Καλέ μου,
Μήνες τώρα περάσανε,
που νοίκιασα μόνη κι εγώ,
σπίτι στη γειτονιά σου.
Και τυχερή.
Γιατί περνώ τις νύχτες μου ν’ ακούω τα βήματά σου.
Μα, μέρες τώρα, νιώθω να ‘ρχεσαι,
σε ώρες ακανόνιστες,
με βήματα μπλεγμένα,
μεθυσμένα,
ο θόρυβος στην είσοδο,
το ανέβασμα στη σκάλα.
Περνάς από την πόρτα μου, κοιτάζω απ’το ματάκι,
χωρίς φωνή, με βλέμμα κάτω,
χαμηλό…
και πως αναστενάζω.
Μήπως δεν ένιωσες την Κυριακή;
δεν άκουσες;
δεν είδες;
Καλέ μου,
πως καίγομαι για σένα.
ο πόθος μου ένα τριαντάφυλλο,
σκορπίζω κάθε βράδυ,
πέταλα,
επάνω στα σκαλιά.
προχτές επίτηδες το έκανα
και άφησα στην άκρη τον κουβά
για να τον δεις,
μήπως τον παρασύρεις,
ή για να βάλεις κάτι μέσα του
ψιχαλίζει
και είν’ οκτώβρης
το φεγγάρι είναι απόψε όμορφο
κι ολόκληρο
και γήινο,
στο φως του,
θα’ρθω να σε βρω
θα γυαλίζει στα μάτια σου
κι εγώ θα πίνω από την πηγή σου
καλέ μου,
όπως την πρώτη φορά που πέρασα τυχαία από το στενό σου,
κι έπεσες πάνω μου,
χαμένος,
αναμαλλιασμένος,
κατακόκκινος,
μ’ εκείνο το όμορφο πλατύ χαμόγελο σου,
μου είπες
«Κ α λ η μ έ ρ α»
Ητανε άνοιξη,
του 1691.
Σε φιλώ,
Μαρία
29.10.09
Μήνες τώρα περάσανε,
που νοίκιασα μόνη κι εγώ,
σπίτι στη γειτονιά σου.
Και τυχερή.
Γιατί περνώ τις νύχτες μου ν’ ακούω τα βήματά σου.
Μα, μέρες τώρα, νιώθω να ‘ρχεσαι,
σε ώρες ακανόνιστες,
με βήματα μπλεγμένα,
μεθυσμένα,
ο θόρυβος στην είσοδο,
το ανέβασμα στη σκάλα.
Περνάς από την πόρτα μου, κοιτάζω απ’το ματάκι,
χωρίς φωνή, με βλέμμα κάτω,
χαμηλό…
και πως αναστενάζω.
Μήπως δεν ένιωσες την Κυριακή;
δεν άκουσες;
δεν είδες;
Καλέ μου,
πως καίγομαι για σένα.
ο πόθος μου ένα τριαντάφυλλο,
σκορπίζω κάθε βράδυ,
πέταλα,
επάνω στα σκαλιά.
προχτές επίτηδες το έκανα
και άφησα στην άκρη τον κουβά
για να τον δεις,
μήπως τον παρασύρεις,
ή για να βάλεις κάτι μέσα του
ψιχαλίζει
και είν’ οκτώβρης
το φεγγάρι είναι απόψε όμορφο
κι ολόκληρο
και γήινο,
στο φως του,
θα’ρθω να σε βρω
θα γυαλίζει στα μάτια σου
κι εγώ θα πίνω από την πηγή σου
καλέ μου,
όπως την πρώτη φορά που πέρασα τυχαία από το στενό σου,
κι έπεσες πάνω μου,
χαμένος,
αναμαλλιασμένος,
κατακόκκινος,
μ’ εκείνο το όμορφο πλατύ χαμόγελο σου,
μου είπες
«Κ α λ η μ έ ρ α»
Ητανε άνοιξη,
του 1691.
Σε φιλώ,
Μαρία
29.10.09
Σχόλια