«Γιατρεύτηκα» φώναζε Έτρεχε στους δρόμους, Στα σοκάκια, σαν σφαίρα Τα πόδια μερικές φορές έφταναν στην πλάτη από την κλίση της κατηφόρας Και την ταχύτητα Έπεσε πάνω στο ταχυδρόμο, Πήρε παραμάζωμα την Κα Ιουλία στο παραδώθε σκαλί, «Παναγίτσα μου» φώναζε εκείνη, σαν να είχε τρομάξει, Σε λίγο με τέτοιες δρασκελιές, θα έφτανε στη θάλασσα. Ο κυρ Μπάμπης από την άκρη του βράχου έβαλε τα χέρια του χωνί και φώναζε κάτω στους καπεταναίους, Εεε, έρχεται ο Διαμαντής, ακούτε, Έρχεται ο Διαμαντής. Είναι πρωί, είναι νησί και είναι καλοκαίρι. Και μου ‘μαθε η θάλασσα, το φως, οι πέτρες. Μια στα λιμάνια, και μια στα ταξίδια. Έρχεται ο Διαμαντής. Στην μεγάλη κατηφόρα του, αναποδογυρίζει μια καρέκλα, ένας δίσκος με νερά παραλίγο να πέσει, τώρα την βλέπει την θάλασσα, γυρισμένοι προς αυτόν κάτι μεγάλοι άντρες Τον περίμεναν; Τι ξάφνιασμα. Φρενάρει απότομα. Δεν έχει στόμα, δεν έχει μιλιά. Οι καπεταναίοι, όρθιοι, ν’ατενίζουν την θάλασσα, ν’ακουμπούν το ποτήρι τους σε δίπλα τραπέζι, να σκουπίζουν με το μπράτσ...