Κι όλοι ζούσαμε μαζί στ’ απάντημα,
Και λαχταρούσαμε το βλέμμα
Απλά πράγματα,
Απλά, χαριτωμένα
'Ετσι έμαθα να μην φοβάμαι τα όνειρα
Ούτε και τις λέξεις.
Να γυρίζω αδιάκοπα σαν το νερό στην στέρνα
Από το σύννεφο ως τη γη, και πάλι πίσω
Μέχρι την θάλασσα.
Ποιός πρώτος την πέτρα στο γυαλό θα στείλει.
Κι ακούγαμε τότε πυροφάνια τα πουλιά,
Ή ήταν που στη γη είχαν κατέβει αγγέλοι
μα δεν το μαρτυρούσαμε.
Τη ζωή που ανάβει και σβήνει
Όλη τη φύση να ορθώνεται,
Και στα σιντριβάνια,
Και στους καταρράκτες, στα πέλαγα
Κι ότι πιο γαλανό,
Πιο όμορφο.
'Eμαθα να μην φοβάμαι τα σύνορα.
Η το άγνωστο, που δεν το ξέρεις καν,
ότι βλέπεις γύρω σου
Τις σκέψεις σου.
Βρυξέλλες, 13.01.011
Και λαχταρούσαμε το βλέμμα
Απλά πράγματα,
Απλά, χαριτωμένα
'Ετσι έμαθα να μην φοβάμαι τα όνειρα
Ούτε και τις λέξεις.
Να γυρίζω αδιάκοπα σαν το νερό στην στέρνα
Από το σύννεφο ως τη γη, και πάλι πίσω
Μέχρι την θάλασσα.
Ποιός πρώτος την πέτρα στο γυαλό θα στείλει.
Κι ακούγαμε τότε πυροφάνια τα πουλιά,
Ή ήταν που στη γη είχαν κατέβει αγγέλοι
μα δεν το μαρτυρούσαμε.
Τη ζωή που ανάβει και σβήνει
Όλη τη φύση να ορθώνεται,
Και στα σιντριβάνια,
Και στους καταρράκτες, στα πέλαγα
Κι ότι πιο γαλανό,
Πιο όμορφο.
'Eμαθα να μην φοβάμαι τα σύνορα.
Η το άγνωστο, που δεν το ξέρεις καν,
ότι βλέπεις γύρω σου
Τις σκέψεις σου.
Βρυξέλλες, 13.01.011
Σχόλια