Ελάχιστες μνήμες ανασαίνουν τις μέρες της άνοιξης.
Γιατί τέτοιες μέρες, γεννιούνται οι μνήμες.
Γίνονται όλες δρόμος για να τις διαβείς.
Μέρες που δημιουργούν τις αναμνήσεις του μέλλοντος.
Κάθε κίνησή σου στηρίζει την θετική έκβαση της υπόθεσης.
Κάθε λέξη φωνάζει την ανάγκη για το ποθητό αποτέλεσμα.
Να φτάσεις ν’αγγίξεις τις αναμνήσεις που θέλεις,
Ν’αγγίξεις τη δυνατότητα αυτών να υπάρξουν.
Ελπίζεις. Να τα καταφέρεις.
Οχι δεν ελπίζεις.
Θα μπορούσε να ήταν ελπίδα. Αλλά δεν είναι.
Είναι η φωτιά που έκαψε τις ελπίδες σου όλες κι εσύ είσαι ακόμη ζωντανός.
Δεν σου έχουν μείνει άλλα δάκρυα για να τις κλάψεις.
Τραγουδάς με μια ήσυχη ανεμελιά, σε μια τεράστια ησυχία,
που διακόπτουν μόνο μερικά βήματα ενός ξένου που μπαίνει στο κατώφλι ενός σπιτιού.
«τοκ, τοκ» χτυπάει την πόρτα.
-Δεν σε ξέρω, όμως γνωρίζω τον προορισμό σου.-
Οχι δεν ελπίζεις. Ανακατέβεις εικόνες από μυρωδικά και μπαχάρια
κι ανεβοκατεβαίνεις πατώματα.
-‘Ενα ειλικρινές χαμόγελο στον αέρα με κάνει και μένα να τα χάνω-
Οι λέξεις συνήθως δεν έχουν σημασία,
Μόνο οι σιγανοί ψίθυροι μοιάζουν να τα έχουν χάσει λίγο,
Σιωπούν για την ελπίδα που χάθηκε
-Κάποιος άλλωστε έπρεπε να πενθύσει γι αυτό-
Το ελατήριο των ημερών παρασέρνει τη σκέψη σου.
Είναι στις μέρες της άνοιξης που γεννιούνται εικόνες ανέλπιστες.
Που θα μπορούσαν να συμβούν στ’αλήθεια.
Σταμάτησες να ελπίζεις.
Πατάς τα βήματα σου στην άκρη του δρόμου.
Ακούγονται μέσα στην ησυχία τα παραμιλητά ενός ξένου
που έκαψε τις ελπίδες του και σκόρπισε τις στάχτες στη γη.
Λίγο μετά χτύπησα την πόρτα, στον σωστό αριθμό,
Άνοιξες την πόρτα και χαμογέλασες.
Σαν να χαμογελούσες για πρώτη φορά στη ζωή σου.
20.04.010
Γιατί τέτοιες μέρες, γεννιούνται οι μνήμες.
Γίνονται όλες δρόμος για να τις διαβείς.
Μέρες που δημιουργούν τις αναμνήσεις του μέλλοντος.
Κάθε κίνησή σου στηρίζει την θετική έκβαση της υπόθεσης.
Κάθε λέξη φωνάζει την ανάγκη για το ποθητό αποτέλεσμα.
Να φτάσεις ν’αγγίξεις τις αναμνήσεις που θέλεις,
Ν’αγγίξεις τη δυνατότητα αυτών να υπάρξουν.
Ελπίζεις. Να τα καταφέρεις.
Οχι δεν ελπίζεις.
Θα μπορούσε να ήταν ελπίδα. Αλλά δεν είναι.
Είναι η φωτιά που έκαψε τις ελπίδες σου όλες κι εσύ είσαι ακόμη ζωντανός.
Δεν σου έχουν μείνει άλλα δάκρυα για να τις κλάψεις.
Τραγουδάς με μια ήσυχη ανεμελιά, σε μια τεράστια ησυχία,
που διακόπτουν μόνο μερικά βήματα ενός ξένου που μπαίνει στο κατώφλι ενός σπιτιού.
«τοκ, τοκ» χτυπάει την πόρτα.
-Δεν σε ξέρω, όμως γνωρίζω τον προορισμό σου.-
Οχι δεν ελπίζεις. Ανακατέβεις εικόνες από μυρωδικά και μπαχάρια
κι ανεβοκατεβαίνεις πατώματα.
-‘Ενα ειλικρινές χαμόγελο στον αέρα με κάνει και μένα να τα χάνω-
Οι λέξεις συνήθως δεν έχουν σημασία,
Μόνο οι σιγανοί ψίθυροι μοιάζουν να τα έχουν χάσει λίγο,
Σιωπούν για την ελπίδα που χάθηκε
-Κάποιος άλλωστε έπρεπε να πενθύσει γι αυτό-
Το ελατήριο των ημερών παρασέρνει τη σκέψη σου.
Είναι στις μέρες της άνοιξης που γεννιούνται εικόνες ανέλπιστες.
Που θα μπορούσαν να συμβούν στ’αλήθεια.
Σταμάτησες να ελπίζεις.
Πατάς τα βήματα σου στην άκρη του δρόμου.
Ακούγονται μέσα στην ησυχία τα παραμιλητά ενός ξένου
που έκαψε τις ελπίδες του και σκόρπισε τις στάχτες στη γη.
Λίγο μετά χτύπησα την πόρτα, στον σωστό αριθμό,
Άνοιξες την πόρτα και χαμογέλασες.
Σαν να χαμογελούσες για πρώτη φορά στη ζωή σου.
20.04.010
Σχόλια