Επειδή γνώρισα στις φλέβες μου τη φρίκης της Ελένης,
Επειδή έμαθα να αρθρώνω αταίριαστες λέξεις - αλλά τις παράτησα -,
Επειδή έκοψα στη σκέψη μου το γόρδιο δεσμό - και ξέρω ότι γίνεται -
‘Ακουσα τον ήχο της θάλασσας.
Τα δάκρυά μου μύρωσαν το πλατάνι,
και κάθε μία πέτρα ένα δάκρυ αιώνιο.
Μια λέξη αρχαία, ένας βυζαντινός ψαλμός.
Βουήζει η θάλασσα.
Κι αυτές οι λέξεις - γεμάτες με τόσα σημάδια-,
Με τόσες έννοιες,
Προχωρούν,
Απόψε πάλι,
Ακόμη ζωντανοί. Σ’αυτές τις λέξεις.
Μια μέρα σαν βάρος ακουβάλητο που σώζεται στους ώμους.
Κι είναι τόσο σιωπηλή η βουή της θάλασσας. Και τόσο δυνατή.
Εχει καθίσει με τα πλοία στο λιμάνι,
Εχει λιώσει στις αλμυρές πέτρες του ήλιου,
Εχει μαζέψει το μούστο και έχει ποτίσει
όλο το χώμα.
Και η πιο απόμερη γωνιά της καρδιάς μου είναι ποτάμι με βασιλικό και καλοκαίρι.
Και πως μυρίζει.
Στις ρίζες μου κυλάει το χώμα.
Ο ήλιος ο ηλιάτορας,
το πυροφάνι,
και οι μεθοδικοί ρυθμοί των κυμάτων της θάλασσας.
Ασυνείδητα ο ρυθμός τους είναι κι αυτός μπλεγμένος στη σκέψη μου.
Θρηνώ επάνω στα μάρμαρα χωρίς ίχνος φωνής.
Επάνω στο γιοφύρι,
Κι ο θρήνος βαθύς.
Οι λέξεις μου γίνονται απλές.
‘Εχοντας μάθει το νόημά τους.
κι όσα μου δίδαξαν για το ωραίο και το καλό,
Τα βάφτισα στον ήλιο για ν’αντέχουν.
Και στο φως ν’αντέχει το θρήνο μου,
να με γιατρεύει.
05.05.010
Επειδή έμαθα να αρθρώνω αταίριαστες λέξεις - αλλά τις παράτησα -,
Επειδή έκοψα στη σκέψη μου το γόρδιο δεσμό - και ξέρω ότι γίνεται -
‘Ακουσα τον ήχο της θάλασσας.
Τα δάκρυά μου μύρωσαν το πλατάνι,
και κάθε μία πέτρα ένα δάκρυ αιώνιο.
Μια λέξη αρχαία, ένας βυζαντινός ψαλμός.
Βουήζει η θάλασσα.
Κι αυτές οι λέξεις - γεμάτες με τόσα σημάδια-,
Με τόσες έννοιες,
Προχωρούν,
Απόψε πάλι,
Ακόμη ζωντανοί. Σ’αυτές τις λέξεις.
Μια μέρα σαν βάρος ακουβάλητο που σώζεται στους ώμους.
Κι είναι τόσο σιωπηλή η βουή της θάλασσας. Και τόσο δυνατή.
Εχει καθίσει με τα πλοία στο λιμάνι,
Εχει λιώσει στις αλμυρές πέτρες του ήλιου,
Εχει μαζέψει το μούστο και έχει ποτίσει
όλο το χώμα.
Και η πιο απόμερη γωνιά της καρδιάς μου είναι ποτάμι με βασιλικό και καλοκαίρι.
Και πως μυρίζει.
Στις ρίζες μου κυλάει το χώμα.
Ο ήλιος ο ηλιάτορας,
το πυροφάνι,
και οι μεθοδικοί ρυθμοί των κυμάτων της θάλασσας.
Ασυνείδητα ο ρυθμός τους είναι κι αυτός μπλεγμένος στη σκέψη μου.
Θρηνώ επάνω στα μάρμαρα χωρίς ίχνος φωνής.
Επάνω στο γιοφύρι,
Κι ο θρήνος βαθύς.
Οι λέξεις μου γίνονται απλές.
‘Εχοντας μάθει το νόημά τους.
κι όσα μου δίδαξαν για το ωραίο και το καλό,
Τα βάφτισα στον ήλιο για ν’αντέχουν.
Και στο φως ν’αντέχει το θρήνο μου,
να με γιατρεύει.
05.05.010
Σχόλια
On sent tes racines, on voyage, on y sent le sentiment que tu veux y donner ou du moins, on le devine.
Les gens ont souvent bien des facettes insoupçonnées, en voila la preuve une fois de plus.
Continue, c'est magnifique.
Amitiés,
Fabian