Παρέλαβα προχθές, ένα περίεργο γράμμα με τίτλο έναν αριθμό επιστολής.
Στον καθρέπτη μπροστά
Μετράω και παρατηρώ μία, μία τις πληγές
Από κάθε σφαγή στην πάλη του έρωτα σου.
Τις ξεθάβω όλες – γεμάτο το σώμα μου.
Κι όσο το αίμα ξεπηδάει κάθε που αντανακλάται,
γίνεται όλος ο καθρέφτης κόκκινος.
Είναι στιγμές που καταφέρνω να γεμίζω ευγνωμοσύνη,
αντιλαμβανόμενη το βάθος αυτών,
Και τυχερή νιώθω, Πως δέησα αυτή τη στιγμή.
Μπροστά στο απροσδόκητο, το αφανέρωτο και το εκπληκτικό,
να πρέπει να βρω καινούργιες λέξεις κι αποχρώσεις του απέραντου.
Να μπορώ να βγάζω από την παλέτα των χρωμάτων μου,
τέτοιες όμορφες λέξεις.
Και ποιοι;
Οι θνητοί.
Να γεύονται αναζήτηση και τέτοια δόνηση ζωής.
Γι αυτό σου λέω,
Τι κι αν μου πέταξες γεμάτο τον κουβά με το νερό όσο σου έκανα καντάδα.
Ξέρεις τι ωραία είναι να γνωρίζεις έναν άνθρωπο,
που να σε κάνει να τραγουδάς ακόμη, να μη σταματάς,
με το πιο ευτυχισμένο χαμόγελο του κόσμου,
ακόμη βρεγμένος;
Κι είναι στιγμές που χρειάζομαι να μετρήσω πόσες πολλές πληγές,
και πόσο αίμα κόκκινο χαμένο.
Γι αυτό πιάνω το κουβάρι και πλέκω στιχάκια.
Για να μην πάει όλο το αίμα χαμένο.
Κι αν πάλι δεν κατάλαβες τις λέξεις, δεν πειράζει.
Σε φιλώ,
Μαρία
Τώρα ψάχνω σαν τον τρελό να βρω την πρώτη και την δεύτερη επιστολή.
(ρωτάω τους γειτόνους μήπως παρέλαβε καμιά τέτοια κανείς)
Και γράφω γράμματα.
11.10.09
Στον καθρέπτη μπροστά
Μετράω και παρατηρώ μία, μία τις πληγές
Από κάθε σφαγή στην πάλη του έρωτα σου.
Τις ξεθάβω όλες – γεμάτο το σώμα μου.
Κι όσο το αίμα ξεπηδάει κάθε που αντανακλάται,
γίνεται όλος ο καθρέφτης κόκκινος.
Είναι στιγμές που καταφέρνω να γεμίζω ευγνωμοσύνη,
αντιλαμβανόμενη το βάθος αυτών,
Και τυχερή νιώθω, Πως δέησα αυτή τη στιγμή.
Μπροστά στο απροσδόκητο, το αφανέρωτο και το εκπληκτικό,
να πρέπει να βρω καινούργιες λέξεις κι αποχρώσεις του απέραντου.
Να μπορώ να βγάζω από την παλέτα των χρωμάτων μου,
τέτοιες όμορφες λέξεις.
Και ποιοι;
Οι θνητοί.
Να γεύονται αναζήτηση και τέτοια δόνηση ζωής.
Γι αυτό σου λέω,
Τι κι αν μου πέταξες γεμάτο τον κουβά με το νερό όσο σου έκανα καντάδα.
Ξέρεις τι ωραία είναι να γνωρίζεις έναν άνθρωπο,
που να σε κάνει να τραγουδάς ακόμη, να μη σταματάς,
με το πιο ευτυχισμένο χαμόγελο του κόσμου,
ακόμη βρεγμένος;
Κι είναι στιγμές που χρειάζομαι να μετρήσω πόσες πολλές πληγές,
και πόσο αίμα κόκκινο χαμένο.
Γι αυτό πιάνω το κουβάρι και πλέκω στιχάκια.
Για να μην πάει όλο το αίμα χαμένο.
Κι αν πάλι δεν κατάλαβες τις λέξεις, δεν πειράζει.
Σε φιλώ,
Μαρία
Τώρα ψάχνω σαν τον τρελό να βρω την πρώτη και την δεύτερη επιστολή.
(ρωτάω τους γειτόνους μήπως παρέλαβε καμιά τέτοια κανείς)
Και γράφω γράμματα.
11.10.09
Σχόλια