέκλες,
ο κόσμος κάθισε.
Τα γκαρσόνια φέρανε καφέ και κεράσματα.
Στη δεύτερη γύρα ένα μικρό στρογγυλό ποτήρι κονιάκ στον καθένα.
Οι γυναίκες κρατούν τα μαντήλια στα χέρια.
Παληκάρια κι άντρες σταυρώνουν τα μπράτσα.
Κανένας ήχος στην μικρή πλατεία.
Μόνο η δροσιά κάτω από τον πλάτανο.
Σηκώθηκε τότε ο τηλεγραφητής ελαφρώς εκνευρισμένος
ν’ανακοινώνει προσοχή για τη συνέχεια του μηνύματος
« μα έχουμε την αγάπη αδέρφια μου.»
Έχουμε την αγάπη.
4.03.010
Λίγες στιγμές απέμειναν ακόμη.
Γυναίκες με μαύρα κλαίνε στην άκρη απ’το ποτάμι.
Κι οι άντρες κατέβηκαν να πνίξουν τον καημό τους
πλάι στη θάλασσα.
Έβγαλε καιρό κι απλά την εκοιτάνε τρομαγμένοι, σκεφτικοί.
Οι ώρες-σκέψεις που τους ξημερώνουν
κάνουν τώρα το σεργιάνι τους στον κόσμο,
αυτό το ταξίδι,
Η χαρά του καινούργιου και μιας μελλοντικής ανακάλυψης,
ο πόνος της απώλειας,
ο φόβος στο άγνωστο,
η αγκαλιά της Κυριακής,
τα ανοιξιάτικα πρωινά
μ’έναν αγιάτρευτα σκανταλιάρη ήλιο να πιλατεύει
μαζί με την Πανδώρα,
συνένοχος,
τα αυγουστιάτικα χαμόγελα περαστικών
-ήσαν συλλέκτες κοχυλιών στην άμμο.
Μεγάλες ανησυχίες καθρεφτίζονται στα μάτια παρόντων πολλών.
Απέθανε ο από μηχανής θεός.
Μα μετά κάποιος φώναξε «είμαστε ελεύθεροι!»
Κι οι πιο γνωστικοί χαμογέλασαν.
Ένας ένας, αυθόρμητα, με βήμα αργό, άρχισαν να κατηφορίζουν προς τη θάλασσα
Πάντα με το ελαφρό χαμόγελο στα χείλι
σκύβοντας το κεφάλι για χαιρετισμό σ’όσους αντάμωναν στο δρόμο
κι εκείνους που έψαχναν στα μάτια τους
λίγο κουράγιο και κάποιαν ελπίδα.
Πέρασαν τα κατάλευκα σοκάκια
Κατηφόρισαν στο εμπορικό κατάστημα λευκών ειδών «Το αστραφτερόν»
Προτίμησαν και πήγαν και αγόρασαν λευκά μαντήλια.
Εγένητο και συνάντησαν εκείνους
που είχαν καταφύγει σε έναν βράχο επάνω από τη θάλασσα
ν’αναρωτιούνται την ευθύνη,
-κι εκείνοι-
Άκουαν τα κλάματα,
το φόβο, τον καιρό
όλα να συγχρονίζονται
και όλα να ενώνονται.
Κι όλα μαζί σουβλιές στο στήθος.
Κάποιος ξαφνικά φώναξε «Έρχονται οι βάρβαροι!»
Απ’άκρη σ’ακρη το νέο μεταφέρεται ταχύτατα.
Κι απέθανε κι ο από μηχανής θεός,
και τι θα κάνουμε τώρα.
Μα είμαστε ελεύθεροι ψέλλισε σιγανά ένας νέος
Δεν ακούστηκε πολύ, το βουητό είχε βαρύνει
Είμαστε ελεύθεροι είπε.
«Σσσσσστ…..» σφύριξε ένας σοφός
μέσα απ’το πλήθος.
Ο μαγαζάτορας του εστιατορίου της κεντρικής πλατείας του χωριού, «Η Ωραία Ελένη», κινήθηκε και τράβηξε τις καρέκλες,
ο κόσμος κάθισε.
Τα γκαρσόνια φέρανε καφέ και κεράσματα.
Στη δεύτερη γύρα ένα μικρό στρογγυλό ποτήρι κονιάκ στον καθένα.
Οι γυναίκες κρατούν τα μαντήλια στα χέρια.
Παληκάρια κι άντρες σταυρώνουν τα μπράτσα.
Κανένας ήχος στην μικρή πλατεία.
Μόνο η δροσιά κάτω από τον πλάτανο.
Σηκώθηκε τότε ο τηλεγραφητής ελαφρώς εκνευρισμένος
ν’ανακοινώνει προσοχή για τη συνέχεια του μηνύματος
« μα έχουμε την αγάπη αδέρφια μου.»
Έχουμε την αγάπη.
4.03.010
Σχόλια