«Δες όμως,
Δες,
τι όμορφα,
τι ωραία που είναι τ’ αστέρια!»
Τι όμορφα που ήταν τ’αστέρια.
Σε κοίταζα.
Πιότερο κοίταζα τη χαρά σου.
Τ’αστέρια γινόντουσαν στάλες στα μάτια σου.
Δε βλέπαμε μακριά, ήτανε νύχτα.
Μα τ’αστέρια λάμπανε.
Σηκώναμε τα μάτια μας στον ουρανό
Από συγκίνηση.
Τι όμορφα που είναι τ’αστέρια
έλεγες.
Κι εγώ δεν είχα κάτι να πω,
γιατί πώς να αγγίξω τη καρδιά σου,
χτυπούσε τόσο που πέθαινε,
ξαφνικά.
Και ζούσε μαζί όλη τη φλόγα των ψυχών.
Γινόταν ένα αστέρι κι έφευγε μακριά μου.
Και θύμωνα.
Θύμωνα και σου φώναζα,
- τόσο μικρός εγώ, τόσο μακριά απ’ τ’αστέρια.
«Δες όμως,
Δες,
τι όμορφα,
τι ωραία που είναι τ’ αστέρια!»
Ψιθύριζες με τρεμάμενη φωνή,
με φόβο. Έτρεχες σαν νεογέννητο αγρίμι που έχασε τη μάνα του,
που δεν την είχε γνωρίσει ποτέ.
Κι εγώ σου φώναζα. Όλο και πιο πολύ.
Μήπως κι η φωνή μου σκεπάσει τ’αστέρια,
σκεπάσει την άβυσσο.
σκεπάσει τον πόνο.
πες, πες, πες ..τι ωραία που είναι τ’αστέρια
πες, να λάμψουν τα μάτια σου.
Άνοιγες τις παλάμες σου, αν ήταν και πέφτουν, να πιάσεις ένα
Έκλαιγα μετά εγώ σ’αυτές τις παλάμες.
Σήκωνες όμορφα το κεφάλι μου και μου έλεγες,
«κοίτα,
δες τι όμορφα που είναι τ’αστέρια»
Η δική σου η φωνή δεν είχε αγωνία, είχε γαλήνη.
Μου ‘δινες ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο, σκούπιζες
τα δάκρυά μου. Στη γή είναι ο πόνος, ο πραγματικός
μου λεγες.
Εγώ μετά περνούσαν οι μέρες και μοχθούσα ολημερίς
τις νύχτες ερχόμουνα στο σώμα σου,
ένα κορμί που έτρεμε από το βάρος τ’ουρανού.
Ένα στόμα σφιχτό, να ψιθυρίζει χαμηλόφωνα
να μην ακούω,
« τ ι ό μ ο ρ φ α π ο υ ε ί ν α ι τ’ α σ τ έ ρ ι α »
Άνοιγα που και που τα μάτια μου και σε κοιτούσα που καθόσουν
στο παράθυρο. Στιγμές που θυμόμουν φευγαλέα μετά μέσα στη μέρα.
Εσύ μετά σταμάτησες να μου μιλάς.
Για τ’αστέρια,
για τα λουλούδια,
για το πώς λιάζεται ο ήλιος στη θάλασσα,
τη μυρωδιά των πεύκων,
τα βουητά της μέλισσας.
Έκλαψα τόσο. Που μετά από λίγο πάγωσα.
Γιατί εγώ δεν είμαι απ’τ’αστέρια. Με κρύα μάγουλα και κρύα καρδιά.
Προχτές, σήκωσα τα μάτια μου ψηλά, νύχτα.
Και να σου λέω,
όμορφα που είναι τ’αστέρια.
Πόσο δίκιο έχεις.
25.10.2009
Σχόλια